Η ΕΛΛΑΔΑ ΩΣ ΠΡΟΤΕΚΤΟΡΑΤΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΗΣ ΕΛΙΤ

Η ανάγκη για άμεση έξοδο από την ΕΕ και για μια αυτοδύναμη Οικονομία

εκδόσεις Γόρδιος, Νοέμβριος 2010, σελ. 412, ISBN: 960-6826-18-Χ, ISBN 13: 978-960-6826-18-4


 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Η μετατροπή της Ελλάδος σε προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ

 


 

printable

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

ΠΩΣ ΦΘΑΣΑΜΕ ΣΤΗ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ

 

Πρώτο βήμα: η εξαπάτηση του εκλογικού σώματος στις εκλογές του 2009

 

Μετά τα «Δεκεμβριανά» του 2008 οι ντόπιες και ξένες ελίτ ήξεραν πολύ καλα ότι η εισαγωγή από μια δεξιά κυβέρνηση των ριζικών μεταρρυθμίσεων «δομικής προσαρμογής» που από καιρό απαιτούσαν η ΕΕ και άλλοι διεθνείς οργανισμοί (ΟΟΣΑ κ.λπ.) ήταν αδύνατη, λόγω τη πελώριας κοινωνικής αναταραχής που θα προκαλούσαν. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» αναγκαστικά θα περιλάμβαναν δραστικούς περιορισμούς στις δημόσιες δαπάνες (κοινωνική ασφάλιση, εκπαίδευση κ.λπ.), το πετσόκομμα μισθών και συντάξεων, και τη γενικτερη κατεδάφιση κοινωνικων κατακτήσεων δεκαετιών, με στόχο τη δραστική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα σε βάρος των εργαζομένων. Η κοινωνική έκρηξη του Δεκεμβρίου 2008 είχε κάνει ξεκάθαρη την έκταση της συστημικής κρίσης στην Ελλάδα και αποτέλεσε εγερτήριο για τις ελίτ που άρχισαν να συνειδητοποιούν την επιτακτική ανάγκη να πάρει την εξουσία μια κυβέρνηση που δηλώνει «σοσιαλιστική», με κύριο στόχο να εισαγάγει τις δραστικές «μεταρρυθμίσεις» που απαιτούνταν για την ολοκλήρωση της οικονομικής ενσωμάτωσης της χώρας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Η απόφαση επομένως για την εξαγγελία των εκλογών, μόλις δύο χρόνια μετά τις προηγούμενες εκλογές, ουσιαστικά επιβλήθηκε στα κόμματα εξουσίας, οι ηγεσίες των οποίων ήταν βέβαια εν πλήρει γνώσει του μεγέθους της συστημικής κρίσης και η μεν ΝΔ αποδέχθηκε αυτό το προσωρινό «χαρακίρι» με την ελπίδα να εισπράξει αργότερα τις ψήφους από τη λαϊκή κατακραυγή κατά των βάρβαρων μέτρων που θα είχαν εφαρμοστεί στο μεταξύ, το δε ΠΑΣΟΚ διότι η μοναδική επιδίωξη των τυχάρπαστων που αποτελούν την πολιτικη ηγεσία του ήταν η κατάκτηση της εξουσίας με την ελπίδα ότι με την αμέριστη συμπαράσταση, από τη μια μεριά, των ντόπιων οικονομικών ελίτ, των ΜΜΕ και των κομματικών εγκάθετων στα συνδικάτα και, από την άλλη, της υπερεθνικής ελίτ (που εκπροσωπήθηκε τελικά από το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και την Κομισιόν) δεν θα είχε κανένα πρόβλημα στην τελική επικράτηση της.

 

Στο πλαίσιο αυτό δεν ήταν επομένως περίεργο όταν ο πρόεδρος της διακοσμητικής Σοσιαλιστικής Διεθνούς (ο «Γιωργάκης») ―της οποίας τα κυριότερα ιστορικά μέλη, η Γερμανία, η Βρετανία κ.λπ. έχουν από καιρό εξοστρακίσει από το λεξιλόγιο τους την ίδια τη λέξη «σοσιαλισμός»!― προσπάθησε φιλότιμα να ευτελίσει ακόμη και το επαναστατικό δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Και δεν ήταν περίεργο, διότι στην Ελλάδα, ενώ τα κόμματα ―από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ και τους Οικολόγους-Πράσινους― έχουν «εκσυγχρονιστεί» κατά τα Ευρωπαϊκά πρότυπα, υιοθετώντας την ίδια σοσιαλφιλελεύθερη συναίνεση που είναι ηγεμονική στην ΕΕ, εντούτοις στη ρητορική τους, για λόγους ιστορικούς και πολιτικής κουλτούρας, παρουσιάζουν ένα προσωπείο εντελώς διαφορετικό από τα ομόλογα Ευρωπαϊκά κόμματα. Έτσι, για χάρη της εκλογικής καμπάνιας, το ΠΑΣΟΚ μετατράπηκε σε ... σοσιαλιστικό κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ σε αντικαπιταλιστικό κόμμα (ενώ βέβαια η γενική γραμμή του δεν αμφισβητεί καν την ΕΕ, πολλώ δε μάλλον το ίδιο το σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας»), ενώ οι Οικολόγοι-Πράσινοι προσποιήθηκαν ότι ακολουθούν διαφορετική γραμμή από αυτή των «μεταλλαγμένων» Πράσινων ―με τους οποίους συναποτελούν το Ευρωπαϊκό Πράσινο Κόμμα, το οποιο άμεσα ή έμμεσα στήριξε όλους τους εγκληματικούς πολέμους της υπερεθνικής ελίτ και σήμερα, με την στήριξη που παρέχουν στην ΕΕ, τα εγκληματικά μέτρα λιτότητας σε όλη την Ευρωπη!

 

Τα αποτελέσματα των εκλογών της 4ης Οκτωβρίου 2009, όπως ήταν επόμενο, χαιρετίστηκαν από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ ότι ανοίγουν τον δρόμο στις «δραστικές μεταρρυθμίσεις» που απαιτούνται για να ξεπεραστεί η κρίση. Και ήταν αναμενόμενο, γιατί, πράγματι, μόνο μια κυβέρνηση που υποκρίνεται την σοσιαλιστική (αν όχι την...αντιεξουσιαστική!) θα μπορούσε να περάσει σήμερα στην Ελλάδα τα ληστρικά μέτρα που απαιτούνται από την Ευρωπαϊκή ελίτ για την ολοκλήρωση της ενσωμάτωσης της οικονομίας στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Φυσικά, το εάν θα μπορέσει τελικά η πολιτική και οικονομική ελίτ, και η νέα κυβέρνηση που την εκφράζει, με τα μέτρα αυτά να αποφύγει και την τυπική οικονομική (και τη συνακόλουθη πολιτική) χρεοκοπία είναι μια άλλη ιστορία, η οποία θα κριθεί από την έκβαση της Κοινωνικής Πάλης που φθάνει τώρα στη κρίσιμη καμπή της. Το γεγονός άλλωστε της απόλυτης αυτοδυναμίας που εξασφάλισε το ΠΑΣΟΚ ―η οποία είναι ανάλογη του μεγέθους εξαπάτησης του εκλογικού σώματος― σημαίνει ότι ο δικομματισμός στην Ελλάδα έχει σάπια θεμέλια γιατί, ενώ στην Ευρώπη εναλλάσσονται νεοφιλελεύθερα με σοσιαλφιλελεύθερα κόμματα (τα τελευταία έχουν πάψει απο καιρό να μιλούν για σοσιαλισμό) με καθαρές σχετικά θέσεις, στην Ελλάδα και τα δύο, και ιδιαίτερα οι σοσιαλφιλελεύθεροι, κρύβουν επιμελώς την πραγματική ταυτότητά τους!

 

Όσον αφορά στην οικονομική χρεοκοπία πρώτα, ο διοικητής της ΤτΕ, εκπροσωπώντας την οικονομική ελίτ, περίμενε την εκλογή του κόμματος (που ουσιαστικά επέλεξε το κατεστημένο) για να αποκαλύψει ότι το δημόσιο έλλειμμα προσεγγίζει το 10% του ΑΕΠ, πράγμα που σήμαινε, όπως παρατηρούσαν ξένοι έγκυροι αναλυτές, ότι η χώρα βρισκόταν στο όριο της οικονομικής χρεοκοπίας, γεγονός που έκανε επιτακτική την μείωση του δημοσίου ελλείμματος και αυτού στο Ισοζύγιο Πληρωμών. Αυτό δεν συνεπαγόταν, βέβαια, ότι οι στόλοι των ξένων δανειστών θα πολιορκούσαν τα λιμάνια μας, όπως στις αρχές του περασμένου αιώνα, για να επιβλέπουν την τήρηση των όρων των νέων δανείων. Σήμερα, οι οικονομικοί και πολιτικοστρατιωτικοί μηχανισμοί που μπορούν να εξασφαλίσουν την τήρηση των όρων αυτών (οι οποίοι θεμελιώνονται σε σοσιαλφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» με στόχο το «νοικοκύρεμα» στο ασφαλιστικό και τον δημόσιο τομέα, την «ελαστική» εργασία κ.λπ.) βρίσκονται ήδη «εντός των τειχών». Όπως έκενε φανερό μόλις εξελέγη η ψευδεπίγραφη «σοσιαλιστική» κυβέρνηση, κάθε οικονομική δραστηριότητα (δηλαδή ουσιαστικά σχεδόν κάθε κοινωνική λειτουργία) πρέπει να κρίνεται τώρα, άμεσα ή έμμεσα, με βάση τα κριτήρια της οικονομίας της αγοράς ―από το πώς λειτουργεί το ΕΣΥ και οι συγκοινωνίες μέχρι το Πανεπιστήμιο. Στόχος της νέας σοσιαλφιλελεύθερης κυβέρνησης που είχε πρότυπο τους Αμερικανούς και Βρετανούς σοσιαλφιλελεύθερους (Ομπάμα και Μπλερ/Μπράουν, αντίστοιχα) ήταν να γίνουν όλα «μπίζνες» που θα λειτουργούν με τα κριτήρια της αγοράς. Και, φυσικά, όσοι θα αντιστέκονταν στη διαδικασία αυτή και θα κατέβαιναν στους δρόμους θα είχαν να αντιμετωπίσουν το Υπουργείο «Προστασίας του Πολίτη» με όλη την ευγενική πανοπλία του (χημικά, σφαίρες πλαστικές ―αν όχι και πραγματικές― κ.λπ.).

