Εξαρτημένη Ανάπτυξη: η Ελληνική Περίπτωση (Εξάντας, 1985 & 1987)


Εισαγωγή

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Μοναδική φιλοδοξία της μελέτης αυτής είναι η συμβολή στην ανάλυσή του χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας με την έναρξη μιας συστηματικής συζήτησης για το φαινόμενο της εξάρτησης, όπως παρουσιάζεται σε παγκόσμια κλίμακα και συγκεκριμένα μέσα στον ελληνικό χώρο. Βασική πεποίθηση του συγγραφέα είναι ότι το πρόβλημα της κοινωνικής αλλαγής είναι άρρηκτα δεμένο με το πρόβλημα της δομής των οικονομικών σχέσεων γενικά και των σχέσεων μέσα στη συγκεκριμένη παραγωγή (στη διαδικασία εργασίας) που επικρατούσαν στη δεδομένη χρονική στιγμή ειδικότερα. 

Αυτό, όμως, δε λέγεται με τη συνηθισμένη δογματική έννοια ότι η οικονομική υποδομή είναι (έστω «σε τελική ανάλυση») ο καθοριστικός παράγοντας, παρά τη σχετική αυτονομία που αναγνωρίζεται στο εποικοδόμημα σχετική, με την έννοια ότι η οικονομία είναι εκείνη που καθορίζει τους σχετικούς βαθμούς αυτονομίας/εξάρτησης του εποικοδομήματος σε σχέση με την ίδια, και των τμημάτων μεταξύ τους[1]. Κι αυτό όχι μόνο γιατί υποδομή και εποικοδόμημα αποτελούν επίσης προϊόντα μιας δεδομένης φάσης της ιστορικής εξέλιξης, έτσι που γενικεύσεις του είδους αυτού καταντούν χωρίς νόημα. αλλά, το κυριότερο, γιατί μια τέτοια αντίληψη από τη μια μεριά αναιρεί στη βάση της την αρχή ότι τα «υποκείμενα» της Ιστορίας είναι οι άνθρωποι και όχι οι σχέσεις παραγωγής, όπως σύγχρονοι «προοδευτικοί» επιστημονολόγοι, συνεπείς προς την αντίληψη αυτή, υποστηρίζουν[2]. Από την άλλη μεριά, η αντίληψη αυτή δημιουργεί μια άμεση σχέση μεταξύ ντετερμινισμού στην εξήγηση της Ιστορίας και δογματισμού στην πράξη, μεταξύ «αντικειμενισμού» στην ανάλυση κοινωνικο-οικονομικών φαινομένων και γραφειοκρατικών τρόπων πολιτικής δράσης[3]. Δεχόμαστε, λοιπόν, ότι οι άνθρωποι δρουν μέσα σε ένα συγκεκριμένο, όχι βέβαια μόνο οικονομικό, πλαίσιο, το οποίο όμως αλλάζει καθώς αλλάζουν και οι ίδιοι οι άνθρωποι μέσα στη διαδικασία, έτσι που η οικονομική υποδομή/ανθρώπινη δράση και το εποικοδόμημα αποτελούν ένα σύστημα αμοιβαίων ή συμμετρικών (κατά τη χεγκελιανή αντίληψη) σχέσεων και η διάκριση μεταξύ εξαρτημένων και ανεξάρτητων μεταβλητών χάνει πια κάθε νόημα[4]

Η έννοια, επομένως, που δίνουμε στη σημασία της δομής των οικονομικών σχέσεων είναι ότι, προκειμένου ειδικότερα για χώρες που η διάρθρωση της οικονομικής υποδομής τους τις κατατάσσει στην κατηγορία των εξαρτημένων, το γενικότερο πρόβλημα της αυτονομίας της σημερινής κοινωνίας και των κοινωνικών ατόμων (με την έννοια της αυτοδιεύθυνσης όλων των τομέων της κοινωνικής ζωής από τα άτομα που συμμετέχουν στις αντίστοιχες δραστηριότητες) παίρνει μια επιπλέον διάσταση, που κάνει ακόμα πιο φανερό το διεθνιστικό χαρακτήρα του. Αν, δηλαδή, η καπιταλιστική εξάρτηση (για να αναφερθούμε στην εξάρτηση μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα) αποτελεί τον κύριο στόχο της κοινωνικής πράξης, η ξένη καπιταλιστική εξάρτηση πρέπει να αποτελεί διπλά στόχο, γιατί κάνει ακόμα δυσκολότερη τη δημιουργία των συνθηκών που θα στηρίξουν μια αυτoκαθoριζόμενη κοινωνία.

