(Ελευθεροτυπία, 26 Μαίου 2007) 


Ναρκωτικά: Οι εξαρτημένοι δεν είναι «ασθενείς» αλλά θύματα

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Όπως είχα γράψει και παλαιότερα στη στήλη αυτή, ο περίφημος «πόλεμος κατά των ναρκωτικών», που κάποιοι συνωμοσιολογοι τον είχαν αναγάγει σε βασικό θεμέλιο στήριξης της Νέας Διεθνούς Τάξης(!), δεν ήταν παρά μια απόπειρα των ελίτ να ελέγξουν την μεταπολεμική τεράστια εξάπλωση των ναρκωτικών, για πραγματιστικούς κυρίως λόγους που είχαν σχέση με τις επιπτώσεις της εξάρτησης στην παραγωγικότητα και τις  κοινωνικές δαπάνες[1]. Με την άνθιση  όμως της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης από τη δεκαετία του ‘80 και μετά, οι λόγοι αυτοί άρχισαν να χάνουν τη σημασία τους, εξαιτίας των «ελαστικών» αγορών εργασίας που έδιναν σχεδόν απεριόριστες δυνατότητες στους εργοδότες, και της παράλληλης βαθμιαίας κατάρρευσης του κοινωνικού κράτους, το οποίο κάλυπτε τις δαπάνες για την στήριξη των εξαρτημένων από τους φόρους που πλήρωναν τα προνομιούχα κυρίως στρώματα.

Έτσι, άρχισε μια βαθμιαία αλλαγή στην κρατική πολιτική όσον αφορά την αντιμετώπιση των ναρκωτικών. Αντί για τον «πόλεμο» και την άγρια καταστολή, η πολιτική αυτή άρχισε να επικεντρώνεται στην ανάγκη «περιορισμού της βλάβης» και της αντιμετώπισης των εξαρτημένων ως «ασθενών». Ως «βλάβη» όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν εθεωρούντο οι καταστροφικές κοινωνικές συνέπειες που προξενούσαν τα ιδια τα ναρκωτικά, οταν σημαντικό τμήμα των νέων που  υπέστησαν άμεσα τις συνέπειες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης εστράφη στην μέσω των ναρκωτικών εσωτερίκευση των προβλημάτων, την ιδιώτευση και την παθητικοποιηση —αυτό ήταν άλλωστε το «θετικό» για τις ελίτ αποτέλεσμα της μαζικής εξάπλωσης των ναρκωτικών. Αντίθετα, η κοινωνική «βλάβη» για την οποία ανησυχούσαν οι ελίτ αναφερόταν βασικά στην συνακόλουθη πελώρια εξάπλωση της εγκληματικότητας, η οποία πράγματι, σε σημαντικό βαθμό, οφείλεται στην καταστολή και την προσπάθεια των εξαρτημένων να καλύψουν την «ανάγκη» τους με κάθε τρόπο. Παράλληλα, τα θύματα ενός συστήματος που οδηγούσε στη μαζική εξάπλωση των ναρκωτικών (τα οποία ήταν σε χρήση και πριν από την άνοδο του συστήματος αυτού, αλλά για τελετουργικούς η ψυχαγωγικούς κυρίως λόγους και ποτέ στην ίδια μαζική έκταση) βαφτιζόντουσαν «ασθενείς», ενώ το ίδιο το φαινόμενο της εξάρτησης αποδιδόταν σε ψυχολογικούς αν όχι και βιολογικούς λόγους.

Δεν ήταν λοιπόν περίεργο ότι κύριος υπέρμαχος της φιλελευθεροποίησης της πολιτικής για τα ναρκωτικά ήταν ο γκουρού του νεοφιλελευθερισμού Μίλτων Φρηντμαν, σύμφωνα με τον οποίο, οι φτωχοί ευθύνονται οι ίδιοι σε τελική ανάλυση για την φτώχεια τους, όπως ανάλογα και οι εξαρτημένοι για την εξάρτηση τους. Το πιο περίεργο όμως είναι ότι αντίστοιχες θέσεις υιοθετούν και «ελευθεριακοι» υποστηρικτές της νομιμοποίησης των ναρκωτικών που διακηρύσσουν ότι «το δικαίωμα να εξουσιάζω το κορμί μου είναι κεντρικό στοιχείο της ελευθερίας μου ως ατόμου». Έτσι, σύμφωνα με αυτή την διαστρεβλωμένη αντίληψη της ελευθερίας, οι νέοι που γίνονται εξαρτημένοι για να ξεχάσουν την κοινωνική ανασφάλεια που νιώθουν σε ένα σύστημα που δεν μπορεί να τους εγγυηθεί ούτε μια σταθερή δουλειά, η δεν αντέχουν το άγχος της καθημερινής ζωής που δημιουργεί το ίδιο σύστημα, όπως και αυτοί που πνίγονται από το βαθύ υπαρξιακό κενό που δημιουργεί η σημερινή καταναλωτική κοινωνία και, τέλος, οι κοπέλες από την Ανατολική Ευρώπη που εκδίδονται για να επιβιώσουν —όλοι αυτοί, σύμφωνα με αυτό το φιλελεύθερο η ψευτο-ελευθεριακό επιχείρημα, απλώς εξασκούν το δικαίωμα τους να εξουσιάζουν το κορμί τους!

