(Ελευθεροτυπία, 10 Νοεμβρίου 2007) 


Η «εξαφάνιση» της φτώχειας

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

Οι ιδεολόγοι της Νέας Τάξης που επιβάλλει η καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχουν ήδη αποδείξει περίτρανα την ικανότητα τους να εξαφανίζουν ή διαστρεβλώνουν  ενοχλητικούς όρους όπως  ο σοσιαλισμός, η δημοκρατία (με την κλασική της έννοια της αυτοδιεύθυνσης) η αντίσταση κατά των κατακτητών («τρομοκρατία») κ.λπ. Δεν ήταν λοιπόν έκπληξη ότι η «διεθνής κοινότητα» (ευφημιστικός όρος για την υπερεθνική ελίτ) θα έβρισκε τρόπο να εξαφανίσει και την ίδια την φτώχεια και το βασικό της συστατικό στοιχείο, την ανισότητα, ιδιαίτερα όταν φτώχεια και ανισότητα είναι τα κύρια συμπτώματα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Στην προσπάθεια μάλιστα «εξαφάνισης» της φτώχειας μετέχει, έστω ακούσια, και η ρεφορμιστική Αριστερά που μιλά για τον αγώνα «να κάνουμε την φτώχεια Ιστορία» μέσα από μεταρρυθμίσεις του συστήματος όπως η άρση των χρεών των φτωχών χωρών ―«ξεχνώντας» στην πορεία ότι το ίδιο σύστημα που γέννησε τα χρέη αυτά θα τα ξαναδημιουργήσει στο μέλλον!

 

Έτσι, νεοφιλελεύθεροι, σοσιαλφιλελεύθεροι και ρεφορμιστική Αριστερά, σε αγαστή σύμπνοια, αν και με διαφορετικά βέβαια κίνητρα ο καθένας,  συμμετείχαν προ ημερών σε άλλη μια από τις «παγκόσμιες ημέρες» που ετήσια οργανώνει η «διεθνής κοινότητα» για τις όψεις της πολυδιάστατης κρίσης που αντιμετωπίζει η σημερινή κοινωνία: την οικολογική κρίση («ημέρα για το περιβάλλον»), την κοινωνική κρίση («ναρκωτικά») την οικονομική κρίση («φτώχεια») κ.λπ. Στις παγκόσμιες αυτές μέρες, οι κρίσεις μετατρέπονται σε «προβλήματα” τα οποία οι ειδικοί τεχνο-επιστήμονες μπορούν, κάτω από την πίεση της «κοινωνίας των πολιτών», να τα επιλύσουν  με τις κατάλληλες μεθόδους. Η αναπόφευκτη συνέπεια είναι η συσκότιση των «συστημικων» αιτίων των κρίσεων αυτών και η καλλιέργεια του εφησυχασμού ότι δήθεν με ατομικές ενέργειες και την πίεση των «κινημάτων», όπως αυτή εκφράζεται με διαδηλώσεις, τις δραστηριότητες των ΜΚΟ, των βουλευτών της ρεφορμιστικής Αριστεράς κ.λπ., θα ξεπεράσουμε τις κρίσεις —οι οποίες στο μεταξύ επιδεινώνονται!

 

Στο πλαίσιο της καμπάνιας για την «εξαφάνιση της φτώχειας», οι ιδεολόγοι της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης έχουν αποδυθεί σε μια πελώρια προσπάθεια να πείσουν, με ποίκιλλα στατιστικά και ορολογικά τεχνάσματα, ότι η φτώχεια ήδη σταδιακά εξαφανίζεται μέσα στην διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και πως αυτό που ονομάζουμε φτώχεια σήμερα είναι, βασικά, μια «υγιής» ανισότητα που προκαλεί η αλματώδης βελτίωση της οικονομικής κατάστασης αυτών που προσαρμόζονται γρήγορα στη διαδικασία αυτή σε σχέση με τους υπόλοιπους που βραδυπορούν στην εκμετάλλευση των ευκαιριών που προσφέρει η «πρόκληση της παγκοσμιοποίησης». Φυσικά, αποσιωπάται το γεγονός ότι οι κύριοι ωφελημένοι από την διαδικασία αυτή «τυχαίνει» να είναι τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα σε κάθε χώρα που εκμεταλλεύονται τη θέση τους στον σημερινό διεθνή καταμερισμό εργασίας. Στο ίδιο πλαίσιο γίνεται η βασική διάκριση μεταξύ απόλυτης και σχετικής φτώχειας. Η απόλυτη φτώχεια ορίστηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα (ΠΤ) ως η διαβίωση με ημερήσιο εισόδημα κάτω του 1 δολλ. («ακραία» φτώχεια) ή κάτω των 2 δολλ. («μέτρια» φτώχεια), ενώ η σχετική φτώχεια ορίζεται σε σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον και μετριέται με βάση την ανισότητα στη κατανομή του εισοδήματος και πλούτου (π.χ. το επίπεδο εισοδήματος κάτω απο το μισό του μέσου).

