Ελευθεροτυπία (19 Αυγούστου 2006) 


Νίκη κατά της Νέας Τάξης;

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η διακοπή της επίθεσης του Σιωνιστικού κράτους στον Λίβανο, κάτω μάλιστα από συνθήκες άκρως ταπεινωτικές για την δήθεν παντοδυναμία του μετά από αλλεπάλληλες νίκες εναντίον των Αραβικών κρατών που είχαν οδηγήσει σε συνεχή επέκταση των εδαφών του μπορεί να ήταν μια έκπληξη για μερικούς ενώ για κάποιους άλλους ήταν άκρως αναμενόμενη. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι παρόμοιο. Το 1996, η Χεζμπολαχ έστελνε πάλι Κατιούσες στο Βόρειο Ισραήλ και ο Σιμον Περές του «προοδευτικού» Εργατικού κόμματος ακολουθούσε την ίδια τακτική «καμένης γης» με τον σημερινό Ολμερτ, δηλαδή της «εκκαθάρισης» του Νότιου Λίβανου από τον πληθυσμό του που θα έδινε τη δυνατότητα στον Σιωνιστικό στρατό να συντρίψει την Χεζμπολλαχ. Η τακτική απέτυχε παρόλο που δημιούργησε 400.000 πρόσφυγες καθώς και εκατόμβες μεταξύ των αμάχων (102 νεκροί πάλι στην Κανά!). Παρόλα αυτά οι Σιωνιστές σφαγείς επανήλθαν αδίστακτοι. Όχι μόνο σήμερα, αλλά και το 2000, όταν η Χεζμπολλαχ τερμάτισε την κατοχή τους στον Νότιο Λίβανο.

 

Μολονότι επομένως η έκβαση της νέας δολοφονικής εκστρατείας τους στο στρατιωτικό επίπεδο ήταν αναμενόμενη, είναι φανερό ότι η προσχεδιασμένη (όπως αποκαλύφθηκε) επίθεση τους, σε συνεργασία με την υπερεθνική ελίτ και ιδιαίτερα την Αμερικανική ηγεσία της δεν απέβλεπε σε στρατιωτική νίκη χωρίς βέβαια να περιμένουν το ‘στραπάτσο’ που έπαθαν στα χέρια της Χεζμπολλαχ αλλά σε «διπλωματική» κυρίως νίκη με την αμέριστη βοήθεια της υπερεθνικής ελίτ (ΗΠΑ, ΕΕ), καθώς και των κομπάρσων της στη Ρωσική και Κινεζική ελίτ που τρέμουν μήπως χάσουν τις «μπίζνες» που έχουν ήδη εξασφαλίσει στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Το σχέδιο τους δηλαδή από την αρχή απέβλεπε στην συντριβή της αντίστασης της Χεζμπολλαχ μέσω της απομάκρυνσης της από τον Νότιο Λίβανο, όπως προβλέπει το εγκριθέν ομόφωνα από την υπερεθνική ελίτ και τους κομπάρσους της ψήφισμα 1701. Η ελπίδα τους είναι ότι μια «ειρηνευτική» δύναμη από μέλη της υπερεθνικής ελίτ και εξαρτημένους από αυτήν, θα καταφέρει ο,τι δεν κατόρθωσαν τα προηγούμενα 20 χρόνια! Δεδομένου μάλιστα ότι η δύναμη αυτή συμπεριλαμβάνει και τον άκρως διαιρεμένο Λιβανέζικο στρατό (που δεν έριξε τουφεκιά όσο βομβαρδιζόταν η χώρα του!) η εξέλιξη αυτή δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε νέα εμφύλια διαμάχη μέσα στον Λίβανο και παραπέρα υπονόμευση της αντίστασης κατά της υπερεθνικής ελίτ και των Σιωνιστών.

 

Τα συμπεράσματα είναι πολλά και σημαντικά. Όπως παραδέχονται δυτικοί στρατιωτικοί αναλυτές,[1] η πελώρια υπεροπλία της υπερεθνικής ελίτ μπορεί ν' αναδειχθεί μόνο σε σύγκρουση με τακτικούς στρατούς, όπου είναι σε θέση να καταστρέψει εύκολα κάθε υποδεέστερο τακτικό στρατό καθώς και τις υποδομές μιας χώρας και να τρομοκρατήσει τους λαούς με τους μαζικούς δολοφονικούς βομβαρδισμούς. Η υπεροπλία όμως αυτή δεν μπορεί να εξασφαλίσει τον έλεγχο των λαών αυτών, όπως έδειξε περίτρανα το Ιράκ, το Αφγανιστάν, η Παλαιστίνη και ο Λίβανος. Αλλά, εάν οι επικυρίαρχοι δεν μπορούν να επιτύχουν απόλυτη νίκη, παρά την πελώρια υπεροπλία τους, το ίδιο ισχύει και για το αντάρτικο των αντιστεκόμενων λαών που κατά κανόνα δεν είναι σε θέση σήμερα να επιτύχει απόλυτη νίκη κατά των επικυρίαρχων, με την έννοια της εκδίωξης τους, όπως π.χ. στο Βιετνάμ. Είναι πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο οι Ιρακινοί, οι Αφγανοί η οι Παλαιστίνιοι να εκδιώξουν τους επικυρίαρχους από τα εδάφη τους, όσες θυσίες και αν υποστούν και όσες απώλειες και αν επιβάλλουν στους επικυρίαρχους.

