Ελευθεροτυπία (29 Μαρτίου 2008)


 

Ο μύθος της επιστροφής της σοσιαλδημοκρατίας

ΣΥΡΙΖΑ: το νέο ΠΑΣΟΚ

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

Ενώ η κυβέρνηση και ο κοινοβουλευτικός λόχος της μπορούν άνετα, ελέω αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», να αγνοούν την λαϊκή βούληση για τις «μεταρρυθμίσεις» των ελίτ,  το ΠΑΣΟΚ, μαζί με την ανερχόμενη ρεφορμιστική Αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ) που φιλοδοξεί (στη ρητορική μόνο βέβαια) να πληρώσει το κενό στον σοσιαλδημοκρατικό χώρο που άφησε το ΠΑΣΟΚ μετά τη μετακίνηση του στον σοσιαλφιλελευθερισμό, έχουν αποδυθεί τελευταία σε μια νέα εκστρατεία. Δηλαδή, σε μια εκστρατεία  να πείσουν τον Ελληνικό λαό ότι αυτό που δεν κατάφεραν τα μεγάλα κόμματα της παλιάς Ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και της  ρεφορμιστικής Αριστεράς και Οικολογίας στη Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία ακόμη και Σκανδιναβία —ν' αντιστρέψουν την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και τις πολιτικές που αυτή συνεπάγεται— θα το καταφέρουν αυτοί! Και αυτό, όχι μόνο μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που παίρνουν δεδομένο, άλλα ακόμη και στο ειδικότερο πλαίσιο της Ε.Ε. που δεν διανοούνται ν' αμφισβητήσουν. Θα άξιζε λοιπόν να δούμε πολύ συνοπτικά στον περιορισμένο αυτό χώρο τα συνήθως αντιφατικά, αν όχι άσχετα, επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται για να δικαιολογήσουν αυτή την εντελώς αστήρικτη θέση.

 

Το βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιείται από σοσιαλφιλελευθέρους και ρεφορμιστές είναι ότι η σημερινή χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία, όπως έγραψα σε προηγούμενο άρθρο, είναι δυνατό να οδηγήσει σε μείζονα ύφεση αντίστοιχη και αυτής του μεσοπόλεμου, ήδη έχει εξαναγκάσει νεοσυντηρητικούς στην Αμερική και σοσιαλφιλελευθέρους στη Βρετανία να οργανώνουν κρατικές επεμβάσεις στις αγορές (στη Βρετανία έφτασαν μέχρι την «εθνικοποίηση» της Northern Rock) για να σταθεροποιήσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Σοσιαλφιλελεύθεροι και ρεφορμιστές μιλούν τώρα για «νέο κρατικό παρεμβατισμό» και κάποιοι ακόμη και για επιστροφή στον Κεϋνσιανισμό. Στη πραγματικότητα, όμως, ο ρόλος του κράτους που προβλέπουν για το μέλλον δεν έχει καμία σχέση με τον αντίστοιχο ρόλο στην περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης και των Κεϋνσιανών πολιτικών (1945-τέλη δεκαετίας 1970), όταν οι κοινωνικοί έλεγχοι στην κίνηση εμπορευμάτων και κεφαλαίου επέτρεπαν στο κράτος να παίζει αποφασιστικό ρόλο στην οικονομία, ελέγχοντας το μέγεθος του εθνικού εισοδήματος και της συνολικής απασχόλησης με στόχους όπως: η πλήρης απασχόληση, η ανακατανομή του εισοδήματος υπέρ των κατωτέρων εισοδηματικών στρωμάτων μέσω της φορολογίας, η συνεχής επέκταση του κοινωνικού κράτους μέσω της παροχής κοινωνικών υπηρεσιών για την κάλυψη βασικών αναγκών όλων των πολιτών (υγεία, εκπαίδευση, συντάξεις, σε ένα βαθμό στέγαση κ.λπ.). Η εθνικοποίηση μεγάλων τομέων της οικονομίας και οι σημαντικές δημόσιες επενδύσεις, από τη μεριά της παραγωγής, και η άμεση κρατική επέμβαση στην ενεργό ζήτηση —κατά τα Κευνσιανά πρότυπα— από τη μεριά της συνολικής ζήτησης, έκαναν εφικτούς τους στόχους αυτούς, ενώ οι ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας είχαν θέσει εκτός αγοράς τον καθορισμό όχι μόνο του επίπεδου απασχόλησης αλλά και των συνθηκών εργασίας.