 

Ακόμη, όσον αφορά στην χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος, τα αποτελέσματα των εκλογών ήταν σαφή. Μολονότι τα πορίσματα του τελευταίου Ευρωβαρόμετρου έδειχναν ότι το 85% των Ελλήνων πολιτών δεν εμπιστευόταν τα πολιτικά κόμματα της χώρας και το 67% την ίδια τη Βουλή, το πελατειακό σύστημα, που εξακολουθεί να ζει και βασιλεύει στη χώρα μας, έδωσε τα ποθητά για την ελίτ αποτελέσματα με την εξασφάλιση άνετης αυτοδυναμίας. Όμως η «φύρα» ήταν τεράστια. Στη πραγματικότητα, τα δύο κόμματα εξουσίας, το «λαοπρόβλητο» ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ κατάφεραν να προσελκύσουν μόνο το 30% και το 23%, αντίστοιχα, των εγγεγραμμένων. Η αιτία ήταν, βέβαια, ότι η διαχρονική ανάπτυξη της αποχής/ λευκού/ άκυρου, που είχε σημειωθεί και στις προηγούμενες εκλογές, συνεχίστηκε ακάθεκτη, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του 14% μεταξύ των εκλογών 2004 και 2007, και 11% μεταξύ 2007 και 2009, με αποτέλεσμα το ποσοστό αυτό να πλησιάζει σήμερα το 32%, έναντι 20% περίπου σε ολόκληρη την μεταπολίτευση μέχρι τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας! Εάν όμως σε ένα σαφώς πελατειακό σύστημα, όπως το Ελληνικό, τα κόμματα εξουσίας δεν καταφέρνουν να προσελκύσουν στη κάλπη παρά μόνο το μισό των εγγεγραμμένων, τότε το πολιτικό σύστημα σίγουρα βρίσκεται σε σοβαρή κρίση.

 

Όμως, η πολιτική κρίση δεν αφορά μόνο στα κόμματα εξουσίας, αλλά και στην παραδοσιακή Αριστερά, κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική, η οποία μόλις κατόρθωσε να πλησιάσει το 13% των ψήφων, παρουσιάζοντας μάλιστα και μικρή μείωση της δύναμής της σε σχέση με τις περασμένες βουλευτικές εκλογές. Και αυτό, τη στιγμή που η διεθνής οικονομία της αγοράς αντιμετωπίζει μια πρωτόγνωρη κρίση σαν τη σημερινή, και η Ελληνική οικονομία μια ακόμη χειρότερη κρίση λόγω της στρεβλής «ανάπτυξής» της! Αλλά αυτό δεν είναι μόνο Ελληνικό φαινόμενο. Δεν είναι, δηλαδή, μόνο η σοσιαλδημοκρατία που έχει καταρρακωθεί παντού από τη στιγμή που υιοθέτησε τον σοσιαλφιλελευθερισμό, ούτε τα οικολογικά κόμματα που έγιναν παντού στήριγμα του συστήματος και απευθύνονται κυρίως στα μεσαία στρώματα που έχουν βασικά λυμένα τα βιοτικά προβλήματά τους (δεν είναι περίεργο ότι οι Οικολόγοι-Πράσινοι παρουσίασαν τη μεγαλύτερη δύναμη στα ...βόρεια προάστια). Κρίση περνά και η παραδοσιακή Αριστερά που είτε προσχώρησε στη μεταμοντέρνα ιδεολογία των «κινημάτων», είτε παρέμεινε προσκολλημένη στα δόγματα και μεθόδους του περασμένου αιώνα. Αυτό εδειξε για μια ακόμη φορά πόσο είναι πια επιτακτική η ανάγκη για ένα αντισυστημικό συνολικό πρόταγμα και ένα αντίστοιχο μαζικό κίνημα που θα στόχευε στην ισοκατανομή της πολιτικής, οικονομικής και γενικότερα της κοινωνικής δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών, δηλαδή μια πραγματικά αταξική κοινωνία, εφοσον μόνο ένα παρόμοιο κίνημα θα μπορούσε να μας ξαναφέρει στη κλασική έννοια της πολιτικής ως αυτοδιεύθυνσης, και να οδηγήσει σε έξοδο από την βαθιά και εντεινόμενη συστημική κρίση.

 

Δεύτερο βήμα: η «κρίση κερδοσκοπίας» κατά των κρατικών ομολόγων

 

Το δεύτερο βήμα εκδηλώθηκε στις αρχές του 2010, όταν μια «κρίση κερδοσκοπίας» κατά των ελληνικών κρατικών ομολόγων έκανε αδύνατη τη συνέχιση του κρατικού δανεισμού. Έτσι, ενώ η πελώρια προσπάθεια πλύσης εγκεφάλου από τα ΜΜΕ, και κυρίως τα κρατικά, βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη με στόχο να πεισθούν τα λαϊκά στρώματα ότι κάποια ληστρικά μέτρα ήταν αναγκαία για να αποκατασταθεί η αξιοπιστία της χώρας και να μπορεί να δανείζεται με τους ίδιους όρους όπως τα άλλα μέλη της Ευρωζώνης, στην αρχή του 2010 φάνηκε η αλήθεια. Τα επιτόκια δανεισμού μας (και τα σχετικά spreads) όχι μόνο δεν άρχισαν καθοδική πορεία αλλά έφθασαν σε πρωτόγνωρα ύψη για χώρα της Ευρωζώνης, υποδηλώνοντας πιθανή άμεση «εισβολή» του ΔΝΤ στην Ελλάδα. Όλα αυτά όμως δεν εμπόδισαν τον (αυτο-χαρακτηριζομενο «σοσιαλιστή με πατέντα!») Πρωθυπουργό να συνεχίσει να ψεύδεται ασύστολα για την «μεγάλη επιτυχία» στις Βρυξέλλες, τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος ο αστικός διεθνής οικονομικός τύπος μιλούσε για φιάσκο.[1] Έτσι, μπήκε πάλι σε υπηρεσία η μυθολογία ότι για όλα φταίνε οι φημολογίες και οι «κακοί» Γερμανοί και οι κερδοσκόποι. Συγχρόνως, η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση δεν είχε κανένα δισταγμό να εκτελεί κάθε εντολή των ξένων και ντόπιων οικονομικών ελίτ για την αποδιάρθρωση και των τελευταίων κοινωνικών ελέγχων που υπήρχαν στη χώρα μας πάνω στις αγορές, ιδιωτικοποιώντας ό,τι είχε απομείνει δημόσιο, εισάγοντας ιδιωτικές αρχές οργάνωσης στο ασφαλιστικό, απελευθερώνοντας την αγορά εργασίας με παραπέρα «ελαστικοποίηση» για να συγκαλυφθεί, με μερική και περιστασιακή απασχόληση, η μαζική ανεργία που ήδη φουντώνει (στους νέους ήδη ξεπερνά το 28%). Και αυτά, όταν ρίχνει ολόκληρο το φορολογικό βάρος για την αποπληρωμή των πιστωτών στα μικρομεσαία στρώματα, ενώ βέβαια οι Χολιγουντιανού τύπου βίλες που έχουν φυτρώσει παντού και οι τεράστιες χρηματικές περιουσίες των ελίτ και των προνομιούχων στρωμάτων (στην Ελλάδα ή το εξωτερικό) πάρεμεναν ανέγγιχτες!

 

Στην πραγματικότητα, όμως, οι κερδοσκόποι (οι οποίοι συνήθως είναι τα ασφαλιστικά ταμεία, αμοιβαία κεφάλαια, hedge funds, οι τράπεζες κ.λπ.) ―και μερικοί από αυτούς Ελληνικής καταγωγής― δεν είναι παρά οργανικό τμήμα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, οι οποίοι κάνουν απλώς ό,τι επιβάλλει η δουλειά τους: να εντοπίζουν τους αδύνατους κρίκους στο σύστημα για να αποκομίζουν κέρδη με τις αγοραπωλησίες κρατικών ομολόγων κ.λπ.. Στην προκειμένη μάλιστα περίπτωση η Ευρωζώνη έκανε πολλή εύκολη τη δουλειά τους. Από τη στιγμή, δηλαδή, που η συμφωνία των Βρυξελλών καθόρισε ότι η Ελλάδα θα δανειζόταν στα επιτόκια της αγοράς, ακόμη και πιο σκληρά μέτρα να έπαιρνε η ελληνική πολιτική ελίτ, η κρίση πάλι θα ξέσπαγε, γιατί αυτό που κρίνουν οι κερδοσκόποι δεν είναι, βέβαια, η αξιοπιστία των οποιωνδήποτε μέτρων στα χαρτιά (αφού άλλωστε οι ίδιες ελίτ πίεζαν τόσα χρόνια για τα μέτρα αυτά!) αλλά η αξιοπιστία των δικών μας ελίτ όσον αφορά στην ικανότητά τους να τα εφαρμόσουν.

 

Ούτε, βέβαια, για την κρίση έφταιγαν οι «ρατσιστικές» αντιλήψεις των Γερμανικών ελίτ (που δεν αποκλείονται βέβαια, αλλά δεν είναι αυτό το κίνητρό τους), όπως ισχυριζόταν ο …ελέω Οτσαλάν θρασύτατος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, με σαφή στόχο τον λαϊκιστικό αποπροσανατολισμό. Τόσο οι κερδοσκόποι, όσο και οι Γερμανικές ελίτ (και αντίστοιχα οι δικές μας) φέρονταν ακριβώς όπως τους επέτρεπαν οι κανόνες του συστήματος, στο οποίο φυσικά δεν αναφερόταν κανείς! Από τη στιγμή, δηλαδή, που μια χώρα εισάγει ένα σύστημα σταθερών ισοτιμιών, όπως παλιά συνέβαινε στον Κανόνα Χρυσού, ή τώρα μέσα στην Ευρωζώνη, ο μόνος τρόπος που της απομένει σε περίπτωση «δομικών ανισορροπιών», όπως είδαμε στο Δεύτερο Μέρος, είναι η καθήλωση των τιμών μέσα από την συμπίεση μισθών και εισοδημάτων, εφόσον ακόμη και η υποτίμηση του νομίσματος, που θα αντιστάθμιζε κάπως τα παραπάνω ανοίγματα, αποκλείεται στο σύστημα αυτό. Και οι «ανισορροπίες» αυτές είναι, βέβαια, αναπόφευκτες εξαιτίας των τεράστιων ανοιγμάτων στην παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα που χωρίζουν την Ελλάδα, καθώς και άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, από τη βόρεια Ευρώπη και κυρίως τη Γερμανία, σαν αποτέλεσμα των οικονομιών κλίμακας σε αυτές τις χώρες, της υψηλής τεχνολογίας και έρευνας κ.λπ.

 

Δεδομένου, λοιπόν, ότι τα ανοίγματα αυτά παραμένουν, αν δεν διευρύνονται, μέσα σε μια Ενιαία Αγορά (όπως η ΕΕ) και μάλιστα με κοινό νόμισμα (όπως η ΟΝΕ), ήταν θέμα χρόνου να ξεσπάσει η σημερινή κρίση. Όχι απλώς γιατί οι ελίτ μας είναι διεφθαρμένες, αλλά γιατί, ακόμη και αν είχαν βγει από τον Παράδεισο, δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα διαφορετικό, αν ήθελαν να λειτουργήσουν με βάση τους κανόνες του συστήματος. Και, φυσικά, το σύστημα αυτό ήταν σχεδιασμένο από την αρχή, ακριβώς, για να ενισχύει την συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής δύναμης στις ελίτ του κέντρου, σε βάρος όχι μόνο των λαών τους αλλά και των λαών της περιφέρειας όπως ο Ευρωπαϊκός Νότος. Ακόμη, το «επιχείρημα» των οικονομολόγων της ρεφορμιστικής Αριστεράς[2] ότι αυτό δεν ωφελεί αυτές τις ελίτ γιατί η συμπίεση των μισθών και εισοδημάτων στην περιφέρεια βλάπτει τελικά τις εξαγωγές του κέντρου, είναι τόσο ανιστόρητο όσο και ανόητο. Είναι ανιστόρητο γιατί δεν βλέπει ότι στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς η ανάπτυξη δεν εξαρτάται πια από τη δυναμική της εσωτερικής αγοράς, αλλά από αυτή της παγκόσμιας αγοράς. Και είναι ανόητο διότι, βέβαια, όλα τα σημερινά οικονομικά «θαύματα» (Κίνα, Ινδία κ.λπ.) ακριβώς στηρίζουν άμεσα την ταχύρρυθμη ανάπτυξή τους (και έμμεσα αυτή του κέντρου) στην παγκόσμια αγορά και τη συμπίεση των ντόπιων μισθών και εισοδημάτων!

