(Ελευθεροτυπία, 28 Απριλίου 2007) 


Η σημασία της Χουντικής Επταετίας σήμερα

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ


 

Με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων από την έναρξη της χουντικής επταετίας αναπτύχθηκε την περασμένη εβδομάδα μια ολόκληρη φιλολογία πάνω στο θέμα που συνήθως είτε μένει στο επίπεδο των αναμνήσεων από την προσωπική δράση  των επώνυμων “ηρώων της Αντίστασης” (τη στιγμή βέβαια που ήταν απείρως σημαντικότερη η συμβολή των πολυπληθών ανώνυμων που πάλεψαν για μια ριζική αλλαγή και έμειναν συνεπείς στις αρχές τους), είτε καταλήγει σε πανηγυρικά συμπεράσματα για τις τεράστιες θετικές αλλαγές που υποτίθεται έφερε η μεταπολίτευση, με την θεμελίωση της “δημοκρατίας”, την εξάλειψη της μοναρχίας και τον υποτιθέμενο περιορισμό του ρόλου του “ξένου παράγοντα” και του στρατού στις ελληνικές υποθέσεις. Νομίζω όμως ότι αν αφαιρέσουνε την εξάλειψη της μοναρχίας, που με τις εξουσίες που είχε και τον ρόλο που έπαιζε σαν διαβιβαστής της βούλησης του “ξένου παράγοντα” ήταν ένας αναχρονισμός, που ήδη προδικτατορικά είχε αμφισβητηθεί από την πολιτική ελίτ, οι υπόλοιπες θετικές συνέπειες της μεταπολίτευσης είναι εντελώς αμφίβολο κατά πόσο είναι πραγματικές.

Όσον αφορά την θεμελίωση της δημοκρατίας και τον περιορισμό του ρόλου του ξένου παράγοντα καθώς και του στρατού στις πολιτικές υποθέσεις, στη πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι μια αλλαγή της μορφής πολιτικής ηγεμονίας, η οποία δεν χρειάζεται ούτε χούντες ούτε Πιουριφόι για να επιβάλλει την εξουσία της στις χώρες που βρίσκονται στη βάση της πυραμίδας των χωρών που είναι ενσωματωμένες στη Νέα Τάξη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Το φαινόμενο άλλωστε αυτό δεν είναι μόνο Ελληνικό αλλά γενικότερο, αφού το ίδιο συμβαίνει και στη Λατινική Αμερική, το κατ’ εξοχήν πρότυπο στρατιωτικών επεμβάσεων στη περίοδο του Ψυχρού Πόλεμου. Ο λόγος που κάνει περιττές, αν όχι βλαβερές για το σύστημα, παρόμοιες μορφές ηγεμονίας δεν είναι απλώς η εξάλειψη του «αντίπαλου δέους» (παρόλο που και αυτή είναι βέβαια σημαντική), αλλά κυρίως το γεγονός ότι πολύ ευκολότερα «νομιμοποιούνται» οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της ανισότητας —τις οποίες επιβάλλει η σημερινή παγκοσμιοποίηση— από “δημοκρατικά” καθεστώτα που εξέλεξε ο λαός παρά από δικτατορικά καθεστώτα.

Ποιες όμως ήταν οι κυριότερες συνέπειες της επταετίας οι οποίες διαμόρφωσαν σε σημαντικό βαθμό την μεταπολιτευτική περίοδο; Όπως είναι γνωστό, η Ελλάδα, αλλά και γενικότερα ο δυτικός κόσμος, περνά σήμερα μια πολυδιάστατη κρίση, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που άρχισε περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του 70, μόλις δηλαδή έπεφτε η Χούντα. Η κρίση αυτή εκδηλώνεται στο πολιτικό, το οικονομικό, το οικολογικό, το κοινωνικό και το πολιτιστικό επίπεδο. Κατά τη γνώμη μου η σημασία της Χούντας σε σχέση με αυτή την κρίση είναι ότι σε όλα σχεδόν τα επίπεδα αυτά και κυρίως το πολιτικό, το οικονομικό και το πολιτιστικό, έθεσε τις βάσεις που έκαναν ευκολότερο το μεταγενέστερο ξέσπασμα της πολυδιάστατης κρίσης και στην Ελλάδα. Εάν δηλαδή πριν τη Χούντα η κρίση στην Ελλάδα ήταν βασικά πολιτική και οικονομική (αυτές ήταν άλλωστε οι συστημικές αιτίες που γέννησαν την ίδια τη Χούντα), μετά την επταετία, σαν συνέπεια των αλλαγών που αυτή επέφερε σε ολόκληρο το Ελληνικό σύστημα και σε συνδυασμό με σημαντικές παράλληλες διεθνείς εξελίξεις, η κρίση εντάθηκε όχι μόνο στο πολιτικό και οικονομικό επίπεδο αλλά και σε νέους τομείς, όπως ο πολιτιστικός. Ο χώρος δεν μου επιτρέπει παρά ν αναφερθώ σχεδόν σχηματικά στις συνέπειες αυτές.

