Ελευθεροτυπία (31 Ιανουαρίου 2009)


Η καταστροφή της γεωργίας και η «εθνική στρατηγική»

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

Τα μπλόκα των αγροτών στους δρόμους, που επαναλαμβάνονται σχεδόν κάθε χρόνο την ίδια εποχή, είναι βέβαια ο μόνος τρόπος άμυνας τους στη συστημική (οικονομική αλλά κάποτε και φυσική) βία που ασκείται εναντίον τους, σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο ενσωμάτωσης της ελληνικής γεωργίας και της οικονομίας γενικότερα στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, η οποία εντάθηκε μετά την ένταξη μας στην Ε.Ο.Κ./Ε.Ε. Γι’ αυτό και όλα τα κόμματα εξουσίας και τα ελεγχόμενα από τις ελίτ Μ.Μ.Ε. στράφηκαν, όπως πάντα, εναντίον των μπλόκων, φροντίζοντας συγχρόνως με κάποιες παροχές να διασπάσουν το μέτωπο τους, ικανοποιώντας κάποια βραχυπρόθεσμα αιτήματα και αφήνοντας στα μπλόκα τους «ταραξίες» μικρομεσαίους που έχουν το θράσος να αγωνίζονται και για τα πιο θεμελιακά, μακροπρόθεσμα, προβλήματα, όπως αυτό της «εθνικής στρατηγικής» για την γεωργία! Από την άλλη μεριά, κόμματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς, όπως ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., τάσσονται «αλληλέγγυα» στον αγώνα των αγροτών, προφανώς για ψηφοθηρικούς και μόνο λόγους εφόσον δεν διανοούνται να θέσουν θέμα εξόδου από την Ε.Ε., η οποία είναι όμως ο κατ’ εξοχήν φορέας της σημερινής παγκοσμιοποίησης στον χώρο μας, που οδήγησε στη καταστροφή της παραγωγικής δομής γενικά και του αγροτικού μας τομέα ειδικότερα.

 

Η πορεία της Ελληνικής γεωργίας σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο είναι μία συνεχής διαδικασία μαρασμού. Αυτό φαίνεται, αρχικά, από το γεγονός της ραγδαίως φθίνουσας αναλογίας του αγροτικού στο εθνικό προϊόν, που από 29% το 1951 έπεσε στο 7% μετά μισό αιώνα, αλλά και από τον αντίστοιχο μαρασμό της αγροτιάς που απασχολούσε σχεδόν τον μισό ενεργό πληθυσμό (47% το 1951) για να μειωθεί στο 1/3 στις αρχές της παρούσας δεκαετίας (16% το 2000-2).[1] Όμως, ενώ ο αγροτικός τομέας μέχρι την ένταξη μας στην Ε.Ο.Κ., το 1981, εξακολουθούσε να απασχολεί το 31% του ενεργού πληθυσμού, (έναντι μέσου ποσοστού 6% στα μητροπολιτικά κέντρα της ΕΟΚ), στην περίοδο μετά την ένταξη σημειώνεται γενικό βάλτωμα της αγροτικής παραγωγής, παρά τις πολυδιαφημισμένες επιδοτήσεις από την Κ.Α.Π. (Κοινή Αγροτική Πολιτική). Έτσι, ο αγροτικός πληθυσμός υπέστη πραγματική καθίζηση μεταξύ 1981 και 2001, αφού το ποσοστό των αγροτών στον συνολικό ενεργό πληθυσμό μειώθηκε  στο μισό. Το ίδιο βέβαια συνέβη και στα μητροπολιτικά κέντρα, αλλά ενώ εκεί μιλάμε για ένα 3% του ενεργού πληθυσμού που έπρεπε να βρει (και βασικά βρήκε) απασχόληση στον επεκτεινόμενο σύγχρονο τομέα των υπηρεσιών, στην Ελλάδα μιλάμε για ένα ποσοστό σχεδόν 16% του πληθυσμού που αναγκάστηκε να στραφεί στις συνήθως αεριτζίδικες «υπηρεσίες». Ακόμη, ενώ η μείωση του αγροτικού πληθυσμού στα μητροπολιτικά κέντρα δεν επηρέασε την αγροτική παραγωγή τους που συνέχισε ν’ αυξάνει με γοργούς ρυθμούς, λόγω της μεγαλύτερης παραγωγικότητας, στην Ελλάδα βάλτωσε. Ενώ δηλαδή ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της αγροτικής παραγωγής στα μητροπολιτικά κέντρα την προηγούμενη εικοσαετία ήταν περίπου 1,5%, το αντίστοιχο ελληνικό ποσοστό ήταν αρνητικό (-0,2%)![2] Και αυτό, ενώ την εικοσαετία πριν την ένταξη (1961-81) η αγροτική παραγωγή μας αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,7%![3] Οι συνέπειες είναι οι αναμενόμενες όσον αφορά το αγροτικό εισόδημα που, σύμφωνα με την  Eurostat, μειώνεται συνεχώς αυτή την δεκαετία, με τον δείκτη του πραγματικού εισοδήματος των αγροτών να είναι σήμερα στο 83,1 (με βάση το 2000=100) ―ενώ μείωση παρουσιάζει γενικότερα και ο Μεσογειακός Νότος (Ιταλία, Πορτογαλία, Κύπρος).[4]