 

Οι ιστορικές καταβολές της χρεοκοπίας

 

Στο σημείο, όμως, αυτό θα έπρεπε να κάνουμε μια μικρή ιστορική αναδρομή για να δούμε πώς φθάσαμε στη σημερινή ουσιαστική χρεοκοπία, διαδικασία που δεν άρχισε, όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική αριστερά (αλλά και κάποιοι στην αντισυστημική!), στην παρούσα δεκαετία με την Ευρωζώνη αλλά, όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, ήδη από τη δεκαετία του 1960. Στα προηγούμενα μέρη του βιβλίου αυτού, προσπάθησα να δείξω πώς οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ οδήγησαν την οικονομία, με τις πράξεις και παραλείψεις τους που απορρέουν από την εξωστρεφή στρατηγική που υιοθέτησαν σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο, στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Από την άλλη, το ότι επίσημα το δημόσιο δεν έχει δηλώσει ακόμα πτώχευση ή έστω αναδιαπραγμάτευση του χρέους (που ουσιαστικά είναι μια άτυπη χρεοκοπία) οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι, σαν μέλος της ΟΝΕ, η προσφυγή στην τυπική πτώχευση θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στη σταθερότητα του ίδιου του ευρώ, εξαιτίας του αντικτύπου στις Ευρωπαϊκές Τράπεζες (κυρίως τις Γαλλικές και τις Γερμανικές) που έχουν αγοράσει μεγάλο μέρος των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Όμως, μια άτυπη χρεοκοπία με τη μορφή της επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους είναι, κατά τη γνώμη των περισσοτέρων ειδικών, αναπόφευκτη και μόνο θέμα χρόνου να υλοποιηθεί. Απλώς, οι πιστωτές μας προς το παρόν θέλουν να ξεζουμίσουν όσο περισσότερο γίνεται τον ελληνικό λαό, και συγχρόνως να επιβάλλουν όλες τις δομικές αλλαγές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που τα κόμματα εξουσίας τόσα χρόνια ανέβαλαν (για να αποφύγουν το τεράστιο πολιτικό κόστος), και όταν πεισθούν ότι η κοινωνική αναταραχή πρόκειται να θέσει σε κίνδυνο ολόκληρο το σύστημα εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας που στήθηκε μεταπολεμικά, τότε, θα προχωρήσουν και στην άτυπη (μερική) χρεοκοπία μέσω της επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους. Φυσικά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, τυχόν επαναδιαπραγμάτευση του χρέους δεν πρόκειται να επηρεάσει στο παραμικρό τις «διαρθρωτικές» αλλαγές που ήδη επέβαλαν, καθώς και το πετσόκομμα δαπανών κ.λπ. Εάν, επομένως, δεν ανατραπεί η κυβέρνηση των δοσιλόγων που κυβερνά ως κοινοβουλευτική χούντα, μαζί με το Μνημόνιο και όλα τα άλλα μέτρα που επέβαλε η τρόικα, το τίμημα που θα πληρώσουν ιδιαίτερα τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα (οι εργάτες, οι μισθωτοί, οι υποαπασχολούμενοι και οι συνταξιούχοι) τα προσεχή χρόνια, θα είναι πολύ ακριβό.

 

Ας δούμε, όμως, συνοπτικά γιατί η σημερινή, ουσιαστική, χρεοκοπία είναι σαφώς συστημικό πρόβλημα που δεν αναφέρεται μόνο στην σημερινή παγκόσμια κρίση, ούτε είναι απλώς «πολιτικό» θέμα που το δημιούργησε η Νέα Δημοκρατία, όπως το περιέγραψε ο σοβαροφανής Υπουργός Οικονομικών, «ξεχνώντας» τον ρόλο του κόμματός του στη δημιουργία της σωρευτικής διαδικασίας που μας οδήγησε στη σημερινή κατάσταση! Στην πραγματικότητα, δηλαδή, τόσο το εξωτερικό όσο και το δημόσιο χρέος άρχισαν να εκρήγνυνται αμέσως με την ένταξή μας στην ΕΟΚ τη δεκαετία του 1980, που συνέπεσε με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.[3] Όπως είδαμε στο Πρώτο Μέρος, η μεν έκρηξη στο εξωτερικό χρέος οφειλόταν στο γεγονός ότι οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ στη χώρα μας, αφήνοντας ουσιαστικά την όλη αναπτυξιακή διαδικασία στις δυνάμεις της αγοράς, δημιούργησαν το παράδοξο μιας «καταναλωτικής κοινωνίας χωρίς παραγωγική βάση», με αποτέλεσμα να καταναλώνουμε πολύ περισσότερα από ό,τι παράγουμε και, αντίστοιχα, να εισάγουμε πολλαπλάσια από ό,τι εξάγουμε. Η δε έκρηξη του δημοσίου χρέους οφειλόταν στο γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ, τη δεκαετία του 1980, θέλησε να συνδυάσει την καταναλωτική αυτή κοινωνία με ένα υποτυπώδες κοινωνικό κράτος με «ξένα κόλλυβα». Δηλαδή, όχι φορολογώντας άγρια τα σκανδαλωδώς φοροδιαφεύγοντα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα (στα οποία ανήκαν και πολλοί υποστηρικτές του), μέσα από μια ανακατανομή εισοδήματος (την οποία σαν «σοσιαλιστικό» κόμμα ευαγγελιζόταν), αλλά με την εύκολη λύση του συσσωρευόμενου δανεισμού. Και, βέβαια, την εξυπηρέτηση των δανείων, σε όρους συνεχώς διογκούμενων τοκοχρεωλύσιων, τελικά, πλήρωναν πάλι κυρίως τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα που δεν διέθεταν την πολυτέλεια της φοροδιαφυγής!

 

Έτσι, το δημόσιο χρέος μέσα σε 10 χρόνια τριπλασιάστηκε, από περίπου 8% του ΑΕΠ το 1979 σε 33% το 1989 και, αντίστοιχα, το συνολικό εξωτερικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) από 13% σε 38%. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν από ένα μέσον όρο 28,6% του ΑΕΠ στη δεκαετία του 1970, σε 44,3% στη δεκαετία του 1980, και ότι πάνω από το ένα τρίτο αυτής της αύξησης των δαπανών οφειλόταν στην τεράστια αύξηση των πληρωμών για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους, αφού μόνο οι πληρωμές για τόκους τριπλασιάστηκαν σαν ποσοστό του ΑΕΠ.[4] Σήμερα, σύμφωνα με την Deutsche Bank, το δημόσιο χρέος είναι περίπου 135% του ΑΕΠ και το συνολικό εξωτερικό χρέος 150%![5] Έτσι, ακόμη και με τους υπολογισμούς του Προϋπολογισμού 2009 το ένα τέταρτο των συνολικών εσόδων θα εδαπανώντο για την πληρωμή τόκων. Δηλαδή, πάνω από το 5% του ΑΕΠ (που είναι σχεδόν διπλάσιο του ποσοστού της δεκαετίας του ’80) θα εδαπανάτο για τόκους ώστε να μπορούμε να συνεχίσουμε τον παραπέρα δανεισμό μας!

 

Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι τα δάνεια αυτά ωφέλησαν την παραγωγή, αφού χρησιμοποιήθηκαν καθαρά για καταναλωτικούς σκοπούς, όπως φανερώνει το γεγονός ότι την ίδια περίοδο ολοκληρώθηκε και η ουσιαστική αποδιάρθρωση του μεταποιητικού και αγροτικού τόμεα, την οποία υποδηλώνει και το διογκούμενο έλλειμμα στο Εμπορικό Ισοζύγιο, σαν συνέπεια της ένταξής μας στην ΕΟΚ και αργότερα στην ΟΝΕ, που έκανε ακόμη λιγότερο ανταγωνιστικά τα ελληνικά προϊόντα, αφού υπολογίζεται ότι από την αρχή της δεκαετίας μέχρι σήμερα έχει ακριβύνει το νόμισμά μας (δηλαδή το ευρώ) κατά 20%.[6] Ούτε, βέβαια, από τα δάνεια αυτά ωφελήθηκαν βασικά οι πολίτες, και ιδιαίτερα τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα, που όμως ουσιαστικά σηκώνουν το βάρος αυτών των χρεών, δεδομένου ότι οι έμμεσοι φόροι κτυπούν κατ’ εξοχήν τα στρώματα αυτά, ενώ συγχρόνως είναι και οι μόνοι πολίτες που πληρώνουν κανονικά τους φόρους τους. Έτσι, το ποσοστό του ΑΕΠ που καλυπτόταν από τις δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση και την υγεία, ακόμη και το 1988, μετά από χρόνια «σοσιαλιστικής» διακυβέρνησης, ήταν μόλις το 50% του αντίστοιχου των ευρωπαϊκών χωρών του ΟΟΣΑ[7], ενώ σήμερα το ποσοστό αυτό είναι ακόμη το 66% αυτού στην ΕΕ αφού στο μεταξύ τετραπλασιάσαμε το δημόσιο χρέος![8] Και, φυσικά, η κατανομή εισοδήματος χειροτέρευσε ακόμη και με τα επίσημα στοιχεία, με αποτέλεσμα το 20% των φτωχότερων να εισπράττει σήμερα λιγότερο από το 7% του εισοδήματος, ενώ το 20% των πλουσιότερων να εισπράττει σχεδόν το 42% και η ανισοκατανομή στην Ελλάδα να είναι σημαντικά μεγαλύτερη ακόμη και από τον μέσο όρο της ΕΕ, όπως είδαμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο.[9]

 

Όλα αυτά σημαίνουν ότι η μεν ένταξη της χώρας στην ΕΕ έφερε, όπως ακριβώς προέβλεπα ήδη από τη δεκαετία του 1980, την αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της χώρας που συγκάλυπταν οι επιχορηγήσεις, ενώ η ένταξη στην ΟΝΕ ολοκλήρωσε τη διαδικασία αυτή, που τη συγκάλυπταν οι δυνατότητες ακόμη μεγαλύτερου δανεισμού που δημιούργησε το ευρώ. Ήταν λοιπόν θέμα χρόνου να σκάσει η «φούσκα» της ανάπτυξης και την αφορμή έδωσε η παγκόσμια κρίση που εξανάγκασε τους πιστωτές να γίνουν πιο φειδωλοί, ιδιαίτερα σε χώρες με μεγάλα διαρθρωτικά ελλείμματα όπως η Ελλάδα. Τα υπόλοιπα ήταν θέμα δυναμικής των αγορών. Παρόλα αυτά, ακόμη και αυτήν την τελευταία στιγμή, υπήρχαν τρόποι να εξαναγκαστούν να πληρώσουν το χρέος οι οικονομικές ελίτ και τα προνομιούχα στρώματα που κυρίως ωφελήθηκαν από αυτό. Όμως, αυτό προϋπέθετε την εκούσια και μονομερή έξοδο από την ΟΝΕ αλλα και την ΕΕ που θα επετρεπαν την επανεισαγωγή και υποτίμηση της δραχμής, την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους και αυστηρούς περιορισμούς στη κίνηση κεφαλαίου, που θα έκαναν περιττά τα ληστρικά μέτρα ενάντια στα λαϊκά στρώματα, ενώ συγχρόνως θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη στο μέλλον μιας νέας αυτοδύναμης οικονομικής δομής. Αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο, οι πολιτικές μας ελίτ προτίμησαν να υπηρετήσουν τα συμφέροντα των ντόπιων και ξένων οικονομικών ελίτ. Η συνέπεια, όπως άλλωστε έχουν προβλέψει και σημαντικοί (αστοί) διεθνείς οικονομολόγοι[10] και αναλυτές,[11] είναι ότι η χώρα, τελικά, μπορεί να μην αποφύγει την τυπική χρεοκοπία (που δεν αποκλείεται να συνδυαστεί με εξαναγκασμό μας για προσωρινή έξοδο από την ΟΝΕ) ―πράγμα που σημαίνει ότι τα ληστρικά μέτρα όχι μόνο θα παραμείνουν, αλλά και θα γίνουν ληστρικότερα, ενώ συγχρόνως θα παγιωθεί η κατάσταση της χώρας ως προτεκτοράτου...