 

Είναι λοιπόν δυνατή η νίκη ενός εθνικοαπελευθερωτικου κινήματος στη σημερινή Νέα Τάξη; Για να δώσουμε απάντηση στο κρίσιμο για τους λαούς αυτό ερώτημα πρέπει πρώτα να ορίσουμε τις προϋποθέσεις για μια τέτοια νίκη. Η ιστορική σύγκριση με το Βιετναμέζικο κίνημα είναι σχετικά διαφωτιστική, εφόσον είναι φανερό ότι ήταν νικηφόρο όχι μόνον επειδή, όπως και τα σημερινά κινήματα, δεν ήταν δυνατόν να συντριβεί από ένα τακτικό στρατό αλλά και επειδή ικανοποιούσε μια σειρά άλλων προϋποθέσεων που σήμερα όμως δεν υπάρχουν τόσο στο Ιράκ και το Αφγανιστάν όσο και στην Παλαιστίνη-Λίβανο. Οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν το ίδιο το κίνημα, τους επικυρίαρχους, αλλά και τον γενικότερο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων.

 

Όσον αφορά τα ίδια τα σημερινά εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα, το γεγονός ότι στηρίζονται σε μια θολή αντί-ιμπεριαλιστική ιδεολογία, εφόσον είναι αναμιγμένη με θρησκευτικούς ανορθολογισμούς (αντίθετα με το Βιετναμέζικο κίνημα), είναι καθοριστικό και εύκολα γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης: τόσο από την υπερεθνική ελίτ για να διαιρεί τους λαούς, όσο και από την ρεφορμιστική διανόηση η οποία μπορεί εύκολα να τηρεί μια πολιτική «ίσων αποστάσεων» μεταξύ θυτών και θυμάτων.

 

Όσον αφορά τους επικυρίαρχους, το Βιετνάμ τους δίδαξε πολλά χρήσιμα μαθήματα. Σήμερα, δεν χρειάζεται ν ανησυχούν για την επίδραση που θα έχουν οι απώλειες τους πάνω στη μεσαία τάξη (η οποία καθορίζει τα εκλογικά αποτελέσματα), εφόσον δεν χρησιμοποιούν πια κληρωτούς αλλά μισθοφορικούς στρατούς που τους απαρτίζουν βασικά τα πιο αδύνατα κοινωνικά στρώματα, τα οποία αποτελούν και τα μεγαλύτερα θύματα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Ακόμη, ο έλεγχος που ασκούν οι ελίτ, στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, πάνω στα ΜΜΕ, δεν έχει σχέση με τον αντίστοιχο της δεκαετίας του ‘60. Στη Δύση, τις προηγούμενες εβδομάδες, οι θεατές έβλεπαν βασικά τις συνέπειες των «τρομοκρατικών» επιθέσεων της Χεζμπολλαχ και όχι τις πολλαπλάσιες συνέπειες των τρομοκρατικών επιθέσεων του Σιωνιστικού κράτους[2] που εμφανιζόταν ως το…θύμα που αμύνεται!

 

Τέλος, όσον αφορά τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, η έκλειψη του «αντίπαλου δέους» του Σοβιετικού στρατοπέδου έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην έκβαση των αγώνων των εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν υπήρχε σήμερα το σοβιετικό στρατόπεδο ούτε οι μισθοφορικοί στρατοί θα επαρκούσαν για να αντιμετωπίσουν την πελώρια στρατιωτική δύναμη του, ούτε θα είχε επικρατήσει η ρεφορμιστική Αριστερά των «ίσων αποστάσεων» όπως σήμερα, ούτε βέβαια τα ΜΜΕ θα ελεγχόντουσαν απόλυτα από μια υπερεθνική ελίτ.

 

Η συνέπεια της έλλειψης των παραπάνω προϋποθέσεων σήμερα είναι ότι δεν μπορούν πια να υπάρξουν καθαρές νίκες με στρατιωτικά μέσα αλλά μόνο συμβιβασμοί, το περιεχόμενο των οποίων ποικίλλει ανάλογα με τον βαθμό πολιτικής συνειδητοποίησης των λαών: όσο δηλαδή χαμηλότερος ο βαθμός ριζοσπαστικής συνειδητοποίησης, τόσο πιο εύκολη η διάσπαση των αντιστεκόμενων λαών και τόσο πιο κοντά θα είναι το περιεχόμενο του συμβιβασμού προς τους στόχους της Νέας Τάξης. Αυτό το σενάριο επαναλαμβάνεται σήμερα παντού: από το Ιράκ και το Αφγανιστάν μέχρι την Μέση Ανατολή…

 

 


[1] Amyas Godfrey, Wrong weapons, wrong targets’, The Guardian (10/8/2006).

[2] βλ. π.χ. Andrew Gumbel, ‘America's one-eyed view of war: Stars, stripes, and the Star of David’, The Independent (15/8/2006).