 

Ο μαρασμός αυτός της αγροτικής μας παραγωγής έχει βέβαια καταστροφικές συνέπειες στην οικονομική αυτοδυναμία της χώρας σε σχέση με τον κρίσιμο τομέα διατροφής ―πράγμα που δεν βλέπουν οι κοντόφθαλμοι πολιτικάντηδες των κομμάτων εξουσίας που στρέφουν τους εξίσου κοντόθωρους εμπόρους, διαμετακομιστές κ.λπ. εναντίον των αγροτών και των μπλόκων τους. Το βάλτωμα της γεωργίας μας αντανακλάται και στο αγροτικό ισοζύγιο (εξαγωγές μείον εισαγωγές για τρόφιμα, ποτά, καπνό, βαμβάκι κ.λπ.) που επιδεινώνεται δραματικά μετά την ένταξη στην Ε.Ο.Κ. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι στη γεωργία μας, ακόμη, απασχολείται τετραπλάσιο ποσοστό του ενεργού πληθυσμού σε σχέση με τα μητροπολιτικά κέντρα, τα οποία όμως έχουν συνήθως πλεόνασμα στο αγροτικό τους ισοζύγιο. Έτσι, ενώ στην μεταπολίτευση μέχρι την πλήρη ένταξη μας (1974-80), υπήρχε ένα υγιές πλεόνασμα στο αγροτικό ισοζύγιο που έφθανε κατά μέσο όρο τα 45 εκ. δολ. ετησίως, αμέσως μετά την ένταξη (1981-85) μετατρέπεται  σε σημαντικό ετήσιο έλλειμμα 254 εκ. δολ., για να εκτοξευθεί στα 1860 εκ. δολ. το 1997,[5] ενώ από τότε φαίνεται ότι έχει εκραγεί![6]

 

