(Ελευθεροτυπία, 19 Ιανουαρίου 2008)


 

Ναρκωτικά και «ολοκληρωτικές» ιδεολογίες

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

Ο διάλογος αποτελεί την προϋπόθεση πάνω στην οποία θεμελιώνεται μια πραγματική δημοκρατία.  Στη σημερινή όμως «δημοκρατία» δεν είναι μόνο ακόμη και η έννοια της δημοκρατίας που εξαφανίζεται, αλλά και η ίδια η έννοια του διαλόγου που φαλκιδεύεται, όπως αποτελεί η περίπτωση που θα εξετάσω στη συνέχεια.

 

Όπως είναι γενικά αποδεκτό, το πρόβλημα των ναρκωτικών δεν είναι ένα πρόβλημα που είναι απλώς θέμα υγείας (πχ σαν την ...σκωληκοειδίτιδα), γεγονός που θα το κατέτασσε στην αποκλειστική αρμοδιότητα των ειδικών ιατρών. Μολονότι βέβαια εκδηλώνεται σαν πρόβλημα υγείας, είναι τόσο καθοριστικά κοινωνικές οι αιτίες, οι επιπτώσεις και συνακόλουθα οι τρόποι αντιμετώπισης του προβλήματος που το κάνουν ένα βαθύτατα κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν το πρόβλημα, ακριβώς λόγω της κοινωνικής φύσης του, γεννά αγεφύρωτες διαφωνίες ακόμη και μεταξύ των ειδικών για τα αίτια, την πραγματική φύση του και τον τρόπο αντιμετώπισης του. Παρόλα αυτά, σε μια βραδυφλεγή (μετά έξη μήνες!)  «απάντηση , “ειδικός” με επικρίνει ισχυριζόμενος ότι οι θέσεις “αναλυτών” όπως ο υπογράφων “για το μεγάλο ΘΕΜΑ ΥΓΕΙΑΣ (δική του έμφαση) που είναι τα «ναρκωτικά» δεν είναι αποτέλεσμα γνώσης, αλλά πολιτικής ιδεολογίας”.[1] Και αυτό, ενώ στη συνέχεια παραδέχεται και ο ίδιος τα ιδεολογικά του κίνητρα όταν γράφει ότι “το θέμα των ναρκωτικών είναι τέτοιο, που αγγίζει τον πυρήνα (των) δύο πολιτικών ιδεολογιών,” δηλαδή, μιας  “ολοκληρωτικής” ιδεολογίας (στην οποία κατατάσσει τον υπογράφοντα) και μιας που “προωθεί με κάθε τρόπο μορφές πολιτικής και κοινωνικής αυτοεπίγνωσης” (με την οποία ευγενικά συμπαρατάσσεται)!

 

Πέρα όμως από αυτό, είναι τουλάχιστον ανακόλουθο να επικρίνεται η θέση μου ως απλώς ιδεολογική, τη στιγμή που η κριτική μου της θέσης για το δήθεν ακίνδυνο μαλακών ναρκωτικών όπως η κάνναβη βασιζόταν σε σειρά μελετών που δημοσιεύθηκαν το 2007, οι οποίες δείχνουν την σαφή επικινδυνότητα της κάνναβης σε σχέση ιδίως με την ψυχική και διανοητική υγεία.[2] Το αποτέλεσμα ήταν να εισπράξω τώρα μια απάντηση  όπου οι μοναδικές αναφερόμενες ιατρικές έρευνες αφορούν... τις δεκαετίες 1966-76 και τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Δεν θα σταθώ όμως στο θέμα των ιατρικών ερευνών διότι, ακριβώς λόγω της βαθιά κοινωνικής φύσης του προβλήματος, πάντα μπορούν να βρεθούν και κάποιες πρόσφατες έρευνες, όπου  κάποιοι «ειδικοί» που υιοθετούν τη θέση της νομιμοποίησης των ναρκωτικών προσπαθούν να δείξουν το ακίνδυνο της κάνναβης, έστω και αν σήμερα η αντίθετη άποψη φαίνεται να είναι γενικά παραδεκτή στην ιατρική επιστήμη. Το γεγονός βέβαια δεν είναι καθόλου περίεργο όταν συμβαίνει ακόμη και σε επιστήμες που είναι σε πολύ καλύτερη θέση να τεκμηριώνουν τις αιτιακές σχέσεις τους από την ιατρική, όπως συμβαίνει για παράδειγμα σε σχέση με τη θεμελίωση της σχέσης μεταξύ ανθρώπινης δραστηριότητας και φαινόμενου του θερμοκηπίου (και συνακόλουθα των κλιματικών μεταβολών), όπου ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των ειδικών επιστημόνων τεκμηριώνει την σχέση αυτή, κάποιοι άλλοι «ειδικοί», (συνήθως στην υπηρεσία πετρελαιοβιομηχανιών κλπ) την αρνούνται!

 