 

Οι στόχοι των ληστρικών μέτρων της τρόικας

 

Οι αρχικές δεσμεύσεις που ανέλαβε η κυβέρνηση στις Βρυξέλλες, με την απειλή, αν δεν τις εφαρμόσει, να σταματήσουν τα φτηνά δάνεια στις Ελληνικές Τράπεζες που δάνειζαν με τη σειρά τους το δημόσιο (με το αζημίωτο βέβαια!) και να ακολουθήσουν χειρότερα μέτρα, ακόμη και βαριά πρόστιμα, και ενώ, βέβαια, ο κατευθείαν δανεισμός του Δημοσίου στις αγορές ήταν πια αδύνατος με τα κερδοσκοπικά επιτόκια που απαιτούσαν οι πιστωτές, απλά σήμαιναν τα εξής:

  • ακόμη μεγαλύτερη συμπίεση μισθών, ημερομισθίων και συνταξιοδοτικών δαπανών (ασφαλιστικό),

  • ελαστικότερες σχέσεις εργασίας (δηλαδή αύξηση της μερικής και περιστασιακής απασχόλησης),

  • μεγαλύτερη ανεργία (ως συνέπεια του παγώματος των προσλήψεων, των παραπέρα ιδιωτικοποιήσεων κ.λπ.),

  • συμπίεση κοινωνικών δαπανών για κοινωνική προστασία και περίθαλψη,

  • «νοικοκύρεμα», δηλαδή χειρότερες υπηρεσίες για όσους δεν μπορούν να πληρώνουν ιδιωτικά σχολεία και κλινικές.

Με άλλα λόγια: ακόμη χειρότερη κατανομή του εισοδήματος, την οποία, βέβαια, βελτίωναν τα επικοινωνιακά τρικ της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ που μόλις εξελέγη υποσχέθηκε αναδιανομή με εφάπαξ επιδόματα «της παρηγοριάς», ενώ συγχρόνως αύξανε το χαράτσωμα των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων με τους έμμεσους φόρους! Και όλα αυτά, μέσα σε ένα μπαράζ «επικοινωνιακού σοσιαλισμού» στον οποίον ειδικεύεται το νέο ΠΑΣΟΚ (με βάση τις οδηγίες των Αμερικάνων ή Αμερικανοσπουδαγμένων συμβούλων του) και, φυσικά, καταστολής, για την περίπτωση όπου δεν αρκούσε ο επικοινωνιακός λόγος και απαιτείτο ράβδος...

 

Tα μέτρα, βέβαια, αυτά δεν αποτελούσαν «κεραυνό εν αιθρία», ούτε κάτι καινούριο. Τα συγκεκριμένα μέτρα, όπως και όσα θα επακολουθούσαν, συνιστούσαν απλά την αποκορύφωση των μέτρων που είχαν υιοθετήσει οι «εκσυγχρονιστικές» κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ την προηγούμενη δεκαετία και συνέχισαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ την παρούσα δεκαετία. Και είναι ―με ελάχιστες πιθανές διαφοροποιήσεις― ακριβώς τα ίδια μέτρα που θα υιοθετούσε οποιαδήποτε κυβέρνηση λειτουργούσε στο ίδιο θεσμικό πλαίσιο. Δηλαδή, το πλαίσιο που επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση σε όλες τις χώρες που είναι ενσωματωμένες στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Το γεγονός ότι η παραγωγική δομή της χώρας αποδιαρθρώνεται κάθε χρόνο και περισσότερο μετά την ένταξή της στην ΕΟΚ/ΕΕ, η οποία σηματοδότησε την πλήρη ένταξή της στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, δεν αλλάζει στο παραμικρό τα μέτρα που έχει στη διάθεσή της η πολιτική και οικονομική ελίτ για να αντιμετωπίσει τη μακροχρόνια κρίση που φανερώνει η συνεχής επιδείνωση του Εμπορικού Ισοζυγίου και των δημοσίων ελλειμμάτων, όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια.

 

Επομένως, εφόσον ο τελικός στόχος, στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, είναι μια εξωστρεφής «ανάπτυξη» που στηρίζεται βασικά στην εξωτερική αντί για την εσωτερική αγορά, τόσο οι ενδιάμεσοι στόχοι όσο και τα μέσα για την επίτευξή τους είναι επίσης δεδομένα. Οι ενδιάμεσοι στόχοι αφορούν στη βελτίωση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, η οποία είναι απαραίτητη ακόμη και για την επιβίωση μέσα στον ανελέητο διεθνή ανταγωνισμό. Δεδομένου, όμως, ότι η βελτίωση αυτή, στην οικονομία της αγοράς, εξαρτάται καθοριστικά από τις επενδυτικές αποφάσεις των ιδιωτικών επιχειρήσεων ―εφόσον ο οικονομικός ρόλος του δημοσίου τομέα περιορίζεται πια στην δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για την προώθηση του ιδιωτικού― τα μέσα είναι επίσης προκαθορισμένα. Είναι τα μέτρα που εξετάσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια και βλέπουμε όλα αυτά τα χρόνια να εφαρμόζονται από τα κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα (αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο), δηλαδή:

  • Η συρρίκνωση του δημοσίου τομέα μέσω των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων και της δραστικής μείωσης των δημοσίων επενδύσεων.

  • Το πετσόκομμα του κοινωνικού κράτους (όταν υπάρχει), ή η μη ανάπτυξή του (όταν είναι υποτυπώδες ―Ελληνική περίπτωση), και η παράλληλη αύξηση των έμμεσων φόρων που πλήττουν κυρίως τα κατώτερα στρώματα (αυξήσεις ΦΠΑ, καταναλωτικών φόρων κ.λπ.).

  • Η παραπέρα μείωση του φορολογικού βάρους των ιδιωτικών επιχειρήσεων (π.χ. η μείωση κατά 40% της φορολογίας των πλοίων, η σταδιακή μείωση κατά 10 μονάδες του φορολογικού συντελεστού των κερδών επιχειρήσεων κ.λπ.).

  • Ο δραστικός περιορισμός της «προοδευτικότητας» του φόρου εισοδήματος (που ωφελεί τα προνομιούχα στρώματα) μέσω της μείωσης των ανωτάτων φορολογικών συντελεστών που στην Ελλαδα, ―ήδη πριν τη κρίση― είχαν κατεβεί στο 40%, όταν ακόμη άλλες χώρες της Ευρωζώνης είχαν συντελεστές που ξεπερνούσαν το 60% (Δανία) ή έφθαναν το 50% (Αυστρία, Βέλγιο, Ολλανδία) και όταν ακόμη και άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου είχαν ανώτερο συντελεστή (43%)![12] Το πρόβλημα επομένως στην Ελλάδα με τα δημόσια έσοδα δεν προκαλείται μόνο από τη φοροδιαφυγή των προνομιούχων στρωμάτων, αλλά και από τη νόμιμη φοροαπαλλαγή τους από τα κόμματα εξουσίας.

  • Το άνοιγμα και «απελευθέρωση» όλων των αγορών, ώστε να μπορούν οι πολυεθνικές κυριολεκτικά να αλωνίζουν κάθε αγορά με τις οικονομίες κλίμακας και τα συνακόλουθα οικονομικά πλεονεκτήματα που απολαμβάνουν κ.λπ.

Έτσι, τα ίδια μέτρα ―και στην πιο βάρβαρη μορφή τους που δεν έχει δει καμμιά άλλη Ευρωπαϊκή χώρα― εφαρμόζονται σήμερα στην Ελλάδα παρά το γεγονός ότι, όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, η ιστορική διόγκωση του δημοσίου τομέα δεν οφειλόταν στη συνεχή εξάπλωση του κοινωνικού κράτους, όπως στις χώρες του κέντρου, αλλά στην ανικανότητα του ιδιωτικού τομέα να δημιουργήσει μια ανταγωνιστική παραγωγική δομή με υψηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα, όπως στις άλλες χώρες της περιφέρειας και ημιπεριφέρειας. Αυτό, άλλωστε, έμμεσα παραδεχόταν και μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος όταν παρατηρούσε ότι «η μη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα αντανακλούσε το χαμηλό ποσοστό των επενδύσεων: κατά την περίοδο 1980-1994 η μέση ετήσια αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα ήταν -2,2%»[13]. Το αποτέλεσμα, αναπόφευκτα, ήταν η επέκταση του δημοσίου τομέα, ο οποίος λειτουργούσε ως ασφαλιστική δικλείδα για την απορρόφηση της συνακόλουθης ανεργίας.