Θα έπρεπε, όμως, να τονιστεί εδώ, προς αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων, πως πρόθεσή μας δεν είναι να δείξουμε ότι εκείνο που λείπει σήμερα είναι μια ακόμα «επιστημονική» θεωρία που, για παράδειγμα, θα καταδικάζει το καπιταλιστικό σύστημα όσον αφορά την ανικανότητά του να αναπτύξει περισσότερο τις παραγωγικές δυνάμεις, ανικανότητα που έτσι κι αλλιώς έχει ιστορικά αποδειχτεί ανύπαρκτη, τόσο για τις καπιταλιστικές όσο και για τις μετακαπιταλιστικές κοινωνίες
[5]. Ο συγγραφέας θα θεωρούσε, επομένως, ότι απέτυχε στο σκοπό του αν ο αναγνώστης έβγαζε το συμπέρασμα από τις σελίδες που ακολουθούν ότι η εξάρτηση είναι κάτι κακό γι' αυτόν ακριβώς το λόγο και όχι γιατί αποκλείει την κυριαρχία των ανθρώπων σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής τους. Με άλλα λόγια, αν αρνηθούμε την ύπαρξη «ιστορικών νόμων» και ξεκινήσουμε από την αρχή ότι η Ιστορία και τα κοινωνικά συστήματα είναι δημιουργίες ανθρώπινες που δεν υπακούουν  σε νομοτέλειες, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να επιλέξουμε ανάμεσα στις συνυπάρχουσες τάσεις, στη δεδομένη χρονική στιγμή, και να προσπαθήσούμε να εξηγήσουμε εκείνη την τάση που συμφωνεί με τη δική μας κοσμοθεωρία.

Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του πολιτισμού δύο ήταν οι βασικές αντιμαχόμενες τάσεις. Από τη μια μεριά, η εξουσιαστική, η τάση που στόχο της έχει το δικαίωμα του κυβερνάν, την κρατική εξουσία, η οποία στο επίπεδο της μορφής οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων παίρνει, ιστορικά, τη μoρφή της ιεραρχικής κοινωνίας (ιεραρχικό σύστημα παραγωγής, κράτη κάθε μορφής από «δημοκρατικά-φιλελεύθερα» και φασιστικά μέχρι «λαϊκές δημοκρατίες» και «σοσιαλιστικά»). Από την άλλη μεριά, η τάση για αυτοκαθορισμό, που εκδηλώνεται με οργανωτικές μορφές λήψης κοινωνικών αποφάσεων (Αθηναϊκή Δημοκρατία, ελεύθερες μεσαιωνικές πόλεις, παρισινές συνελεύσεις του 1790) και κοινωνικές σχέσεις παραγωγής (χωριάτικες κομμούνες των «βαρβάρων», ισπανικές κομμούνες)
[6] που χαρακτηρίζονται από την έλλειψη ιεραρχικών δομών. Αν, λοιπόν, δεχτούμε ότι η ύψιστη ηθική υποχρέωση του ανθρώπου είναι η αυτονομία, η υποταγή δηλαδή μόνο στους νόμους και περιορισμούς που οι ίδιοι θέτουμε για τους εαυτούς μας, δε μας μένει παρά να επιλέξουμε την τάση για αυτοκαθορισμό ως κίνητρο και κατεύθυνση της ανθρώπινης πάλης.

