Ελευθεροτυπία (13 Σεπτεμβρίου 2008)


Μπορεί η Ρωσία να ξαναγίνει το «αντίπαλο δέος»; (2)*

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Το κρίσιμο ερώτημα της εποχής μας, το οποίο αρχίσαμε να εξετάζουμε στο προηγούμενο άρθρο, είναι εάν η Ρωσία (σε αντίθεση με την Κίνα) είναι σε θέση να παίξει πάλι τον ρόλο «αντίπαλου δέους», που θα μπορούσε να σταματήσει την μονοκρατορία της υπερεθνικής ελίτ που διαχειρίζεται την καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, και να αποτρέψει τρομακτικές καταστροφές όπως αυτές που ήδη προκάλεσε (Ιράκ, Αφγανιστάν, πόλεμος κατά της «τρομοκρατίας» κ.λπ.) ή απειλεί να προκαλέσει (Ιράν). Για να δώσουμε όμως απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει πρώτα να δούμε τις σημαντικές αλλαγές που έγιναν στην μετά-σοβιετική Ρωσία από την δεκαετία του 1990 μέχρι τη σημερινή.

Στην προηγούμενη δεκαετία, το σχέδιο των μεταρρυθμίσεων που επιβλήθηκε στη Ρωσία —μέσω της κλίκας Γέλτσιν― είχε φιλοτεχνηθεί από τον καθηγητή J. Sachs του Πανεπιστήμιου Χάρβαρντ και είχε στόχο, με την πλήρη έγκριση της υπερεθνικής ελίτ που εξέφραζε η «Ομάδα των 7», την ενσωμάτωση της χώρας στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Το σχέδιο που εφαρμόστηκε κατά γράμμα από τη Ρωσική ελίτ προέβλεπε τη διάλυση της ΚΟΜΕΚΟΝ, τη μετατρεψιμότητα και συνακόλουθη κατακρήμνιση του νομίσματος ―βασικό μέσο για το ξεπούλημα των Ρωσικών επιχειρήσεων στο ξένο κεφάλαιο— (το 1991, ένα δολλ. αντιστοιχούσε σε περίπου μισό ρούβλι, έναντι 4.300 με 4.900 ρούβλια το 1995!), τη στήριξη της ανάπτυξης στις εξαγωγές και στις άμεσες ξένες επενδύσεις, την μαζική ιδιωτικοποίηση των μέσων παραγωγής, τη φιλελευθεροποίηση των αγορών κ.λπ. Το συνδυαστικό αποτέλεσμα των μέτρων αυτών ήταν η ριζική αποβιομηχάνιση της Ρωσίας και η διαστρέβλωση της παραγωγικής δομής που επέφερε η «αναδιάρθρωση μέσω της αγοράς» την οποία προώθησαν οι διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, Διεθνής Τράπεζα κ.λπ.). Η αναδιάρθρωση, όπως σημείωνε σχετική μελέτη,[1] έγινε προς όφελος «απλών παραγωγικών διαδικασιών στην ενέργεια και σε πρώτες ύλες που, χάρις στη δραστική υποτίμηση, ήταν ιδιαίτερα πλεονεκτικές στις εξαγωγές».

Μολονότι η αποβιομηχάνιση είναι γενικό χαρακτηριστικό του νέου διεθνούς καταμερισμού εργασίας που επέβαλε η σημερινή παγκοσμιοποίηση, ο ρυθμός αποβιομηχάνισης της Ρωσίας δεν έχει σχέση με αυτόν άλλων βιομηχανικών χωρών. Έτσι, ενώ οι αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες έχασαν στη περίοδο 1990-2003 το 18% περίπου του βιομηχανικού τους στο εθνικό προϊόν, η Ρωσία, παρά την τεράστια αύξηση της παραγωγής ενέργειας (που αποτελεί τμήμα της βιομηχανικής παραγωγής) έχασε στην ίδια περίοδο το 30% της αναλογίας βιομηχανικού στο συνολικό προϊόν.[2] Αυτό είχε ως συνέπεια ότι πάνω από το μισό των Ρωσικών εξαγωγών συνίσταται σήμερα από βιομηχανικές πρώτες ύλες, σε αντίθεση με τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες όπου οι εξαγωγές αυτές συνιστούν μόνο το 5% περίπου των εξαγωγών τους, ενώ το 80% αποτελείται από μεταποιητικά προϊόντα που τα εξάγουν στις χώρες της περιφέρειας, όπως η Ρωσία, ή ανταλλάσσουν με ανάλογα προϊόντα από τις άλλες δυτικές χώρες.[3] Οι κοινωνικές συνέπειες ήταν δραματικές. Η κατανομή εισοδήματος που, σύμφωνα με δυτικές μελέτες,[4] ήταν καλύτερη στη Σοβιετική Ρωσία από ό,τι σε δυτικές χώρες με το ίδιο επίπεδο ανάπτυξης, ήταν μια από τις χειρότερες στον κόσμο στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, με τον αριθμό αυτών κάτω από τη γραμμή της φτώχειας να δεκαπλασιάζεται μεταξύ 1989 και 1998 (από 14 εκ. σε 147 εκ.).[5] Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ο Ρωσικός πληθυσμός, καθώς και το προσδόκιμο ζωής, μειώνονται συνεχώς μετά το 1990[6] ―γεγονός πρωτόγνωρο για μια σύγχρονη χώρα σε καιρό ειρήνης― ενώ ο δείκτης ανθρώπινης ανάπτυξης του ΟΗΕ ήταν χαμηλότερος το 2003 από ό,τι το 1990 ―φαινόμενο που παρατηρείται μόνο σε Αφρικανικές χώρες![7]