 

Η «ανάπτυξη», επομένως, που ισχυρίζεται ο αρχηγός της Χούντας ότι θα ακολουθήσει τη μαζική ανεργία και φτώχεια που θα φέρουν τα μέτρα της τρόικας, εφόσον θεμελιώνεται στην εξωστρέφεια, αναγκαστικά θα βασίζεται στην μαζική επέκταση των ξένων άμεσων επενδύσεων, κατά το Ιρλανδικό πρότυπο. Φυσικά, το γεγονός ότι, ακόμη και όταν το «Ιρλανδικό θαύμα» μεσουρανούσε η Ιρλανδία ήταν η δεύτερη πιο άνιση χώρα στη Δύση μετά τις ΗΠΑ, ενώ η φτώχεια κάλπαζε, δεν απασχολούσε τους υποστηρικτές του[14]. Σήμερα, βέβαια, έχει σκάσει προ πολλού και η Ιρλανδική «φούσκα», η δε κυβέρνησή της εφαρμόζει παρόμοια μέτρα με αυτά που επιβάλλει σε εμάς η τρόικα (αν και όχι ίδιας βαρβαρότητας)! Όμως, οι ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα έχουν ουσιαστικά εξαφανιστεί, ακόμη και στη περίοδο της «εκσυγχρονιστικής» διακυνερνησης της τελευταίας δεκαετίας ―εκτός από τις εξαγορές των ολίγων βιώσιμων ελληνικών επιχειρήσεων (π.χ. Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, Παπαστράτος), ενώ παρατηρείται και μετατόπιση ξένου και ντόπιου κεφαλαίου από την Ελλάδα προς τους γειτονικούς επενδυτικούς «παραδείσους» του πάμφθηνου εργατικού κόστους (Palco κ.λπ.). Ο μόνος τομέας όπου ευδοκιμούν οι ξένες επενδύσεις (πέρα από τις κερδοσκοπικές) είναι αυτός του … λιανεμπορίου, όπου η (βασικά καταναλωτική) Ελλάδα αποτελεί έναν από τους κύριους προορισμούς των μεγάλων αλυσίδων![15] Πράγμα, βέβαια, καθόλου περίεργο αφού συνεχώς διευρύνεται ο αριθμός και των Ελληνικών επιχειρήσεων που στρέφονται από τις εξαγωγές στις εισαγωγές προκειμένου να αυξήσουν το περιθώριο κέρδους.[16]

 

Η επικοινωνιακή μυθολογία για την κρίση

 

Οι ντόπιες και ξένες πολιτικές ελίτ ξεκίνησαν ήδη από την αρχή του 2010, όταν υποτίθεται «διαπίστωσαν» το μέγεθος της ουσιαστικής χρεοκοπίας (γεγονός, βέβαια, που ήταν γνωστό σε αυτές όλα αυτά τα χρόνια αφού οι ίδιες τη χρηματοδοτούσαν και την ενίσχυαν!), μια γιγαντιαία επικοινωνιακή εκστρατεία, με όργανο τη κοινοβουλευτική Χούντα που παρίστανε την «κυβέρνηση», για να πείσει τα συνήθη θύματα (μισθωτούς, συνταξιούχους κ.λπ.) καθώς και τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα να πληρώσουν για άλλη μια φορά τη κρίση. Αυτό, βέβαια, δεν σταμάτησε το «ποτάμι της αγανάκτησης» να ξεχυθεί στους δρόμους μπροστά στον εμπαιγμό των ντόπιων ελίτ, οι οποίες προσπαθούσαν να μεταφέρουν τις επιπτώσεις των μέτρων που επιβάλλει η υπερεθνική ελίτ ―μέσω της ΕΕ― στα λαϊκά στρώματα. Ιδιαίτερα, όταν ήταν πια κοινή πεποίθηση ότι τα ανακοινωθέντα μέτρα δεν επρόκειτο ούτε να συλλάβουν την πελώρια φοροδιαφυγή, ούτε, βέβαια, να αναγκάσουν τον επαναπατρισμό στη χώρα των 5 δις ευρώ που είχαν ήδη φυγαδευθεί στο εξωτερικό από τις ελίτ και τα προνομιούχα στρώματα μέσα στον Γενάρη του 2010 και μόνο, για να προστεθούν στα τουλάχιστον 60 δις ήδη φυγαδευθέντα![17] Όμως, εάν τα κεφάλαια αυτά, καθώς και η ντόπια μεγάλη περιουσία, μπορούσαν να φορολογηθούν με έναν ανάλογο έκτακτο φόρο περιουσίας ―πράγμα που δεν επιτρέπουν φυσικά οι ανοικτές αγορές κεφαλαίου― το περίφημο πρόβλημα του Χρέους θα λυνόταν σχεδόν αστραπιαία, χωρίς να χρειαστεί να επαιτούμε βοήθεια και νέα δάνεια από τις ξένες ελίτ, οι οποίες (με το αζημίωτο βέβαια!) επέβαλαν επαχθείς όρους που θα πληρώνουν και οι επόμενες γενιές για πολλά χρόνια. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι οι ίδιες ελίτ και τα προνομιούχα στρώματα δημιούργησαν το Χρέος, και βασικά ωφελήθηκαν από αυτό, όπως δείχνει λ.χ. η πελώρια αύξηση στην ανισοκατανομή εισοδήματος και πλούτου τα τελευταία ιδιαίτερα 30 περίπου χρόνια.

 

Η επικοινωνιακή μυθολογία για τα αίτια της κρίσης επικεντρωνόταν στους εξής μύθους:

 

Μύθος πρώτος: Τη βασική ευθύνη για την κρίση τη φέρνει η ΝΔ. Αυτός είναι ένας καθαρά κομματικός μύθος του ΠΑΣΟΚ που χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί για εκείνους στη βάση του κόμματος που είναι αρκούντως αφελείς ή ανίδεοι για να πιστεύσουν ότι η κρίση είναι απλά θέμα κάποιας κακής πολιτικής προηγούμενων επαγγελματιών πολιτικών στην εξουσία, και όχι συστημική, όπως προσπάθησα να δείξω στα πρώτα δύο μέρη του βιβλίου αυτού. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι και τα δύο κόμματα εξουσίας (καθώς και τα προ-μεταπολιτευτικά κόμματα εξουσίας από τα οποία προήλθαν, δηλαδή Δεξιά και Κέντρο) ουσιαστικά εφάρμοζαν το ίδιο εξωστρεφές οικονομικό μοντέλο «ανάπτυξης» που οδήγησε στην αναπτυξιακή «φούσκα» που μόλις έσκασε.

 

Μύθος δεύτερος: Την ευθύνη για το ξέσπασμα της κρίσης φέρουν οι κερδοσκόποι. Σύμφωνα με τον δεύτερο αυτό μύθο, που αναπτυσσόταν παράλληλα με τον πρώτο, οι κερδοσκόποι ήταν αυτοί που προκάλεσαν ένα τσουνάμι αρνητικής κερδοσκοπίας σε βάρος των ελληνικών ομολόγων, ή (αν δεχτούμε τις συνωμοσιολογίες), του ευρώ, με στόχο την αποκόμιση κέρδους. Στην πραγματικότητα, όμως, το να κατηγορείς τους κερδοσκόπους γιατί κερδοσκοπούν είναι σαν να κατηγορείς τους στρατιωτικούς γιατί …σκοτώνουν στον πόλεμο. Προφανώς, αυτή είναι η δουλειά τους στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς: να βρίσκουν τους πιο αδύνατους κρίκους στο σύστημα και εκεί να κτυπούν για να κερδοσκοπούν, όπως εξήγησα και παραπάνω σχετικά με τη σύνθεση των κερδοσκόπων και τον τρόπο λειτουργίας τους.

 

Μύθος τρίτος: Είναι υπερβολή ότι η Ελλάδα βρίσκεται στα πρόθυρα χρεοκοπίας. Αυτό δήθεν «απέδειξε» η υπερκάλυψη του δανείου που επιχείρησε η κυβέρνηση στην αρχή της κρίσης ―μύθο που υποστήριξε αρχικά η κυβερνητική προπαγάνδα για να την ακολουθήσει κατόπιν σύμπασα η ρεφορμιστική Αριστερά και οι οικονομολόγοι της, αλλά και… τμήμα της αντισυστημικής Αριστεράς! Στην πραγματικότητα όμως, όπως ήδη είδαμε, η Ελλάδα πράγματι βρίσκεται σε ουσιαστική χρεοκοπία και ο μόνος λόγος που δεν φθάσαμε ακόμα στην τυπική χρεοκοπία είναι διότι δεν συμφέρει στο Διευθυντήριο της Ε.Ε., ούτε πολιτικά αλλά ούτε και οικονομικά, να επιτρέψει παρόμοια εξέλιξη, τουλάχιστον σε αυτό το σταδιο. Αυτό, όμως, είναι ένα «εξωγενές» γεγονός που δεν αμφισβητεί ότι η Ελλάδα πράγματι είναι ο αδύνατος κρίκος, παρά τις επιχειρούμενες αλχημείες των αριθμών. Μολονότι ούτε το δημόσιο χρέος, ούτε το δημοσιονομικό έλλειμμα, σε σχέση με το ΑΕΠ, είναι από μόνα τους, τα υψηλότερα στην Ευρωζώνη, καμιά άλλη χώρα σε αυτή δεν παρουσιάζει παρόμοιο συνδυασμό υψηλών μεγεθών (113% και 12,7% αντίστοιχα),[18] ούτε είναι αναγκασμένη μέσα σε μόλις πέντε χρόνια να ξεπληρώσει ή να αναχρηματοδοτήσει τα 150 από τα 300 δις. ευρώ που φθάσαμε να χρωστάμε σήμερα (κυρίως σε Γερμανούς και Γάλλους τραπεζίτες), και ήδη να δαπανά πάνω από τα μισά συνολικά δημόσια έσοδα στην πληρωμή τοκοχρεωλύσιων![19] Τέλος, όσον αφορά στα πανηγύρια για την υπερκάλυψη του αρχικού δανείου, οποιαδήποτε κυρίαρχη χώρα της Ευρωζώνης θα μπορούσε εύκολα να προβεί σε ανάλογο δανεισμό, ιδιαίτερα όταν αναγκάζεται, όπως η Ελλάδα, να δανείζεται με επταπλάσιο κόστος απ' ό,τι οποιαδήποτε τράπεζα της ΕΕ, ενώ οι δανειστές δεν αντιμετωπίζουν κανέναν κίνδυνο να χάσουν τα λεφτά τους, αφού ξέρουν ότι μια χώρα-μέλος της ΕΕ δεν πρόκειται, βέβαια, ποτέ να κάνει … αναγκαστική απαλλοτρίωση του χρέους αλλά, τελικά, θα αναγκαστεί να το ξεπληρώσει πλήρως ή τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος του!

 