Η επιλογή αυτής της συγκεκριμένης τάσης γίνεται, φυσικά, με βάση ένα ορισμένο κριτήριο: την ιδέα μιας αυτόνομης, αυτοθεσμιζόμενης κοινωνίας, που αποκλείει το φαινόμενο της εξάρτησης, φαινόμενο συνυφασμένο με κάθε σύστημα που αποτελεί την άρνηση της ανθρώπινης αυτονομίας στο ατομικό ή στο εθνικό επίπεδο την ιδέα, ακόμα, μιας κοινωνίας αυτοδιευθυνόμενης, που προϋποθέτει την κατάργηση κάθε ιεραρχικής δομής και εξουσίας, «προοδευτικής» ή μη, και την εξαφάνιση όχι μόνο της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο αλλά, γενικότερα, της κυριαρχίας του ανθρώπου στον άνθρωπο. Κι αυτό γιατί στη σημερινή κοινωνία (καπιταλιστική ή μετακαπιταλιστική) οι εκμεταλλευτικές/ανελεύθερες σχέσεις ολοένα και περισσότερο παίρνουν την ιεραρχική μορφή (ιεραρχία στη δουλειά, ιεραρχία στους μισθούς, ιεραρχία στις οργανώσεις, κόμματα, ιεραρχία στην εκπαίδευση). Έτσι, θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε με τον Καστοριάδη ότι «το πρόβλημα σήμερα δεν είναι απλώς η τύχη του καπιταλισμού αλλά η τύχη των βασικών μορφών οργάνωσης και των βασικών σημασιών όλων των λεγόμενων "ιστορικών" κοινωνικών, όλων δηλαδή των κοινωνιών που χαρακτηρίζονται από την, ύπαρξη του Κράτους είναι το πρόβλημα της αυτονομίας της κοινωνίας και των κοινωνικών ατόμων, της ρητής και συνειδητής αυτοθέσμισης της κοινωνίας»
[7]. Το μόνο που θα θέλαμε να προσθέσουμε εδώ είναι ότι η έμφαση πρέπει πάντα να είναι στην αυτονομία των ίδιων των ατόμων μια και, άλλωστε, η κοινωνία, η κοινότητα ή η λαϊκή συνέλευση βρίσκει την αυτο-έκφρασή της μόνον όταν τα ίδια τα ίδια τα άτομα βρίσκουν την έκφρασή τους μέσα στην κοινωνία και τις οργανωτικές μορφές της[8].

Ο λόγος που χρησιμοποιήθηκε μια μονοδιάστατη οικονομική ανάλυση στο κείμενο (εκτός από την απόπειρα ορισμού της γενικής έννοιας της εξάρτησης στο κεφ. Α), χωρίς δηλαδή αναφορά στo πολιτικό και γενικότερο κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο, οφείλεται πρώτον, στην υποκειμενική αδυναμία του συγγραφέα, θύματος κι αυτού της σημερινής διαχωρισμένης «εκπαίδευσης» διαχωρισμένης, όχι μόνο με την έννοια ότι η γνώση παρέχεται σήμερα σε στεγανά διαμερίσματα (οικονομικά, κοινωνιολογία, πολιτική, κ.λπ.) αλλά, το κυριότερο, ότι γίνεται έξω από το γενικό κοινωνικό χώρο, σε χωριστά, ιεραρχικά οργανωμένα ιδρύματα, που άρχισαν ιστορικά να εμφανίζονται ταυτόχρονα με την ίδρυση κοινωνιών οργανωμένων σε κράτη. Δεύτερον, νομίζουμε ότι για τον περιορισμένο σκοπό της μελέτης αυτής τα οικονομικά στοιχεία και εργαλεία επιτρέπουν μια σε βάθος τομή της οικονομικής εξάρτησης. Θα ήταν, όμως, σημαντικό αν η εργασία αυτή γινόταν αφορμή για παρόμοιες τομές στις κοινωνικές, πολιτικές και προπαντός πολιτιστικές δομές της εξάρτησης, παρ' όλους τους δισταγμούς  που δημιουργούνται για το κατά πόσο ένα πολυδιάστατο φαινόμενο όπως η εξάρτηση μπορεί ν' αναλυθεί από τους «ειδικούς» κάθε κλάδου χωριστά.

Το πρόβλημα, βέβαια, κάθε άλλο παρά θα λυνόταν αν την επίλυσή του αναλάμβαναν οι ειδικοί των ιδεολογιών με τις «σφαιρικές θεωρήσεις» των πραγμάτων, μέσα όμως πάντοτε από τη δική τους μικρή σφαίρα (κλειστό ιδεολογικό σύστημα) ο καθένας. Άλλωστε, είναι αυτή ακριβώς η διαχωρισμένη γνώση που δημιουργεί ειδικούς, αλλά και τόσο συμβάλλει στη μη επικοινωνία τόσο μεταξύ των ειδικών κάθε γνώσης/ιδεολογίας από τη μια μεριά και λαού από την άλλη
μια από τις δασικές προϋποθέσεις επιβολής των πρώτων στο δεύτερο όσο και μεταξύ των ίδιων των ειδικών. Θα θεωρήσουμε, λοιπόν, στη μελέτη αυτή δεδομένη την πολιτική, πολιτιστική, κ.λπ. εξάρτηση και θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε την έννοια, τις επιπτώσεις και τα χαρακτηριστικά της οικονομικής εξάρτησης μέσω μιας κάθετης τομής στην οικονομική δομή της χώρας μας, χωρίς όμως να παραμελούμε, όπου και όσο είναι δυνατό, την εξέταση των κοινωνικών επιπτώσεων της συγκεκριμένης οικονομικής δομής και σχέσεων.