 

Έτσι, αντί να οριστεί η απόλυτη φτώχεια με βάση το απαιτούμενο εισόδημα για την επαρκή κάλυψη των βασικών αναγκών επιβίωσης (τροφή, ένδυση, στέγαση, υγεία, εκπαίδευση, έξοδα για μεταφορά και επικοινωνία κ.λπ.) όπως για παράδειγμα είχαν κάνει Βρετανοί οικονομολόγοι με βάση τα εισοδήματα  όλων των εργαζόμενων σε μια πόλη το 1899 (Rowntree approach), η Π.Τ. όρισε τη φτώχεια στα γελοία αυτά επίπεδα ―που δεν καλύπτουν επαρκώς τις βασικές ανάγκες ούτε στις φτωχότερες γειτονιές του πλανήτη― με βάση δειγματοληπτικές έρευνες των εισοδημάτων, της κατανάλωσης των νοικοκυριών και υπολογισμούς των διαφορών στις τιμές. Ενδεικτικά, στην Ελλάδα, με βάση τους επίσημους ορισμούς της φτώχειας,  το 21% του λαού βρίσκεται κάτω από τη γραμμή της (σχετικής) φτώχειας και η απόλυτη φτώχεια είναι σχεδόν μηδαμινή, ενώ με βάση το κριτήριο της κάλυψης των βασικών αναγκών σχεδόν το 80% του λαού θα κατατασσόταν στη κατηγορία των φτωχών![1]

 

Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι η συσκότιση για το πραγματικό μέγεθος και την δυναμική της φτώχειας. Για παράδειγμα, ένα τυπικό επιχείρημα των ιδεολόγων του συστήματος είναι ότι η παγκοσμιοποίηση έφερε την δραστική μείωση της απόλυτης φτώχειας, η οποία έπεσε από 40% του παγκόσμιου πληθυσμού το 1981, σε 21% το 2001,[2] ή από 1,5 δισ. ανθρώπων το 1981 σε 986 εκ. το 2004. Αν όμως αφαιρέσουμε την Κίνα από τους υπολογισμούς, ο αριθμός των ανθρώπων σε «ακραία» φτώχεια αυξήθηκε ελαφρά μεταξύ 1981 και 2004, από 855 εκ σε 857 εκ.![3] Και αυτό, διότι η μικρή μείωση της φτώχειας σε κάποιες περιοχές αντισταθμίστηκε από τον πενταπλασιασμό της στην Ευρώπη και Κεντρική Ασία μετά την κατάρρευση του “υπαρκτού” και την αύξηση της στην υπό-Σαχάρεια Αφρική και την Λατινική Αμερική. Η «εξαφάνιση» επομένως της φτώχειας οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στο γεγονός ότι η Κινεζική «κομμουνιστική» ηγεσία έβγαλε από τη λίστα των φτωχών πάνω από 400 εκ. Κινέζους στη περίοδο 1981-2001 επειδή απόκτησαν το περιπόθητο εισόδημα του 1 δολλ. την ημέρα, μειώνοντας με μια μονοκονδυλιά το ποσοστό των απόλυτα φτωχών στη Κίνα κατά τα δυο τρίτα![4] Στο μεταξύ, η αστυνομία φρουρεί σήμερα τα Κινεζικά νοσοκομεία λόγω των συνεχών επεισοδίων από πολίτες που, μετά την ιδιωτικοποίηση της υγείας, αδυνατούν να πληρώσουν ακόμη και τα έξοδα του τοκετού![5]

 

Εντούτοις, παρά τα στατιστικά τεχνάσματα για να εξαφανιστεί η φτώχεια, ακόμη και σήμερα, το 53% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε συνθήκες «μέτριας» φτώχειας με εισόδημα κάτω από 2 δολλ. την ημέρα. Και φυσικά οι στόχοι της «διεθνούς κοινότητας» και ο αγώνας των ΜΚΟ και της ρεφορμιστικής Αριστεράς αφορούν την μείωση αυτής της σχετικά εύκολα μειώσιμης φτώχειας, όπως την ορίζει η ΠΤ, και όχι της πραγματικής (και μη εξαφανίσημης στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς) φτώχειας που αφορά την αδυναμία κάλυψης των βασικών αναγκών. 

 

Όμως, δεν είναι μόνο η πραγματική φτώχεια που αγνοείται, αλλά ακόμη και η σχετική φτώχεια προσπερνάται εφόσον η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει οδηγήσει σε μια συνεχώς αυξανόμενη συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου. Έτσι, το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού εισπράττει σήμερα το 80% του παγκόσμιου εισοδήματος και το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 85% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ ο μισός παγκόσμιος πληθυσμός μόλις κατέχει το 1% του παγκόσμιου πλούτου.[6] Είναι περίεργο ότι οι ιδεολόγοι της Νέας Τάξης συνήθως παραμερίζουν την σχετική φτώχεια που κάνει επίσης ανάγλυφη την χρεοκοπία του συστήματος;

 

 


 

[2] UN, Human Development Report 2005 , Πιν. 1.2

[3] Larry Elliott, Guardian, 16/4/2007

[4] World Bank, World development indicators 2005, Πιν. 2.5a

[5] Jonathan Watts, Guardian, 12/5/2007

[6] James Randerson, Guardian, 6/12/2006