Μύθος τέταρτος: Η ΕΕ ευθύνεται γιατί δεν διαθέτει μηχανισμό αποτροπής πλεονασμάτων/ελλειμμάτων. Έτσι, σύμφωνα με τη σχετική μυθολογία, η ΕΕ δεν έδειξε την απαραίτητη «αλληλεγγύη» έναντι κράτους-μέλους, π.χ. εγκαθιδρύοντας και μια δημοσιονομική ένωση παράλληλα με τη νομισματική. Ακόμη, όπως τονίζουν ρεφορμιστές οικονομολόγοι της ρεφορμιστικής Αριστεράς[20] (που παίρνουν, βέβαια, δεδομένο ολόκληρο το θεσμικό πλαίσιο και επικρίνουν όχι την ίδια την ένταξή μας στην ΕΕ, αλλά απλά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Γερμανική ελίτ), χάρη στην πολιτική του «σκληρού ευρώ» ―η οποία, όπως είδαμε, βασίζεται στη συμπίεση του εργασιακού κόστους― αυξάνεται η ανταγωνιστικότητα των Γερμανικών προϊόντων και, επομένως,το πλεόνασμα στο Γερμανικό Ισοζύγιο Πληρωμών. Αντίστροφα, η ταχύτερη αύξηση του εργασιακού κόστους, σε χώρες σαν την Ελλάδα, οδηγεί σε μείωση της ανταγωνιστικότητάς τους και συνακόλουθη αύξηση του ελλείμματος στο Ισοζύγιο, η οποία τελικά καταλήγει σε αύξηση του δημοσίου χρέους για να χρηματοδοτηθεί η «ανάπτυξη» που απολαμβάνουν. Και, πράγματι, είναι αλήθεια ότι η Γερμανία, ξεκινώντας με ένα έλλειμμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών 1% του ΑΕΠ το 2000, έφθασε να έχει ένα πελώριο πλεόνασμα 7% στο ΑΕΠ σήμερα, ενώ, αντίστροφα, στην ίδια περίοδο δημιουργήθηκαν πελώρια ελλείμματα στον Ευρωπαϊκό Νότο: η Ελλάδα διπλασίασε το αντίστοιχο ποσοστό του ελλείμματος στο ΑΕΠ της στην ίδια περίοδο (από 8% σε 16%), η Ισπανία σχεδόν το τριπλασίασε (από 3% σε 11%) κ.λπ.[21] Είναι, επίσης, αλήθεια ότι το εργασιακό κόστος στον Ευρωπαϊκό Νότο αυξήθηκε ταχύτερα από ό,τι στον Βορρά την ίδια περίοδο, με τον Ελληνικό κατώτατο μισθό των 450 ευρώ να έχει φθάσει τα 740 ευρώ το 2000,[22] αλλά εκείνο που «ξεχνούν» παρόμοιες αναλύσεις είναι ότι οι μισθοί στον Νότο ήταν και είναι ιστορικά σχεδόν οι μισοί αυτών στον Βορρά, και ότι μια πραγματική σύγκλιση (την οποία υποτίθεται επιδιώκει η ΕΕ), θα έφερνε ακόμη μεγαλύτερες διαφορές στην ανταγωνιστικότητα, τις οποίες καμιά μεταβίβαση πόρων από ένα κεντρικό δημόσιο ταμείο δεν θα κάλυπτε, όπως άλλωστε συμβαίνει με τον Νότο (π.χ. μεταξύ Ιταλικού Βορρά και Νότου)! Και αυτό, διότι όπως δείχνει τόσο η θεωρία όσο και η ιστορική εμπειρία, σε μια οικονομική ένωση ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών, όπου είναι ενσωματωμένες άνισες οικονομικά περιοχές ή χώρες, ωφελούνται κυρίως οι πλούσιες περιοχές/χώρες (που έχουν αναπτύξει ιστορικά υψηλή παραγωγικότητα και τεχνολογία) και, σε ταξικό επίπεδο, τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα (που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς). Η παραγωγικότητα της Ελλάδας στη μεταποίηση, για παράδειγμα, ήταν περίπου το 42% της Γερμανικής την περίοδο 1980-84. Μετά σχεδόν 20 χρόνια ένταξης, την περίοδο 1995-99, ήταν ακόμη 38%[23] και, παρά την αύξησή της στην παρούσα δεκαετία, που ήταν ταχύτερη από πολλές χώρες της Ευρωζώνης, ακόμη υστερεί σημαντικά αυτής των μητροπολιτικών κέντρων, όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι καμιά από τις καπιταλιστικές χώρες που σήμερα υπερασπίζονται την ελευθερία των αγορών δεν πέτυχε την δική της «ανάπτυξη» σε παρόμοιο καθεστώς, όπως αυτό που επιβάλλει η ΕΕ και η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς γενικότερα.

 

Μύθος πέμπτος: Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, εάν δεν θέλουμε να καταστραφεί η «χώρα» μας και η οικονομία της. Εδώ πρόκειται για τον μύθο του μονόδρομου, τον οποίο χρησιμοποιεί όχι μόνο η ξένη και η ντόπια ελίτ, αλλά και όλη η «φιλευρωπαϊκή» ρεφορμιστική Αριστερά (ακόμη και η Μαρξογενής!) για να δικαιολογήσουν τα λητρικά μέτρα. Στο επόμενο κεφάλαιο θα ασχοληθώ λεπτομερώς με τον κρίσιμο αυτό μύθο και την πραγματικά εναλλακτική λύση σε αυτά τα μέτρα.

 

Τα παραπάνω κάνουν φανερή την επιτακτική ανάγκη η αντισυστημική Αριστερά στην χώρα μας, και στον Ευρωπαϊκό Νότο γενικότερα, να θέσει άμεσο θέμα εξόδου από την ΕΕ «των αγορών και του κεφαλαίου», η οποία παγιώνει, πέρα από την ιεραρχική ετερονομία, και μια θεσμική ετερονομία και ανισότητα σε σχέση με τον Ευρωπαϊκό Βορρά, καταδικάζοντας τα λαϊκά στρώματα σε μακροπρόθεσμη ανεργία και φτώχεια, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας «ανάπτυξης» που τελικά οδηγεί στην «Λατιναμερικανοποίηση» του Νότου.

 

Η Λατιναμερικανοποίηση της Ελλάδος μέσα στην ΕΕ και ο μεταπολεμικός κύκλος ενός προτεκτοράτου

 

Ο κοινοβουλευτικός λόχος του ΠΑΣΟΚ προχώρησε αδίστακτα τον Μάη του 2010 στην κατεπείγουσα ―σχεδόν «εν νυκτί»― υπερψήφιση των ολοκληρωμένων ληστρικών μέτρων που επέβαλαν οι ξένες και ντόπιες ελίτ, μέσα από ένα όργιο παραπλανητικής προπαγάνδας για την ανάγκη δήθεν σωτηρίας της «πατρίδας» που κινδυνεύει ―δηλαδή, των ελίτ και των προνομιούχων στρωμάτων, καθώς και του συστήματος που τα εξέθρεψε! Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η τυπική πια μετατροπή της Ελλάδος σε προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ υπερψηφίστηκε απο τους «σοσιαλιστές» βουλευτές, με τρεις μόνο αρνήσεις οι οποίες τιμωρήθηκαν άμεσα από τον αρχηγό της κοινοβουλευτικής Χούντας με διαγραφή, ώστε να ξέρει κάθε αρχολίπαρος επαγγελματίας πολιτικός ότι κινδυνεύει να χάσει το οικονομικό και κοινωνικό στάτους του, που με τόσο κόπο απέκτησε, αν δεν ακολουθεί τυφλά τις εντολές των ελίτ!

 

Συγχρόνως, κάποιες γνήσιες δημοσκοπήσεις που άρχισαν να βγαίνουν στο φως εδείχναν συντριπτική καταδίκη των μέτρων και η κυβέρνηση άρχισε να καταφεύγει στην βία για να τα επιβάλλει. Όμως, η κυβέρνηση σαφώς επέβαλε μέτρα που κτυπούσαν κατά πρωτοφανή τρόπο τα λαϊκά στρώματα, χωρίς την παραμικρή λαϊκή έγκριση, εφόσον το κυβερνών κόμμα συνειδητά εξαπάτησε τον λαό για να κερδίσει τις εκλογές, όπως είχα καταγγείλει προεκλογικά. Όπως έγραφα τότε[24]:

«Η Ελλάδα, στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών της ΟΝΕ ―αντίθετα με τις ανοησίες του ΠΑΣΟΚ και της ρεφορμιστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, Οικολόγοι-Πράσινοι κ.ά.)― δεν μπορεί να βγει από την κρίση με την τόνωση της ζήτησης και την «πράσινη ανάπτυξη». Κανένα «νοικοκύρεμα» (παλιό Θατσερικό σλόγκαν που σημαίνει πετσόκομμα δημοσίων δαπανών) και «πάταξη της φοροδιαφυγής» (μόνιμο σλόγκαν των δικών μας ελίτ) δεν επαρκεί για τη σημαντική τόνωση της ζήτησης. Ο μόνος, επομένως, τρόπος για τη χρηματοδότηση παρόμοιας πολιτικής είναι ο παραπέρα δανεισμός, εφόσον τώρα δεν μπορεί να καλυφθεί ούτε με άλλες ιδιωτικοποιήσεις, διότι η ελίτ ήδη ξεπούλησε ό,τι ήταν διαθέσιμο από τη δημόσια περιουσία. Όμως, ο παραπέρα δανεισμός όχι μόνο αντίκειται στην πολιτική της ΟΝΕ, αλλά και, αναπόφευκτα, θα οδηγήσει σε παραπέρα υποβιβασμό της χώρας στις διεθνείς λίστες των δανειοδοτών και επαχθέστερους όρους δανεισμού, αυξάνοντας τη δυναμική του χρέους… Είναι, λοιπόν, φανερό ότι τις ίδιες βασικά πολιτικές, με μικρο-παρεκκλίσεις στα δημοσιονομικά, θα εφαρμόσει οποιοδήποτε κόμμα εκλεγεί, εφόσον ο βασικός στόχος που επιβάλλει η ΟΝΕ είναι η μείωση του δημοσίου χρέους. Η λαϊκή παγίδευση, επομένως, συνίσταται στο γεγονός ότι η «επιλογή» που έχουν τα λαϊκά στρώματα είναι: είτε να εκλέξουν ένα κόμμα (ΝΔ) με νωπή ρητή εντολή να εφαρμόσει τα άγρια μέτρα που θα ακολουθήσουν, είτε να εκλέξουν ένα κόμμα που δεν θα έχει μεν εντολή για παρόμοια μέτρα, αλλά θα επικαλείται τον «σοσιαλιστικό» χαρακτήρα του και τις αποτυχίες της ΝΔ για να επιβάλλει αντίστοιχα μέτρα, με την αποφασιστική βοήθεια των διαπλεκόμενων συνδικαλιστικών ηγεσιών που θα αντιστέκονται μόνο «για την τιμή των όπλων».

Αλλά, όταν ένα κόμμα συνειδητά εξαπατά το εκλογικό σώμα (εφόσον βέβαια η ηγεσία του ήξερε πολύ καλά το μέγεθος της κρίσης προεκλογικά και παρόλα αυτά έκανε ψευδείς υποσχέσεις ότι όχι μόνο δεν θα εφαρμόσει μέτρα λιτότητας, όπως αυτά που τολμούσε και ψέλλιζε η ΝΔ, αλλά ότι θα έκανε και παροχές), ενώ συγχρόνως αγνοεί τα εκατομμύρια των εργαζομένων που απεργούν και τους χιλιάδες που κατεβαίνουν στους δρόμους, τότε βέβαια δεν έχει καμιά σχέση με οποιαδήποτε μορφή «δημοκρατίας». Και όταν η ίδια κυβέρνηση επροκαλείτο δημόσια (από τη στήλη μου στην Ελευθεροτυπία και αργότερα και από δυνάμεις της Αριστεράς) να προχωρήσει σε άμεσο δημοψήφισμα για την έστω εκ των υστέρων έγκριση των μέτρων και το αγνόησε, τότε μόνο μορφή «κοινοβουλευτικής Χούντας»[25] μπορεί να χαρακτηριστεί!

 

Και αυτό, διότι βέβαια είναι φανερό ότι οι δικολαβισμοί του διοικητή του κοινοβουλευτικού λόχου, και αυτών που γράφουν τους λόγους του, ότι ο λαός τον επέλεξε για να κάνει «τομές», στις οποίες αυτός περιλαμβάνει τώρα όλες τις δομικές αλλαγές που δεν εφάρμοσαν ποτέ τα κόμματα εξουσίας, παρά τις πιέσεις της υπερεθνικής ελίτ, μοναδικό στόχο έχουν την παράκαμψη ενός κρίσιμου διλήμματος. Δηλαδή: ή πίστευε πραγματικά ότι ο λαός εγκρίνει τα μέτρα (για τα οποία βέβαια δεν ανακοίνωσε ―εντελώς ανέντιμα― το παραμικρό προεκλογικα, ενώ εγνώριζε πολύ καλά ότι θα τα πάρει,[26] οπότε έπρεπε να προχωρήσει σε άμεσο δημοψήφισμα για να τον επιβεβαιώσει η λαϊκή ετυμηγορία, ή ψευδόταν (πάλι) ασύστολα για να αποφύγει τη λαϊκή καταδίκη ―ακριβώς όπως έκανε και η Ισλανδική ελίτ, μέχρι να αναγκαστεί από τη λαϊκή οργή στη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, με αποτέλεσμα την απόρριψη παρόμοιων μέτρων από το 93% του λαού! Και, φυσικά, αποτελούσε άλλη μια Γκεμπελική διαστρέβλωση της αλήθειας ο ισχυρισμός που επαναλάμβαναν οι ελίτ και τα καλοθρεμμένα παπαγαλάκια τους ότι μετά την απόρριψη των μέτρων θα ακολουθούσε ο ...κατακλυσμός, ενώ άλλοι μας θύμισαν ότι έξοδος από την ΟΝΕ σημαίνει Αργεντινή, «ξεχνώντας» ότι ήδη γινόμαστε...περήφανοι Λατινοαμερικάνοι μέσα στην Ε.Ε., όπως το Μεξικό στη NAFTA!