Στη περίοδο όμως αυτή της «καταστρόικα» ―όπου η Ρωσία ζούσε κάτω από τον αστερισμό του μοντέλου Harvard και της υπερεθνικής ελίτ― έδωσε τέλος η άνοδος ενός ισχυρού λαϊκού εθνικιστικού κινήματος, το οποίο δεν ήταν ένα συνηθισμένο εθνικιστικό κίνημα άλλα, άμεσα ή έμμεσα, έπαιρνε τη μορφή εθνικό-απελευθερωτικού κινήματος ενάντια στην υπερεθνική ελίτ και την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που (δικαιολογημένα) θεωρήθηκε υπεύθυνη για το ότι οδήγησε τον Ρωσικό λαό σε μια ολοκληρωτική οικονομική και κοινωνική καταστροφή. Ήδη από το 1994, κομμουνιστικές και εθνικιστικές οργανώσεις είχαν υπογράψει την «Διακήρυξη της Επαναστατικής Αντιπολίτευσης», που ταύτιζε την κοινωνική με την εθνική επανάσταση και έβαζε ως στόχο τον τερματισμό της καταστροφής της εθνικής παραγωγής και την υπεράσπιση της εθνικής αγοράς και του εθνικού κεφαλαίου, χωρίς βέβαια να θέτει θέμα συστημικής αλλαγής. Στο μεταξύ, η ίδια η βίαιη ενσωμάτωση της Ρωσικής οικονομίας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, μέσα από τον «άγριο καπιταλισμό» που διαδέχτηκε τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», οδήγησε στη δημιουργία μιας δυαδικής οικονομικής ελίτ και αντιστοίχων τμημάτων στη διογκούμενη μεσαία τάξη. Από τη μια μεριά, μιας οικονομικής ελίτ που αποβλέπει κυρίως στην εξωτερική αγορά και στο ξένο κεφάλαιο (θυγατρικές πολυεθνικών, επενδυτές στη Δύση, εισαγωγείς και εξαγωγείς κ.λπ.) και από την άλλη μιας οικονομικής ελίτ που αποβλέπει στην εσωτερική κυρίως αγορά, έχοντας επενδύσει τα κεφάλαια της κυρίως στο εσωτερικό ―δηλαδή, της «διεθνοποιημένης» κλεπτοκρατικης τάξης και της «εθνικής», όπως εύστοχα τις αποκάλεσε ερευνητής της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών στους Τάιμς της Μόσχας.[8]

Ήταν όμως κυρίως η άνοδος της υπό τον Πούτιν πολιτικής ελίτ στις αρχές της παρούσας δεκαετίας η οποία άλλαξε το σκηνικό, με τη συστηματική προσπάθεια της ―με κύριο σύμμαχο της την «εθνική» οικονομική ελίτ (χωρίς όμως ν’ αλλοτριώνει την διεθνοποιημένη ελίτ)― να συμβιβάσει τα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ γενικά, με τις επιδιώξεις αυτού του «εθνικοαπελευθερωτικού» κινήματος. Ο συμβιβασμός όμως αυτός είναι αναγκαστικά αντιφατικός εφόσον τόσο η δυναμική του κινήματος, όσο και ―σε μικρότερο βέβαια βαθμό— ο αγώνας της «εθνικής» οικονομικής ελίτ για επιβίωση στον διεθνή ανταγωνισμό, οδηγούν σε μια από-ενσωμάτωση της Ρωσίας από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, ενώ το διεθνοποιημένο τμήμα της ελίτ οδηγεί προς την αντίθετη κατεύθυνση της παραπέρα ενσωμάτωσης της. Από την έκβαση της σύγκρουσης μεταξύ των δυο αυτών τμημάτων της οικονομικής ελίτ και τη στάση της πολιτικής ελίτ σε σχέση με το λαϊκό κίνημα, θα κριθεί, όπως θα δούμε στο επόμενο τελικό άρθρο, η απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε στην αρχή.


 

* Το πρώτο μέρος δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία στις 30 Αυγούστου 2008 και μπορείτε να το διαβάσετε εδώ. Το τρίτο μέρος δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία στις 27 Σεπτεμβρίου 2008 και μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.

[1] R. Vintrova, The general recession and the structural adaptation crisis, East European Economics, vol. 31, no. 3 (1993).

[2] World Bank, World Development Indicators 2005, Πιν. 4.2.

[3] Στο ιδιο, Πιν. 4.5.

[4] Michael Ellman, Socialist Planning (Cambridge University Press, 1979), σελ. 267-68.

[5] Stephen F. Cohen, Failed Crusade (WW Norton, 2001).

[6] World Development Indicators 2005, ο.π. Πιν 2.1 & 2.19.

[7] UN, Human Development Report 2005. Πιν.2.

[8] Luke Harding, Russia: Kremlin wins war but faces new battle as investors scramble for exit, The Guardian (6/9/2008) : http://www.guardian.co.uk/world/2008/sep/06/russia.globaleconomy