 


[1] Βλ. L. Althusser, For Mαrx (Penguin, 1969), σελ. 111.
[2] Βλ. L. Althusser & Ε. Balibar, Reαding Cαpitαl (NLB, 1970), σελ. 112. Βλ. ακόμα, για (μαρξιστική) κριτική της αλτουσεριανής θέσης, Ν. Geras, «Althusser's marxism», New Left Review, αρ. 71 (Ιανουάριος 1972) και Ν. Mouzelis, Modern Greece (Macmillan, 1978), σελ. 47.
[3] Βλ. ως παράδειγμα της σχέσης μεταξύ επιστημονικού «αντικειμενισμού» στο μαρξιστικό σοσιαλιστικό κίνημα και του λενινισμού/σταλινισμού τις ακόλουθες περικοπές: «Οι νόμοι της κοινωνικής εξέλιξης είναι αντικειμενικοί και λειτουργούν ανεξάρτητα από τη συνειδητοποίηση και θέληση των ανθρώπων. Στο σοσιαλισμό, όμως, το κόμμα, το Κράτος και η κοινωνία ολόκληρη έχουν τη δυνατότητα, άγνωστη στη μέχρι τώρα ιστορία, να καταλάβουν τους νόμους αυτούς συνειδητά, να τους εφαρμόσουν στη δραστηριότητά τους, επιταχύνοντας έτσι τη διαδικασία της κοινωνικής εξέλιξης». Μ.Τ. Iovchuk, «The Role οf Socialist Ideology ίη the Struggle with Survivals οf Capitalism», Voprosi Fίlosofi, αρ. 1 (1955), σελ. 4 [η περικοπή αυτή περιλαμβάνεται στο έργο του Η. Marcuse, Soviet Mαrxism, α Criticαl Anαlysis (Routledge, 1958), σελ. 151]. Ακόμα, κατά τον Sweezy, «Ο μαρξισμός δίνει στο προλεταριάτο τον ηγετικό ρόλο... δεν υπάρχει, όμως, εγγύηση πως το προλεταριάτο θα καταλάβει την κατάστασή του και θα δράσει ανάλογα Για το σκοπό αυτό πρέπει πρώτα να χωνέψει το μαρξισμό, πράγμα που μπορεί να κάνει μόνο μέσω της πολιτικής οργάνωσης και του αδιάκοπου αγώνα με την καθοδήγηση ενός γνήσιου μαρξιστικού κόμματος πρωτοπορίας», Ρ. Sweezy, «The Nature οί Soviet Society», Monthly Review (Νοέμβριος 1974). Καταλήγοντας, θα συμφωνούσαμε με τον Μαρκούζε ότι «μία ευθεία οδός φαίνεται να οδηγεί από τον Λένιν (η συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης μπορεί να έρθει μόνο «απ' έξω») και την αντίληψή του περί του συγκεντρωτικού αυταρχικού κόμματος, στην προσωπική δικτατορία του Στάλιν». Η. Marcuse, Soviet Marxism, ορ. cit.
[4] Η θέση, βέβαια, αυτή αποκλείει την αποδοχή ιστορικών ή οικονομικών «νόμων» που λειτουργούν ανεξάρτητα από τη θέληση των ανθρώπων (βλ. σημ. 3). Από την άποψη αυτή, οι μαρξιστές επιστημονολόγοι είναι συνεπείς όταν τονίζουν ότι η οικονομική υποδομή είναι, σε τελική ανάλυση, ο καθοριστικός παράγοντας παρά τη σχετική αυτονομία του εποικοδομήματος. Αντίθετα, στην περίπτωση που η οικονομία και το εποικοδόμημα αποτελούν ένα σύστημα αμοιβαίων ή συμμετρικών (κατά τη χεγκελιανή αντίληψη) σχέσεων, τότε, στο βαθμό που το δεύτερο εξαρτάται από την πρώτη, εξίσου και η πρώτη εξαρτάται από το δεύτερο, το καθένα δηλαδή είναι συνάρτηση του άλλου, έτσι που δεν έχει πια νόημα η διάκριση μεταξύ εξαρτημένων και ανεξάρτητων μεταβλητών, αφού κάθε αποτέλεσμα είναι και αιτία και κάθε αιτία είναι και αποτέλεσμα. Στην περίπτωση όμως αυτή, όπως σωστά παρατηρεί ο D.H.Ruben, ο διαλεκτικός υλισμός, ο σοσιαλισμός δηλαδή ως επιστήμη με τους δικούς του νόμους στην εξήγηση ασύμμετρων σχέσεων αιτίου και αποτελέσματος, δεν είναι πια δυνατός. Βλ. D.H. Ruben, «Οn Dialectical Relations», Critίque, αρ. τεύχ. 2 (1973).