 

Έτσι, στο οικονομικό επίπεδο, ήδη υπάρχει η υποδομή για να εφαρμοστούν τα μέτρα που θα οδηγήσουν στην πλήρη λατινοαμερικανοποίηση της χώρας, χωρίς να χρειάζεται πια (όπως στο παρελθόν) στρατιωτική χούντα γι’ αυτό (όπως άλλωστε και στην ίδια τη Λατινική Αμερική σήμερα!). Η κοινοβουλευτική Χούντα θα «αποφασίζει και διατάζει» παίρνοντας όλα τα μέτρα που θα επιβάλλουν οι ξένες και ντόπιες ελίτ, με την αποφασιστική βοήθεια του κοινοβουλευτικού λόχου της, των κομματικά ελεγχόμενων συνδικάτων που θα δίνουν «μάχες» για την τιμή των όπλων, των ΜΜΕ και ιδιαίτερα των κρατικών, που ήδη συναγωνίζονται αυτά του…Τσαουσέσκου στην προβολή του «έργου» του περιπλανώμενου «Ηγέτη»[27] και της «ανεξάρτητης δικαιοσύνης» που θα χαρακτηρίζει «παράνομες και καταχρηστικές» τις απεργίες που δεν βολεύουν τις ελίτ, και των σωμάτων καταστολής που θα παίζουν ρόλο εσωτερικής κατοχής, επιβάλλοντας επιτάξεις και συλλαμβάνοντας ως τρομοκράτες ακόμη και διαδηλωτές, σύμφωνα με τις εντολές των ελίτ. Αν λοιπόν κάνουμε τη λογική υπόθεση ότι η κοινοβουλευτική Χούντα του ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να ανατραπεί από μια μαζική αντίσταση τύπου «Ιουλιανών» δύο είναι τα σενάρια για το μέλλον:

 

Στο πρώτο σενάριο, η Ελλάδα θα λατινοαμερικανοποιηθεί πλήρως, πολιτικά και οικονομικά, ενώ η φτώχεια θα μεγαλώνει, καθώς τα άμεσα και έμμεσα (πολλαπλασιαστικά) αποτελέσματα από το πετσόκομμα μισθών και δημοσίων δαπανών θα ενεργούν πάνω στη συνολική ζήτηση. Η ανεργία θα γίνει μαζική, εφόσον ο μεν καταβαραθρωμένος, μετά την ένταξη της χώρας στην ΕΕ/ΟΝΕ, ιδιωτικός παραγωγικός τομέας δεν έχει σχεδόν καμιά δυνατότητα απορρόφησης της ανεργίας, ενώ τώρα θα αδυνατεί να παίζει τον ιστορικό απορροφητικό ρόλο του ακόμη και ο δημόσιος τομέας. Ο συνδυασμός της ανεργίας και φτώχειας, με τα ανισομερή αποτελέσματα που θα έχουν οι έμμεσοι φόροι πάνω στα χαμηλά εισοδήματα, θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε αναγκαστικά ακόμη μεγαλύτερη ανισότητα, στην οποία ήδη είμαστε πρωταθλητές στην ΟΝΕ. Το αποτέλεσμα θα είναι η δημιουργία οάσεων για τους πλουσίους (ξένους και ντόπιους), ανάμεσα στις ερήμους της ανέχειας σε τερατουπόλεις όπως η Αθήνα, όπου παιδικές συμμορίες θα αλληλοσκοτώνονται στους δρόμους για τα ναρκωτικά (εκτός εάν τα νομιμοποιήσει και αυτά η Χούντα με στόχο την πλήρη αδρανοποίηση των νέων), όπως ακριβώς γίνεται σήμερα στο Μεξικό ή την Αργεντινή. Αυτά όλα δεν σημαίνουν, βέβαια, ότι «το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι πολιτικό (που) οφείλεται στους διεφθαρμένους και άχρηστους πολιτικούς, καθώς και στο θεσμικό πλαίσιο που τους αναδεικνύει», όπως υποστηρίζει μια εντελώς αποπροσανατολιστική άποψη του συρμού,[28] η οποία επικαλείται μεν την άμεση δημοκρατία, αλλά δεν θέτει καν θέμα κοινωνικοοικονομικού συστήματος, παγκοσμιοποίησης, ΕΕ κ.λπ.! Ούτε, βέβαια, η έξοδος από τη χρόνια κρίση μπορεί να έλθει με την ανυπακοή, όπως υποστήριζε ο Αμερικανός «αντιεξουσιαστής» Ζινν και κάποιοι εγχώριοι «αντισυστημικοί» που τον ακολουθούν, η οποία, από μόνη της, μπορεί να οδηγήσει σε κάποια «μερεμέτια» στο σύστημα και, το πολύ, σε εύκολα καταπνίξιμες εξεγέρσεις.

 

Αντίθετα, σύμφωνα με το δεύτερο σενάριο, για να ξεπεράσουμε την τωρινή κρίση, αλλά και να βάλουμε τις βάσεις για οριστική έξοδο από τη χρόνια κρίση του ελληνικού συστήματος, πρέπει (όπως θα δούμε πιο συστηματικά στο επόμενο κεφάλαιο) να ξεκινήσει μια διαδικασία αυτο-οργάνωσης που θα κατέληγε σε μια γενική απεργία διαρκείας με στόχο την επιβολή δημοψηφίσματος για τα μέτρα.

 

Αλλά, και στο πολιτικό επίπεδο είναι σαφή τα σημάδια της διαδικασίας λατινοαμερικανοποίησης, ή, σωστότερα, της συμπλήρωσης του κύκλου για τη μετατροπή της χώρας σε προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ. Αντίθετα, δηλαδή, με τη συχνά προβαλλόμενη άποψη στα ΜΜΕ ότι, με την υπαγωγή της Ελλάδας στην τρόικα, η χώρα έκλεισε τον κύκλο που άρχισε με τη μεταπολίτευση, κατά τη γνώμη μου, ο κύκλος που έκλεισε σήμερα άνοιξε πολύ πιο πριν, με το τέλος του εμφυλίου πολέμου, όταν μετά τη συντριβή της Αριστεράς άρχισε η διαδικασία μετατροπής της χώρας σε προτεκτοράτο ―γεγονός που είχε αναγκάσει ακόμη και την «Καθημερινή» να χαρακτηρίσει τη χώρα ως το «αθλιέστερον προτεκτοράτο». Τότε, άρχισε ένας κύκλος όπου η Ελλάδα μετατράπηκε σε ένα σαφές πολιτικό προτεκτοράτο της αμερικανικής ελίτ που είχε αναλάβει την ηγεσία του δυτικού στρατοπέδου, η οποία επέλεγε σε συνεργασία με το Παλάτι, που έπαιζε ρόλο τοποτηρητή της, το πολιτικό προσωπικό που θα ασκούσε κυβερνητική εξουσία. Έτσι, το ημι-ολοκληρωτικό καθεστώς που καθιερώθηκε μετεμφυλιακά διατηρήθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1960, όταν ο πόλεμος μεταξύ των εκπροσώπων της πολιτικής ελίτ, εξαιτίας της αναφανδόν στήριξης από το κατεστημένο της Δεξιάς σε βάρος του Κέντρου, οδήγησε στον Ανένδοτο, την πτώση της Δεξιάς, αλλά και στις πρώτες ρωγμές στο πολιτικό προτεκτοράτο που δημιουργούσε η δυναμική του πολιτικού και πολιτιστικού κινήματος, το οποίο είχε ξεκινήσει «από κάτω» και οδήγησε στην «Άνοιξη» της δεκαετίας του 60, τα Ιουλιανά, και στη συνέχεια στη συντριβή του κινήματος αυτού από την Χούντα που εγκαθιδρύθηκε με το πράσινο φως της προστάτιδας δύναμης.

 

Αντίθετα όμως με τη δεκαετία του 50, οι διεθνείς και εσωτερικές συνθήκες ήταν ώριμες στη δεκαετία του 70 για να δημιουργηθεί ένα νέο είδος άτυπου προτεκτοράτου που δεν θα χρειαζόταν να στηρίζεται σε στρατιωτικές χούντες, αλλά μόνο (στην ανάγκη ―καλή ώρα!) σε κοινοβουλευτικές Χούντες. Τα οικονομικά και πολιτιστικά θεμέλια αυτού του νέου τύπου προτεκτοράτου τέθηκαν με την Χουντική επταετία, όταν αναδύθηκε μια καταναλωτική κοινωνία που πολιτιστικά διαπνεόταν από το τρίπτυχο «θρησκεία, πατρίδα, οικογένεια». Παράλληλα, οι διεθνείς συνθήκες και, κυρίως, η ανάδυση της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που έφερε η μαζική εξάπλωση ενός νέου φαινομένου, της πολυεθνικής επιχείρησης (που σήμερα ελέγχει την παγκόσμια παραγωγή και το εμπόριο), οδήγησε σε αυτό που ονομάστηκε «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση», όπου ―σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο Αμερικανικής μονοκρατορίας― τόσο η οικονομική όσο και η πολιτική εξουσία διαχέεται σε πολλά κέντρα πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής δύναμης, δηλαδή ―αυτό που ορίσαμε ως «υπερεθνική ελίτ» (κεφ.5).

 

Στον Ευρωπαϊκό χώρο, οι διευθυντικές ελίτ και κυρίως η Γερμανική, με τις συνθήκες Μάαστριχτ και Λισαβόνας, ανέλαβαν τη θεσμοποίηση στην ΕΕ του ανοίγματος και απελευθέρωσης των αγορών που, όπως μπορεί να δειχθεί ακόμη και με την ορθόδοξη οικονομική θεωρία, σε μια οικονομική ένωση ευνοεί τα ισχυρότερα μέλη (από άποψη ανταγωνιστικότητας) σε βάρος των ασθενέστερων. Η δημιουργία της «καταναλωτικής οικονομίας με ξένα κόλυβα» και της συνακόλουθης «αναπτυξιακής φούσκας» δεν χρειαζόταν παρά τον καταλύτη για να σκάσει, δηλαδή την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που θα μετέτρεπε την χώρα και σε τυπικό οικονομικό προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ, με τους Γερμανικούς Φαϊνάνσιαλ Τάιμς να το ομολογούν σχεδόν ρητά.

