(Ελευθεροτυπία, 14 Απριλίου 2007) 


Ευρώφρονες, Ελληνόφρονες και παγκοσμιοποίηση

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 


 

Ενώ το Ελληνικό κράτος έδειξε άλλη μια φορά την περασμένη εβδομάδα ότι δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τον χειρότερο θρησκευτικό φονταμενταλισμο, με την κρατική τηλεόραση να βρίσκεται σε Μεσαιωνικό θρησκευτικό παροξυσμό —τη στιγμή που κυριολεκτικά καράβια χάνονταν— και με το ίδιο να μετέχει στην πολυέξοδη θρησκευτική φιέστα του “θαύματος” του Αγίου Φωτός, (διακηρύσσοντας ταυτόχρονα την ιστορική συνέχεια του έθνους με την κλασική Ελλάδα του ορθολογισμού!), η σχετική διαμάχη μεταξύ Ευρωφρόνων και Ελληνοφρόνων συνεχιζόταν αμείωτη. Τόσο όμως η αυτογελοιοποίηση του κράτους, όσο και η προαναφερθείσα διαμάχη είχαν για πυρήνα τoυς το ίδιο θέμα: τον ρόλο του εθνικισμού --που στην Ελλάδα είναι σχεδόν αναπόσπαστος της θρησκείας-- στη σημερινή καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

Tο νέο στοιχείο στην παλιά αυτή διαμάχη, που στην τωρινή φάση αφορά το βιβλίο της Ιστορίας της Στ Δημοτικού, είναι ότι σήμερα όχι μόνο οι Ελληνόφρονες αλλά και σημαντικό τμήμα των Ευρωφρόνων της ρεφορμιστικής Αριστεράς, αυξανόμενα και πολύ ανησυχητικά, εγκαταλείπουν το παλιό διεθνιστικό όραμα της Αριστεράς. Δηλαδή,  το όραμα που είχε πυρήνα του την humanitas, την πίστη τόσο στη κοινή ανθρώπινη ιδιότητα, ανεξάρτητα από πολιτιστικές, φυλετικές, εθνοτικές και διαφορές φύλου, όσο και στο πανανθρώπινο δυναμικό για συνεργασία, αλληλεγγύη και ορθολογική διαρρύθμιση της κοινωνικής οργάνωσης  (πέρα από τους διάφορους θρησκευτικούς ανορθολογισμούς) με απώτερο στόχο μια διεθνή κοινωνία όπου οι λαοί, μέσα από π.χ. συνομοσπονδίες, θα μοιράζονται και φροντίζουν τους όλο και σπανιότερους πλανητικούς πόρους. Έτσι, σήμερα παρατηρούνται δυο κύριες τάσεις στην Ευρώφρονη ρεφορμιστική Αριστερά.

Η πρώτη τάση υιοθετεί τον διαστρεβλωμένο διεθνισμό που επιβάλλει η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς στη σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου, των ελαστικών αγορών εργασίας και  της εμπορευματοποίησης ακόμη και των αγαθών και υπηρεσιών που καλύπτουν βασικές ανάγκες επιβίωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η Αριστερά αυτή βαυκαλίζεται με την ιδέα ότι ακόμη και μέσα από τους κατ’ εξοχήν θεσμούς που υλοποιούν την παγκοσμιοποίηση στη περιοχή μας, δηλαδή την ΕΕ, το ΝΑΤΟ κ.λπ., μπορεί να δημιουργήσει κοινωνικές “πιέσεις από τα κάτω”, οι οποίες θα οδηγήσουν στην “εναλλακτική” Ευρωπαϊκή Ένωση, “της Δημοκρατίας, της Ελευθερίας, της Κοινωνικής Προστασίας και της υπεράσπισης της Ειρήνης”.[1] Δεδομένου όμως ότι η Αριστερά αυτή δεν μας εξηγεί πώς η εναλλακτική ΕΕ θα μπορούσε ν ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και τις αποθήκες φτηνής και εξαθλιωμένης εργασίας Κινα και Ινδία, σε ένα πλαίσιο ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών που κυβερνούν οι πολυεθνικές —το οποίο δεν αμφισβητεί— είναι φανερό ότι “ονειρεύεται σαν τον Καραγκιόζη”!