Η κυριότερη κατά τη γνώμη μου μακροπρόθεσμη συνέπεια της επταετίας στο πολιτικό επίπεδο ήταν ο «εκσυγχρονισμός» κατά τα δυτικά πρότυπα του πολιτικού συστήματος, με αποτέλεσμα η πολιτική κρίση να μην εξαλειφθεί, αλλά απλά να γίνει τμήμα της γενικότερης «κρίσης της πολιτικής», η μάλλον αυτού που περνά για πολιτική σήμερα. Σημαντικές ανακατατάξεις έγιναν στη μεταπολίτευση τόσο στα κόμματα εξουσίας όσο και στην Αριστερά.  Όσον αφορά τα πρώτα, παρατηρείται, μετά από μια ολιγόχρονη μεταβατική περίοδο, μια μετάβαση από τις ασταθείς συμμαχικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις (ο Ελληνικός Συναγερμός του Παπάγου και η ΕΡΕ του Καραμανλή αντιπροσώπευαν αυταρχικά μονοκρατορικά καθεστώτα) στο Αγγλοσαξωνικό —και αυξανόμενα και δυτικοευρωπαϊκό— σύστημα των δυο κομμάτων εξουσίας που εναλλάσσονται. Δεδομένου όμως ότι ο δικομματισμός εισήχθη στην Ελλάδα όταν ήδη είχε χάσει κάθε νόημα στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, όπου οι διαφορές μεταξύ των κομμάτων εξουσίας είναι ασήμαντες, σήμερα αποτελεί απλώς τμήμα της γενικότερης «κρίσης της πολιτικής». Όσον αφορά την Αριστερά, στη μεν κοινοβουλευτική Αριστερά, εκτός απο το ΚΚΕ που νομιμοποιήθηκε, παρατηρείται η δημιουργία μιας σαφώς ρεφορμιστικής Αριστεράς που δεν αμφισβητεί καν το θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς γενικά και της ΕΕ ειδικότερα, και η οποία κατέλαβε την πολιτική θέση του ΠΑΣΟΚ που γρήγορα προσχώρησε, όπως και τα αντίστοιχα σοσιαλδημοκρατικά Ευρωπαϊκά κόμματα, στον σοσιαλφιλελευθερισμό. Τέλος, όσον αφορά την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, η ίδια η επταετία, στον απόηχο του Μάη του 68, γέννησε μια νέα αντισυστημικη Αριστερά, πέρα από την παραδοσιακή κομμουνιστική.

Στο κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο, η πρόσκαιρη (λόγω διεθνών συγκυριών) «βιομηχανική άνοιξη» της Χούντας συνοδεύθηκε με ένταση της εξωστρέφειας και στήριξη όλης της οικονομικής ανάπτυξης στις ξένες επενδύσεις, τις κατοικίες (με τη βοήθεια της μαζικής επέκτασης της αντιπαροχής) και τον τουρισμό, οδηγώντας στη δημιουργία μιας καταναλωτικής οικονομίας που δεν στηριζόταν βασικά στο ντόπιο παραγωγικό δυναμικό. Οι συνέπειες ήταν όχι μόνο οικονομικές (παραπέρα διεύρυνση του ανοίγματος μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, πελώριο και διευρυνόμενο εμπορικό έλλειμμα, διογκούμενο εξωτερικό χρέος και φυσικά  αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής που οδηγούσε σε παραπέρα αύξηση της ανεργίας και υποαπασχόλησης όσο διευρυνόταν η εξωστρέφεια) —προβλήματα που όλα επιδεινώθηκαν περισσότερο με την ένταξη της χώρας στην ΕΕ— αλλά και κοινωνικές, καθώς και πολιτιστικές. Την εικοσαετία 1961-81  ουσιαστικά συντελέστηκε η μετατροπή της χώρας από αγροτική σε οικονομία υπηρεσιών, βασικά παρασιτικών, εφόσον η μετάβαση αυτή δεν έγινε (όπως στα καπιταλιστικά κέντρα) μετά από μια βιομηχανική επανάσταση. Η κοινωνική συνέπεια δεν ήταν η δημιουργία μιας πολυπληθούς μεσαίας τάξης, όπως στα κέντρα αυτά, αλλά μιας τάξης «μικρομεσαίων», τόσο όσον αφορά την οικονομική επιφάνεια, αλλά το κυριότερο, όσον αφορά την νοοτροπία τους.

Τα μικρομεσαία αυτά στρώματα ήταν κατ εξοχήν ευεπίφορα στο πολιτιστικό τρίπτυχο της Χούντας «Θρησκεια-Πατριδα-Οικογενεια». Το πολιτιστικό αυτό τρίπτυχο, με τη βοήθεια της παγκοσμιοποίησης, σήμερα αποδίδει πλούσιους καρπούς και όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μια σαφή οπισθοδρόμηση σχετικά με το πλούσιο προδικτατορικό πολιτιστικό κίνημα: η θρησκεία και η Εκκλησία, η πατρίδα και ο στρατός, και φυσικά η οικογένεια βρίσκονται στην κορυφή των θεσμών που εμπιστεύονται σήμερα οι Έλληνες! Έτσι, στη χώρα μας, η εναντίωση στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, αντί να επικεντρώνεται στην αντίθεση σε αυτή ως κοινωνικό-οικονομικό θεσμό, έχει βασικό στόχο την πολιτιστική της διάσταση, με λάβαρο την Ελληνορθοδοξία...