 

Αναπόφευκτα, η δημιουργία ενός τυπικού οικονομικού προτεκτοράτου θα οδηγούσε και σε ένα άτυπο πολιτικό προτεκτοράτο, αθλιότερο μάλιστα ακόμη και αυτού της δεκαετίας του 50, εφόσον αντίθετα με αυτό, επιβλήθηκε αναίμακτα, μέσω της μετατροπής των περισσότερων πολιτών σε καταναλωτές. Η επιβεβαίωση της μετατροπής της χώρας σε πολιτικό προτεκτοράτο ήλθε με την πρόσδεση της χώρας στην αμερικανο-ισραηλινή «συνεργασία» που φανέρωσε η πρόσκληση από τον αρχηγό της κοινοβουλευτικής μας Χούντας προς ένα εγκληματία πρωθυπουργό που δεν δίστασε πριν λίγους μήνες να βάψει (για πολλοστή φορά) τα χέρια του με το αίμα άοπλων πολιτών και να κάνει πειρατεία σε ελληνικό πλοίο κακοποιώντας Έλληνες υπηκόους. Και αυτό, επειδή τόλμησαν να πλησιάσουν την περιοχή στην οποία οι Σιωνιστές έχουν επιβάλλει εδώ και δύο χρόνια ένα εγκληματικό εμπάργκο που ακόμη και ο ΟΗΕ έχει καταδικάσει ως παράνομο, με στόχο τον στραγγαλισμό του λαού της Γάζας που δεν ψήφισε τον εκλεκτό της υπερεθνικής ελίτ (και του «Γιωργάκη»), αλλά την Χαμάς !

 

Όπως είναι γνωστό, το (εξ ορισμού) ρατσιστικό Σιωνιστικό κράτος, που από την ίδρυσή του έπαιζε τον ρόλο του χωροφύλακα της Δύσης στη Μέση Ανατολή, έχει αναλάβει στην παρούσα δεκαετία τον ρόλο του «υπαρχηγού» των ΗΠΑ στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» στην περιοχή (δηλαδή στον πόλεμο ενάντια σε κάθε αντιστεκόμενο λαό στη Νέα Διεθνή Τάξη που ανέτειλε μετά την άνοδο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και την κατάρρευση του «υπαρκτού») που διεξάγει η υπερεθνική ελίτ υπό τη στρατιωτική ηγεσία της Αμερικανικής. Η Ελληνική πολιτική και οικονομική ελίτ στη μεταπολίτευση, και μέχρι τα μέσα περίπου της παρούσας δεκαετίας, προσπαθούσε να εκμεταλλευθεί την υποστήριξη του ελληνικού λαού προς τους αγωνιζόμενους Αραβικούς λαούς και κυρίως τον Παλαιστινιακό, ώστε να «πουλήσει» φιλία στον Αραβικό κόσμο, τηρώντας κάποιες αποστάσεις από το εγκληματικό Σιωνιστικό κράτος. Άλλωστε ήταν οι Αραβικές χώρες (και όχι το Ισραήλ!) που υποστήριζε τις Ελληνικές θέσεις στον ΟΗΕ στις συχνές προσφυγές για το Κυπριακό, ιδιαίτερα μετά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Από τα μέσα όμως της δεκαετίας αυτής σημειώνεται μια ριζική στροφή στην εξωτερική και αμυντική πολιτική της χώρας που εκδηλώνεται με τη στελέχωση του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων (ΙΑΑ ― το επίσημο think tank του ελληνικού υπουργείου Άμυνας) από Πανεπιστημιακούς «ειδικούς», που στην πραγματικότητα λειτουργούν ως απλοί προπαγανδιστές της στρατηγικής της υπερεθνικής ελίτ, προωθώντας με κάθε μέσο την ανάγκη ενός άξονα Ελλάδας-ΗΠΑ-Ισραήλ και ιδιαίτερα την ανάπτυξη της «ελληνο-αμερικανο-ισραηλινής αμυντικής συνεργασίας». Αποκορύφωση αυτής της στροφής ήταν η κοινή Ελληνο-Ισραηλινή άσκηση «Ένδοξος Σπαρτιάτης» το 2008 που αποτελούσε προσομοίωση μιας αεροπορικής επιδρομής στο Ιράν, την οποία μάθαμε απο τους... «New York Times». Όλα αυτά γεννούν το εύλογο ερώτημα μήπως η Κοινοβουλευτική Χούντα, πέρα από το πελώριο έγκλημα να μετατρέψει την Ελλάδα πάλι σε προτεκτοράτο, τώρα σχεδιάζει μαζί με το εγκληματικό Σιωνιστικό καθεστώς συμμετοχή σε ένα νέο (τον πιο καταστροφικό μέχρι τώρα) πόλεμο ενάντια στο Ιράν[29] ―επειδή η Τουρκική ελίτ δεν έχει καμιά διάθεση να διαπράξει κάτι παρόμοιο.

 

Αλλά πέρα από τη στροφή προς το εγκληματικό Σιωνιστικό κράτος υπάρχουν και άλλα παρόμοια δείγματα της διαδικασιας λατινοαμερικανοποίησης στην οποία εισήλθε η χώρα με την κοινοβουλευτική χούντα του ΠΑΣΟΚ. Όταν για παράδειγμα, ο Αρχηγός της Χούντας περιφερόταν στην Ευρώπη πριν το Μνημόνιο για να «σώσει την πατρίδα» και Γερμανοί δημοσιογράφοι δεν δίστασαν να του επαναλάβουν κατάμουτρα την άκρως προσβλητική ερώτηση αν θα πούλαγε κάποια νησιά για να λυθεί το πρόβλημα του Χρέους, αυτός δεν δίστασε να δώσει μια απάντηση που μόνο ο πρωθυπουργός μιας λατινοαμερικανικής Μπανανίας θα έδινε, ότι δηλαδή «υπάρχουν πιο ευφάνταστοι και αποτελεσματικοί τρόποι αντιμετώπισης του χρέους», και αντιπροτείνοντας αντί να αγοράσουν, να εκμεταλλευθούν οικονομικά τα νησιά! Την ίδια εικόνα κατώτερου έπαρχου της αυτοκρατορίας έδωσε αργότερα στις ΗΠΑ, όταν δήλωνε πλήρη συμπαράσταση στον «αγώνα ενάντια σε κάθε μορφή τυραννίας και καταπίεσης» ―δηλαδή στα μαζικά εγκλήματα των ΗΠΑ σε Ιράκ, Αφγανιστάν κ.λπ.!

 


 

[1] Βλ. π.χ. Wolfgang Münchau, “Europe has resolved nothing over Greece,” The Financial Times (28/3/2010).

[2] Βλ. π.χ. Κ. Βεργόπουλο, «Ο Ασκός του Αιόλου», Ελευθεροτυπία (26/3/2010).

[3] Βλ T. Fotopoulos, “Economic restructuring and the debt problem,” International Review off Applied Economics, Vol. 6, No 1 (1992).

[4] Στο ιδιο, Πιν. 1.

[5] Wolfgang Münchau, “Greece can expect no gifts from Brussels,” The Financial Times (30/11/2009).

[6] The Financial Times (25/11/2009).

[7] OECD, Economic Surveys: Greece (1990).

[8] World Bank, World Development Indicators 2008, Πιν. 2.10 & 2.15.

[9] στο ιδιο, Πιν. 2.8.

[10] Wilhelm Hankel κ.α. “A euro exit is the only way out for Greece,” The Financial Times (25/3/2010).

[11] Wolfgang Münchau, “Greece will default, but not this year,” The Financial Times (4/4/2010).

[12] World Bank, World Development Indicators 2010, Πιν. 5.6.

[13] Ralph Bryant, N. Γκαργκάνας, Γ. Ταβλάς (επιμ.), Greece's economic performance and prospects (Tράπεζα της Eλάδος & Brookings institution, 2001).

[14] Angelique Chrysalis, “Celtic Tiger roars again - but not for the poor, The Guardian (7/10/2004).

[15] Κ. Λάμπρου, «Στο τοπ 10 του λιανεμπορίου», Ελευθεροτυπία (30/04/2004).

[16] Θ. Τσίρου, «Διευρύνεται συνεχώς ο αριθμός των ελληνικών επιχειρήσεων που στρέφονται τελευταία στις εισαγωγές για να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους!», Ελευθεροτυπία (25/07/2004).

[17] Hugh Williamson and Kerin Hope, “Greece set to cut chief executives’ pay,” The Financial Times (9/2/2010).

[18] Πηγή: Fitch; Olivetree securities, The Independent (6/2/2010).

[19] Βλ. Β. Γεωργάς, Ελευθεροτυπία (30/1/2010).

[20] Βλ. P. Arestis & T. Pelagidis, The Guardian (1/2/2010); Κ. Βεργόπουλος, Ελευθεροτυπία (29/1/2010) κ.ά.

[21] World Bank, World Development Indicators 2002 & 2010, Tables 4.15 &1.1.

[22] Χρ. Ιωάννου, «Ονειρο απατηλό έμειναν οι ευρωπαϊκοί μισθοί για τους Έλληνες”, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (17/1/2010).

[23] World Development Indicators 2002, Ταble 2.5.

[24] Βλ. Ανάλυση, «Εκλογές, κρίση και λαϊκή παγίδευση», Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία (26/9/2009).

[25] Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους στο βιβλίο αυτό χρησιμοποιώ μόνο τον όρο «κοινοβουλευτική Χουντα» για να περιγράψω μια καθαρά ημιολοκληρωτική κυβέρνηση, την πρωτη μεταπολιτευτικά.

[26] Αυτό άλλωστε μόλις επιβεβαιώθηκε απο τους πλέον αρμόδιους, τα μέλη της Γερμανικης ελίτ με τους οποίους συναλλασσόταν ο «Γιωργάκης» μεχρι πριν απο μήνες. Ετσι, ο τότε Γερμανός Υπ. Οικονομικών Πέτερ Στάινμπρουκ, σε βιβλίο του που μόλις εκδόθηκε αποκαλυψε οτι ηδη από τον Ιανουάριο του 2009 (εννέα μήνες πριν τις εκλογές!) ήταν ενήμερος ο Γ. Παπανδρέου για την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και για τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν. Peer Steinbrück, Unterm Strich (Σεπτέμβρης, 2010); βλ. και Ελευθεροτυπια (6/10/2010).

[27] Επειδή γα πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση γινεται παρόμοια μαζική προβολή ενος «Ηγέτη», ο οποίος δεν είναι μόνο ίσως ο πιο επικίνδυνος πρωθυπουργός της Μεταπολιτευσης, αλλά και είναι στη θέση αυτή μόνο κληρονομικώ δικαιώματι, ακριβώς όπως και ο Μπους τζούνιορ, αναγκάστηκα να καταφύγω στον όρο «Γιωργάκης» για να εκφράσω όλα αυτά, τώρα που μόνο τα λαϊκά στρώματα τον χρησιμοποιούν υποτιμητικά, ενώ τα ΜΜΕ δεν τολμούν πια (για συμφεροντολογικούς λόγους) να το κάνουν.

[28] Βλ. π.χ. Γιώργος Ν. Οικονόμου, Ελευθεροτυπία (5/3/2010).

[29] βλ. Τ. Φωτόπουλος, «Η ρόζ επανάσταση στο Ιράν, η "Αριστερά" και η εκστρατέια αλλαγής καθεστώτος», περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, αρ. 20-21 (Καλοκαίρι 2009-Χειμώνας 2010).