[5] Ονομάζουμε μετακαπιταλιστικά τα κράτη του «υπαρκτού σοσιαλισμού», για να τα διακρίνουμε από τα καπιταλιστικά (βλ. για τις διαφορές μεταξύ καπιταταλιστικών και μετα-καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών, κεφ. Α). Δεν αποκαλούμε τις κοινωνίες αυτές σοσιαλιστικές, γιατί δε φαίνεται να ικανοποιούν τα μαρξιστικά κριτήρια του σοσιαλιστικού ή, έστω, του μεταβατικού προς το σοσιαλισμό σχηματισμού. Οι διαμάχες, άλλωστε, μεταξύ των μαρξιστών διαφόρων αποχρώσεων ως προς το θέμα της φύσης των καθεστώτων αυτών είναι χαρακτηριστικές. Η Κίνα, για παράδειγμα, και μια μερίδα μαρξιστών δυτικών διανοουμένων χαρακτηρίζουν την ΕΣΣΔ και τα υπόλοιπα Κράτη του μπλοκ «καπιταλιστικά κράτη ορισμένου τύπου, με την κρατική μπουρζουαζία να παίζει σ' αυτά το ρόλο της νέας κυρίαρχης τάξης» (Bettelheim, Sweezy, κ.α. Monthly Review, Νοέμβριος 1974). Από την άλλη μεριά, τροτσκιστές διαφόρων αποχρώσεων μιλούν για «κάστες» που αποτελούν την γραφειοκρατία των χωρών αυτών. Αντίστοιχα, η Κίνα χαρακτηρίζεται «γραφειοκρατικό-καπιταλιστικό κράτος, όπου η κρατική-κομματική γραφειοκρατία  (παρά τις κατευθυνόμενες από πάνω πολιτιστικές «επαναστάσεις») παίζει το ρόλο προνομιούχας τάξης, έτσι που να χρειάζεται μια καινούρια κοινωνική επανάσταση για να ανατρέψει την κρατούσα τάξη των κόκκινων καπιταλιστών, που δημιουργήθηκε στη βάση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης  της πλατιάς μάζας» (Internatίonal Socίalism, αρ. 29, 37, 55).
[6] Βλ. για εκτενή περιγραφή των κοινωνικών αυτών μορφών, στα ακόλουθα, μεταξύ όλων, έργα: Ρ. Κropotkin, Mutual Aid (Boston, 1914); Voline, The Unknown Revolution (Free Life, 1974); S. Dolgoff, The Anαrchist Collectives: Workers' Self-Manαgement ln the Spαnish Revolution, 1936-1939 (Free Life, 1974); Μ. Bookchin, Post-scαrcity Anαpchism (London, 1974); Μ. Taylor, Community, Anαrchy and Liberty (Cambridge Univ. Press, 1982). Τέλος δε θα πρέπει φυσικά να ξεχνάμε ότι, στο φιλοσοφικό επίπεδο, η αυτοκαθοριστική τάση είχε για πρώτη φορά εκφραστεί συστηματικά από τους Έλληνες κυνικούς και στωικούς, ήδη από τον 4o αιώνα Π.Χ.
[7] Κ. Καστοριάδης, Το επαναστατικό πρόβλημα σήμερα (Βέργος, 1976), σελ. 89.
[8] Εκείνο που πρέπει να απελευθερωθεί είναι εμείς οι ίδιοι, η καθημερινή  μας ζωή σε όλες τις στιγμές της και όχι γενικές κατηγορίες όπως η Κοινωνία ή η Ιστορία. Μ. Bookchin, ορ. cit., σελ. 226.