 

Η τεράστια ανάπτυξη όμως των πολυεθνικών, ήδη από τις δεκαετίες 1960-70, επέβαλε το άτυπο αρχικά και στη συνέχεια θεσμοποιημένο άνοιγμα των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων και συνακόλουθα την «απελευθέρωση» τους (όπως και της αγοράς εργασίας) απο ελέγχους, ώστε να επιτευχτεί η μέγιστη ανταγωνιστικότητα. Ο κρατισμός της προηγούμενης περιόδου έγινε εντελώς ασύμβατος με τις νέες συνθήκες. Το μέγεθος της απασχόλησης και οι ίδιες οι συνθήκες εργασίας αφέθησαν τώρα στο έλεος των δυνάμεων της αγοράς, οι οποίες βέβαια ευνοούσαν την ταχύρυθμη «ανάπτυξη» της Κίνας ή της Ινδίας με τους μισθούς επιβίωσης και τις άθλιες συνθήκες εργασίας, ενώ η συνέχιση της «ανάπτυξης» στη Δύση εξαρτιόταν τώρα από τα «κίνητρα» που παρέχει το κράτος σε αυτούς που ελέγχουν την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, με δραστικές περικοπές στους φόρους και κοινωνικές εισφορές τους, και συνακόλουθο πετσόκομμα του κοινωνικού κράτους, μαζικές ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ. Το κράτος της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης αντικαθίσταται με το νέο «ευέλικτο» κράτος της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης που διασφαλίζει τη σταθερότητα του περιβάλλοντος της αγοράς, την ενδυνάμωση της «προσφοράς» της οικονομίας —αντί για τη ζήτηση— (ώστε να βελτιωθούν η ανταγωνιστικότητα και η «αποτελεσματικότητα», δηλαδή τα κέρδη), καθώς και την εξασφάλιση της επιβίωσης του περιθωριοποιημένου τμήματος του πληθυσμού μέσω ασφαλιστικών δικτύων στη θέση του κράτους-πρόνοιας. Αυτός είναι ο «νέος κρατικός παρεμβατισμός» που υπόσχεται σήμερα το ΠΑΣΟΚ (που κάποιοι βαφτίζουν Κεϋνσιανισμό!)

 

Ο παρεμβατισμός βέβαια αυτός δεν αποκλείει την κρατική επέμβαση που μπορεί να φθάσει και μέχρι την πρόσκαιρη εθνικοποίηση για την σωτηρία τμημάτων του κεφαλαίου σε δυσκολία (π.χ. Northern Rock) —πράγμα που δεν έχει καμία σχέση με τους στόχους των σοσιαλδημοκρατικών εθνικοποιήσεων. Είναι, δηλαδή, φανερό ότι τα θεμελιώδη στοιχεία της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας (ανοιχτές και ελαστικές αγορές, ασφαλιστικά δίκτυα, ιδιωτικοποιήσεις κ.τ.λ.) δεν πρόκειται να επηρεαστούν από τον «νέο κρατικό παρεμβατισμό», εφόσον, εκφράζουν δομικά στοιχεία της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και όχι «κακές» πολιτικές όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά. Η πρόταση των Σουηδών συνδικαλιστών που δεν εφαρμόστηκε ποτέ υπέρ της εξαγοράς και απόκτησης του ελέγχου πάνω σε τράπεζες κ.λπ., μέσω των επενδύσεων των ασφαλιστικών ταμείων, ξεθάβεται σήμερα απο τον ΣΥΡΙΖΑ,[1] που φαίνεται δεν έχει εμπεδώσει ακόμα ότι το θέμα δεν είναι μόνο ποιός είναι ο ιδιοκτήτης των εγχώριων ιδιωτικών επιχειρήσεων αλλά το ότι σε μια οικονομία ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών (που επιβάλλει η συμμετοχή στην Ε.Ε., την οποία δεν αμφισβητούν) είναι αδύνατος ο αποτελεσματικός κοινωνικός έλεγχος πάνω  στις αγορές. Ακόμη χειρότερα ισχύουν για την σοσιαλφιλελεύθερη πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ[2] που ακόμη υποστηρίζει τον μύθο ότι η Ε.Ε.,  με διάφορες μεταρρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων και η «μείωση της σπατάλης στο γραφειοκρατικό δημόσιο τομέα» (πάγιο νεοφιλελεύθερο αίτημα), θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο του «αντίπαλου δέους» στους «κακούς» Άγγλο-Αμερικανούς!

 


 

[1] Γ. Δραγασάκης, Ε, 23/3/08

[2] Μ. Παπαγιαννάκης, στο ίδιο