Στην διάρκεια λοιπόν της τελευταίας ιδιαίτερα δεκαετίας, η μια μετά την άλλη οι δυτικό-Ευρωπαϊκές κυρίως χώρες άρχισαν να «φιλελευθεροποιούν» την πολιτική τους για τα ναρκωτικά, ουσιαστικά εγκαταλείποντας τον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών». Και αυτό παρά το γεγονός ότι, τελευταία, ακόμη και καλοπροαίρετοι φιλελεύθεροι, όπως η γνωστή Βρετανική εφημερίδα  Independent που είχε αγωνιστεί παλαιότερα για την νομιμοποίηση των ναρκωτικών και ιδιαίτερα της κάνναβης που εθεωρείτο σχετικά αβλαβές «μαλακό» ναρκωτικό, αναγκάστηκαν τώρα να κάνουν στροφή 180 μοιρών στο θέμα —έστω και αν η στροφή αυτή ήταν αντίθετη  με το ρεύμα που επικρατεί σήμερα στις ελίτ της Δυτικής Ευρώπης. Και αυτό, διότι όπως δήλωσε η εφημερίδα, τελευταία συσσωρεύονται τα πορίσματα επιστημονικών ερευνών που δείχνουν ότι κάθε άλλο παρά αβλαβής είναι η κάνναβη —ιδιαίτερα με τη μορφή του skunk που καπνίζουν οι περισσότεροι νέοι Βρετανοί— θεωρούμενη το ίδιο επικίνδυνη με την ηρωίνη και την κοκαΐνη, αφού είναι 25 φορές ισχυρότερη από την κάνναβη που κυκλοφορούσε πριν 10 χρόνια.

Πολύ πρόσφατη, για παράδειγμα,  έρευνα στην έγκυρη Βρετανική Ιατρική  Επιθεώρηση Lancet συμπέρανε, μετά από έρευνα 20 ουσιών όσον αφορά την εθιστικοτητα, και την φυσική και κοινωνική βλάβη, ότι η κάνναβη είναι πιο επικίνδυνη από το LSD και το ecstasy.[2] Ακόμη, διαπρεπείς ειδικοί όπως ο καθηγητής Colin Blakemore, επικεφαλής του Βρετανικού συμβουλίου ιατρικής έρευνας, ο οποίος παλαιότερα υιοθετούσε τη θέση για την αποποινικοποίηση της κάνναβης, τώρα υποστηρίζει ότι “ο συνδετικός κρίκος μεταξύ κάνναβης και ψύχωσης είναι πολύ καθαρός σήμερα, όχι όμως πριν 10 χρόνια”. Ανάλογα υποστηρίζει ο Robin Murray, καθηγητής ψυχιατρικής στο Ινστιτούτο Ψυχιατρικής του Λονδίνου, ενώ ο καθηγητής Neil McKeganey, του κέντρου έρευνας για την κατάχρηση των ναρκωτικών στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, γράφει  ότι “η κοινωνία έχει σοβαρά υποτιμήσει το πόσο επικίνδυνη είναι πραγματικά η κάνναβη.[3] Παράλληλα, πρόσφατη έρευνα του πανεπιστήμιου της Μελβούρνης[4] έδειξε οτι αυτοί που αρχίζουν να χρησιμοποιούν κάνναβη ως έφηβοι έχουν περισσότερες πιθανότητες απο αυτούς που το ρίχνουν στο αλκοόλ να υποφέρουν στο μέλλον απο ψυχικές ασθένειες, καταρρίπτοντας τον μύθο των οπαδών της “αντί-απαγορευτικής“ εκστρατείας ότι το αλκοόλ είναι περισσότερο επικίνδυνο από την κάνναβη.

Συμπερασματικά, τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια ότι η λύση στο πρόβλημα των ναρκωτικών είναι η ποινικοποίηση της χρήσης και η φυλάκιση των θυμάτων ενός συστήματος που τα σπρώχνει στην εξάρτηση. Μολονότι ριζική λύση στο πρόβλημα δεν είναι εφικτή μέσα στο σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, τα μόνα μέτρα στη σωστή κατεύθυνση,  εάν βέβαια στόχος μας δεν είναι απλώς ο συστημικος στόχος για τον  “περιορισμό της βλάβης” αλλά η απεξάρτηση όσο το δυνατό περισσότερων εξαρτημένων  και η αποτροπή των νέων από τα ναρκωτικά, είναι ένα ευρύ πρόγραμμα πρόληψης που θα συνδυάζεται με την ηθική απαξίωση των ναρκωτικών, την οποία θα σηματοδοτεί η επιβολή μη ποινικών κυρώσεων κατά των αποδεδειγμένα εξαρτημένων χρηστών (πχ η υποχρέωση παρακολούθησης δωρεάν “στεγνών” προγραμμάτων απεξάρτησης), καθώς και η δημιουργία εξειδικευμένων μονάδων στο ΕΣΥ για την αντιμετώπιση κρίσιμων περιστατικών, ώστε να μειωθούν οι υπέρογκοι θάνατοι από ναρκωτικά στη χώρα μας.


 

[1] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Ναρκωτικά (Ελεύθερος Τυπος, 1999), κεφ. 3.

[3] Βλ. Jonathan Owen, ‘Cannabis: An apology’, The Independent (18/3/2007).

[4] Βλ. Jonathan Owen, ‘Heavy cannabis use by teens is more dangerous than alcohol’, The Independent (22/4/2007).