Η δεύτερη τάση, αυτή της κεντρο-αριστεράς, επίσης δεν θέτει θέμα αμφισβήτησης των θεμελιακών θεσμών της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, και, πολύ περισσότερο, του ίδιου του θεσμικού πλαίσιου της οικονομίας της αγοράς. Όντας όμως αντιμέτωπη με την άνοδο μιας λαϊκίστικης “ακροδεξιάς”, η οποία αγκαλιάζει τα εθνικά σύμβολα στην προσπάθεια της να εκφράσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια για την ανεργια/υποαπασχοληση (την οποία αποδίδει στη μετανάστευση) μιλά σήμερα για ένα “προοδευτικό” εθνικισμό. O εθνικισμός αυτός, παίρνοντας δεδομένο το προαναφερθέν θεσμικό πλαίσιο, αναπόφευκτα, περιορίζεται στο επίπεδο των αξιών, υποσχόμενος να “παντρέψει τις ιδιαίτερες δεσμεύσεις σε συγκεκριμένες νόρμες και εθνικές παραδόσεις με την καθολικευμένη κουλτούρα των ατομικών δικαιωμάτων, των αγορών και του Νόμου”.[2] Ομως, δεδομένου ότι η οικονομική και πολιτική δύναμη είναι συγκεντρωμένη στα χέρια της υπερεθνικής ελίτ που διαφεντεύει τη Νέα Διεθνή Τάξη, όταν έρχονται σε σύγκρουση οι παραδοσιακές αξίες με τις αξίες της Νέας Τάξης, υποχωρούν βέβαια οι πρώτες και εκδηλώνονται μόνο στο ανώδυνο για την υπερεθνική ελίτ φολκλορικό επίπεδο. Έτσι εξηγείται για παράδειγμα το πώς ο εγχώριος “προοδευτικός εθνικισμός” (ΠΑΣΟΚ), από τη μια μεριά, ακολουθεί πιστά τις εντολές της υπερεθνικής ελίτ όχι μόνο στα “εθνικά θέματα” με προεξάρχον το Κυπριακό, αλλά ακόμη και σε θέματα όπου οι παραδοσιακοί δεσμοί με τους γειτονικούς λαούς (Γιουγκοσλάβους χθες, Άραβες σήμερα) θα επέβαλλαν εντελώς άλλη πολιτική από αυτή που ακολουθεί, ενώ, από την άλλη, δηλώνει πίστη στις παραδόσεις μετέχοντας ενθουσιωδώς στις πιο σκοταδιστικές απο αυτές —αλλά και ανώδυνες για τις ελίτ.

Στην Ελλάδα, όμως, πέρα από τις τάσεις αυτές των Ευρωφρόνων παρατηρείται το φαινόμενο της ανάπτυξης μιας τάσης στην Αριστερά, η οποία σαφώς κατατάσσεται στους Ελληνόφρονες όσον αφορά την ιδεολογία της που επικεντρώνεται στην παράδοση, συμπεριλαμβανομένης της…Ορθοδοξίας -- σαν αντίβαρο στην ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης. Μολονότι στοιχεία της ιδεολογίας της είναι βάσιμα και ιδίως η ανάγκη της υποστήριξης εθνικοαπελεθερωτικων κινημάτων σήμερα που αντιστέκονται στη Νέα Διεθνή Τάξη (Ιρακινή, Αφγανιστανικη η Παλαιστινιακή αντίσταση), εφόσον πράγματι η εθνική απελευθέρωση από τον ξένο κατακτητή είναι αναγκαία προϋπόθεση για οποιαδήποτε κοινωνική απελευθέρωση, ο πυρήνας της ιδεολογίας της καλλιεργεί και ενισχύει τον εθνικισμό και τον θρησκευτικό ανορθολογισμό. Έτσι, αντιπαλεύοντας υποτίθεται το στοιχείο του μεταμοντερνισμού που οδηγεί στην ισοπέδωση των παραδόσεων, οι Ελληνόφρονες υιοθετούν ένα άλλο θεμελιακό στοιχείο του: την απόρριψη του αιτήματος για καθολικό πολιτικό προταγμα και την  υιοθέτηση των “πολιτικών ταυτότητας” στο εθνικό επίπεδο, που τελικά διασπούν τους λαούς  και διευκολύνουν την πολιτική “διαίρει και βασίλευε” της Νέας Τάξης. Διότι βέβαια ήταν ακριβώς η εκμετάλλευση από την  υπερεθνική ελίτ των πολιτιστικών και εθνοτικων διαφορών μεταξύ των λαών, σε συνδυασμό με την Νεοταξικη ιδεολογία των ατομικών δικαιωμάτων και του συνακόλουθου περιορισμού της εθνικής κυριαρχίας, που “νομιμοποίησε” την επίθεση και  καταστροφή της Γιουγκοσλαβίας χθες και του Ιράκ σήμερα. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η ίδια τάση δεν θέτει καν θέμα αμφισβήτησης του συστήματος της οικονομίας της αγοράς αλλά μιλά για κάποιο “κοινοτισμό”, όπου η οικονομία της αγοράς θα συνυπάρχει με την συμμετοχική “δημοκρατία” και αμεσοδημοκρατικα στοιχεία!

Είναι επομένως σαφές ότι Ελληνόφρονες και Ευρώφρονες αποτελούν ουσιαστικά όψεις του ίδιου νομίσματος, εφόσον η αντίθεση τους στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και τη Νέα Τάξη επικεντρώνεται στον πολιτιστικό τομέα, χωρίς να θέτουν θέμα αντικατάστασης του σημερινού οικονομικού θεσμικού πλαίσιου που οδήγησε σε αυτού του είδους την παγκοσμιοποίηση. Αντί δηλαδή να παλεύουν για μια νέα διεθνή δημοκρατική κοινωνία αλληλεγγύης των λαών, που με ρίζες στους πολιτισμούς τους (πέρα βέβαια από θρησκευτικούς ανορθολογισμούς) οργανώνονται σε συνομοσπονδίες βασισμένες στην πολιτική και οικονομική δημοκρατία,[3] μιλούν είτε για “μερεμέτια” της υπάρχουσας παγκοσμιοποίησης, είτε για επιστροφή σε αδελφοκτόνους εθνικισμούς…


 

[1] Μνημόνιο Λαφονταιν-Γκύζη  29/11/06

[2] David Goodhart, “Progressive nationalism isn't an oxymoron, it's a necessity”, Guardian, 27/5/06
[3] Τ. Φωτόπουλος, “Προς μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση”, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, Ελληνικά Γράμματα, 2002