Τα πραγματικά αίτια της αγροτικής κρίσης δεν ανάγονται βέβαια, όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά (ΣΥΝ, ΑΚΟΑ κ.λπ.) στις «κακές» αγροτικές πολιτικές των κυβερνήσεων του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της Ν.Δ., δηλαδή την κακοδιαχείριση των επιδοτήσεων κ.λπ., αλλά στην «αγοραιοποίηση» της οικονομίας γενικά (δηλ. την βαθμιαία απελευθέρωση των αγορών) και της γεωργίας ειδικότερα, μετά την ένταξη μας στην Ε.Ο.Κ., όπως έδειξα αλλού[7]. Οι επιδοτήσεις επομένως της Κ.Α.Π. στον αγροτικό τομέα, ουσιαστικά, συγκάλυψαν την προϊούσα καταστροφή της παραγωγικής μας δομής δημιουργώντας μια τεχνητή ευμάρεια ―ιδιαίτερα ανάμεσα στους μεγαλοπαραγωγούς που κυρίως τις εισέπρατταν― μέσω της παροδικής αύξησης του αγροτικού εισοδήματος. Στη πραγματικότητα όμως οι επιδοτήσεις, ως τμήμα της Κ.Α.Π. και των συναφών περιορισμών που αυτή επέβαλε, συνέβαλαν σε κάτι πολύ σημαντικότερο: στην απόκρυψη της διαστρέβλωσης της παραγωγικής δομής που επέφερε η Κοινοτική πολιτική, με την μεταβίβαση του ελέγχου της αγροτικής παραγωγής σε εξωτερικά κέντρα. Σήμερα, το τι και πόσο παράγουμε έχει πολύ μεγαλύτερη σχέση με τις ανάγκες των εταίρων μας παρά με τις δικές μας ανάγκες σε αγροτικά προϊόντα!

 

Στις συνθήκες λοιπόν που ανέφερα, οι προτάσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς για αλλαγή της αγροτικής πολιτικής με στόχο την αναδιάρθρωση της παραγωγής σε προϊόντα «ζήτησης», διασφάλιση της οικογενειακής εκμετάλλευσης, αύξηση της ανταγωνιστικότητας κ.λπ. αποτελούν ανώδυνα ευχολόγια που έχει κάνει βαρετά η διαρκής επανάληψή τους.  Είναι φανερό ότι καμία εθνική στρατηγική δεν είναι εφικτή στο πλαίσιο της Ε.Ε. και η γεωργία μας οδηγείται στη βαθμιαία εξαφάνιση της, μέχρις ότου καταντήσει και αυτή είδος τουριστικού φολκλόρ, τη στιγμή μάλιστα που ακόμη και ο τουρισμός («η βαρειά βιομηχανία μας»!) μπαίνει επίσης σε διαδικασία μαρασμού, βραχυπρόθεσμα λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, και μακροπρόθεσμα εξαιτίας της επιδείνωσης της οικολογικής κρίσης. Μια εθνική αγροτική στρατηγική μπορεί επομένως να καταστρωθεί μόνο με βάση ένα άλλο θεσμικό πλαίσιο, έξω από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και την Ε.Ε., που στόχο θα είχε την εθνική αυτοδυναμία, η οποία θα μπορούσε να εξασφαλίσει τη μεγιστοποίηση της αγροτικής παραγωγής και απασχόλησης και την αναβίωση της επαρχίας. Οι τρόποι υπάρχουν.[8] Εκείνο που λείπει είναι η συνειδητοποίηση για την ανάπτυξη ενός μαζικού κινήματος που θα πάλευε για τον στόχο αυτό.

 


 

[1] Βλ. World Bank, World Economic Indicators ‘05, Πιν. 2.3 & 4.2 και Τ. Φωτόπουλος, Εξαρτημένη Ανάπτυξη: Η ελληνική περίπτωση (Εξάντας, 1985), πιν. Γ3.

[2] World Economic Indicators 05, Πιν. 4.1.

[3] World Bank, World Development Reports 1980 & 1995, Πιν. 2.

[4] Βλ. Κώστας Μοσχονάς, «Σταθερά πτωτικό», Ελευθεροτυπία (12/3/2008).

[5] Τελευταία χρονιά για την οποία δίνει επίσημα στοιχεία η Τράπεζα Ελλάδος (Μην. Στατ. Δελτίο Φεβρ. 2004)

[6] Βλ. δηλώσεις Υπ. Γεωργίας στη Βουλή (28/1/2005).

[7] Τάκης Φωτόπουλος «Η καταστροφή της γεωργίας μας στην ΕΕ», περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, αρ. 9 (Μάρτης-Ιούνης 2005).

[8] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία: 10 Χρόνια Μετά (Ελ. Τύπος, 2008), κεφ. 7.