Αφήνοντας λοιπόν κατά μέρος τις ιατρικές έρευνες που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να δώσουν λύσεις σε ένα βαθιά κοινωνικό πρόβλημα, ας έλθουμε στις δυο, κατά τον ίδιο, «ιδεολογίες»”. Εδώ ο επικριτής μου καταφεύγει στην πολύ γνωστή “μέθοδο του αχυράνθρωπου”, δηλαδή, την κατασκευή ενός μοντέλου που δήθεν εκπροσωπεί τις απόψεις μου, ενώ στη πραγματικότητα τις διαστρεβλώνει χονδροειδώς, ώστε να είναι δυνατή η «κατάρριψη» τους με την ίδια ευκολία που γκρεμίζεται ένας αχυράνθρωπος. Έτσι, σύμφωνα με την «ολοκληρωτική» ιδεολογία που δήθεν εκπροσωπώ, οι πολίτες είναι ανώριμοι για να καθορίσουν μόνοι τους την οργάνωση και λειτουργία της κοινωνίας και της ζωής τους, γι αυτό και χρειάζεται να διοικεί μια «φωτισμένη» μειοψηφία, που γνωρίζει καλύτερα τι είναι σωστό γι' αυτούς. Έτσι, ενώ «προπαγανδίζω πολιτικά την αυτό-οργάνωση και αυτοδιαχείριση των πολιτών», στη πραγματικότητα τους θεωρώ «βρέφη που αδυνατούν να προστατέψουν τους εαυτούς τους»! Αντίθετα, σύμφωνα με την «ιδεολογία» που υιοθετεί ο επικριτής μου που αναφέρεται σε ανθρώπινα δικαιώματα, ατομικές ελευθερίες κλπ και εκφράζει, όπως γράφει, το πολιτικό φάσμα από τη φιλελεύθερη «δεξιά» (ΣΣ. π.χ. τον γκουρού του νεοφιλελευθερισμού Μιλτον Φρηντμαν) μέχρι τη φιλελεύθερη «αριστερά» (ΣΣ. δηλαδή την ρεφορμιστική Αριστερά ΣΥΡΙΖΑ κ.λπ. στα παρ’ ημιν),  οι πολίτες είναι ή μπορούν να γίνουν ικανοί για αυτοδιοίκηση, όταν δεν τους στερούν τις δυνατότητες και αποκτήσουν την εμπειρία.

 

Το περισπούδαστο αυτό συμπέρασμα συνάχθηκε από το άρθρο μου όπου έγραφα ότι ο επικριτής μου υιοθετεί την φιλελεύθερη αρνητική έννοια της ελευθερίας που υποστηρίζει η φιλελεύθερη ιδεολογία, η οποία αναφέρεται στην απουσία κρατικών περιορισμών (‘ελευθερία από’),  και όχι στη θετική ελευθερία που υιοθετεί η ελευθεριακή σοσιαλιστική ιδεολογία και ο υπογράφων, η οποία αναφέρεται στην ελευθερία του ατόμου στην επιδίωξη της αυτό-ανάπτυξης του, η της συμμετοχής του στη διαχείριση των κοινών (‘ελευθερία να’). Και αυτό, διότι βέβαια μόνο η «θετική» αυτή αντίληψη της ελευθερίας είναι συμβατή με την πραγματική δημοκρατία ως αυτοκαθορισμό των πολιτών και την συνακόλουθη ισοκατανομή κάθε μορφή εξουσίας/δύναμης. Αντίθετα, η επικρατούσα σήμερα αντίληψη της «δημοκρατίας» που υιοθετεί ο επικριτής μου είναι η «φιλελεύθερη ολιγαρχία» των δικαιωμάτων και ελευθεριών (που προϋποθέτει βέβαια την ανισοκατανομή της πολιτικής δύναμης και τον ετεροκαθορισμό των πολιτών από διάφορες ελίτ).  Είναι η ίδια αντίληψη της «ελευθερίας» και της «δημοκρατίας» που επικαλέστηκε και η Νέα Τάξη για να εξαπολύσει τους εγκληματικούς της πολέμους στη Γιουγκοσλαβία (με τη ρητή υποστήριξη των Ευρωπαίων Πρασίνων, με τους οποίους συνεργάζονται οι δικοί μας Οικολόγοι-Πράσινοι υποψήφιος Επικρατείας των οποίων ήταν και ο επικριτής μου στις τελευταίες εκλογές) το Αφγανιστάν και το Ιράκ, και να τρομοκρατεί σήμερα την οικουμένη με τους αντί-«τρομοκρατικούς» νόμους της.

 

Η αποκορύφωση όμως της παραποίησης είναι όταν ο ίδιος υποστηρίζει ότι ο υπογράφων είναι ο «κύριος εκφραστής στον «δημοκρατικό» χώρο της διατήρησης της παρανομίας και της επιβολής ποινών στους μη εξαρτημένους χρήστες”, τη στιγμή που στη στήλη μου  της 26/5/07 έγραφα ρητά: “Συμπερασματικά, τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια ότι η λύση στο πρόβλημα των ναρκωτικών είναι η ποινικοποίηση της χρήσης και η φυλάκιση των θυμάτων ενός συστήματος που τα σπρώχνει στην εξάρτηση. Μολονότι ριζική λύση στο πρόβλημα δεν είναι εφικτή μέσα στο σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, τα μόνα μέτρα στη σωστή κατεύθυνση  εάν βέβαια στόχος μας δεν είναι απλώς ο συστημικός στόχος για τον «περιορισμό της βλάβης» αλλά η απεξάρτηση όσο το δυνατό περισσότερων εξαρτημένων και η αποτροπή των νέων από τα ναρκωτικά είναι ένα ευρύ πρόγραμμα πρόληψης που θα συνδυάζεται με την ηθική απαξίωση των ναρκωτικών, την οποία θα σηματοδοτεί η επιβολή μη ποινικών κυρώσεων κατά των αποδεδειγμένα εξαρτημένων χρηστών”. Παρόλα αυτά, ο επικριτής μου δεν δίστασε να αυτογελοιοποιηθεί μιλώντας για “δημίους” και «σωτήρες»

 


 

[1] Γιωργή Α. Οικονομόπουλου, “Πολιτική ιδεολογία και πολιτική των ναρκωτικών”, “Ε” (10/1/08).

[2] Βλ. άρθρα, «Ναρκωτικά: Οι εξαρτημένοι δεν είναι 'ασθενείς' αλλά θύματα», “Ε” (26/05/2007) & «Ναρκωτικά: η σύγχυση αποποινικοποίησης και νομιμοποίησης», “Ε” (7/7/2007).