Νεοφιλελεύθερη...επιστράτευση

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Ελευθεροτυπία, 2006/03/04) 

 

Η επιστράτευση των ναυτεργατών επειδή τόλμησαν ν αντισταθούν στα νεοφιλελεύθερα μέτρα που εισάγει η πολιτική ελιτ για την απελευθέρωση της αγοράς με στόχο την μεγαλύτερη «ανταγωνιστικότητα» των εφοπλιστών (δηλαδή την ακόμη μεγαλύτερη «ελευθερία» τους σε βάρος των ναυτεργατών, των επιβατών  και των νησιωτών) δημιουργεί το  ευτράπελο οξύμωρο  της νεοφιλελεύθερης επιστράτευσης. Δηλαδή, το οξύμωρο όπου ο νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος υποτίθεται στοχεύει στην απελευθέρωση του ατόμου από το κράτος, εφαρμόζεται μέσα από την πιο ακραία μορφή κρατικής εξουσίας: τον στρατιωτικό νόμο! Όμως, το φαινόμενο δεν είναι ούτε πρωτόγνωρο ούτε και περίεργο στη χώρα μας, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως.

Δεν είναι πρωτόγνωρο, διότι η επιστράτευση εργαζομένων έχει εφαρμοσθεί 17 φορές τα τελευταία 25 χρόνια στη χώρα μας από όλα τα κόμματα εξουσίας για την καταστολή απεργιακών κινητοποιήσεων, ενώ πολλαπλάσιες φορές χρησιμοποιήθηκε απλώς ως «απειλή» για να εξαναγκαστούν οι εργαζόμενοι να λύσουν απεργίες, όταν τα μέσα που συνήθως χρησιμοποιούν οι ελιτ για το σπάσιμο μιας απεργίας απέτυχαν. Δηλαδή, η χρησιμοποίηση των κομματικοποιημένων —από τα κόμματα εξουσίας— εργατικών ηγεσιών, η χρησιμοποίηση απεργοσπαστικών μηχανισμών ή οικονομικών κυρώσεων από τους εργοδότες, η χρησιμοποίηση του κατασταλτικού κρατικού μηχανισμού, η υποδαύλιση άλλων κοινωνικών στρωμάτων που θίγονται από τις συνέπειες της απεργίας, ή τέλος η χρησιμοποίηση των δικαστηρίων για να κηρύξουν την απεργία «παράνομη και καταχρηστική».

 

Και δεν είναι περίεργο φαινόμενο, όπως δεν ήταν ποτέ και οι δικτατορίες στις χώρες της περιφέρειας και ημι-περιφέρειας (Λατινική Αμερική, Νοτιοανατολική Ευρώπη κλπ), σε αντίθεση με τα κέντρα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών όπου παρόμοια φαινόμενα εξαφανίστηκαν μετά την δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι φανερό ότι όπου οι συνήθεις  μηχανισμοί ελέγχου  (δυνάμεις της αγοράς, αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, απεργοσπαστικοί και συνήθεις κατασταλτικοί μηχανισμοί, ΜΜΕ κ.λπ.) δεν είναι από μόνοι τους ικανοί  να ελέγχουν τους πληθυσμούς, με βάση τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των ελιτ, τότε, αναπόφευκτα θα χρησιμοποιηθούν άλλοι μηχανισμοί έλεγχου. Έστω και αν αυτοί παραβιάζουν κατάφωρα, όπως στην περίπτωση της επιστράτευσης, μια σειρά διεθνείς συμβάσεις εργασίας που έχει υπογράψει η χώρα οι οποίες απαγορεύουν την αναγκαστική εργασία —πράγμα για το οποίο η Ελλάδα έχει εγγραφεί στο παρελθόν στη «μαύρη λίστα» της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας— αν όχι και το ίδιο το Σύνταγμα. Γι' αυτό και σε ανάλογες περιπτώσεις στα μητροπολιτικά κέντρα, π.χ. στη μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων στην Βρετανία τη δεκαετία του ’80, όταν η Θατσερικη εξουσία προσπαθούσε να συντρίψει το εργατικό κίνημα που ήταν προϋπόθεση για την νεοφιλελεύθερη συναίνεση που επακολούθησε, δεν ήταν νοητή η επιστράτευση των απεργών. Απλώς χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό αυτό οι συνήθεις μηχανισμοί έλεγχου που ανάφερα, οι οποίοι τελικά ήταν και αρκετοί για την πραγμάτωση των επιδιώξεων των ελιτ.

 

Η αιτιολόγηση των πολιτικών επιστρατεύσεων από τις ελιτ είναι πάντα ίδια και αναφέρεται στη προστασία του «κοινωνικού συνόλου», το οποίο απειλείται «από τη σοβαρή διαταραχή της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της χώρας», ή από τους «κινδύνους στην υγεία» που δημιουργεί η απεργία. Αν όμως προσπεράσουμε τους κινδύνους στην υγεία για τους οποίους συνήθως οι ίδιοι οι εργαζόμενοι παίρνουν μέτρα αντιμετώπισης τους, πέρα από τα αντίστοιχα πελώρια μέσα που διαθέτει ο κρατικός μηχανισμός, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια απεργία πράγματι μπορεί να επιφέρει διαταραχή της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, αφού αυτός ακριβώς είναι ο στόχος της!  Η απεργία, δηλαδή η άρνηση εργασίας, που κατακτήθηκε μετά από μακρόχρονους και αιματηρούς αγώνες από τους εργαζομένους, είναι το μόνο αποτελεσματικό μέσο στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς για  την βελτίωση, ή έστω την αποτροπή της χειροτέρευσης (όπως σήμερα, με τους χιλιάδες ανέργους ναυτεργάτες), της θέσης κάποιου που δεν έχει την ίδια οικονομική και πολιτική δύναμη με αυτόν που του δίνει τη δυνατότητα  εργασίας. Από την άλλη μεριά, το κοινωνικό σύνολο δεν είναι βέβαια κάτι το ομοιογενές αλλά αποτελείται από κοινωνικές ομάδες που ανάλογα με τη θέση τους στην  κοινωνική πυραμίδα, η οποία εξαρτάται από την πολιτική η οικονομική εξουσία που διαθέτουν, μετέχουν στην άσκηση της. Είναι επομένως φανερό ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ατόμων που απαρτίζουν το κοινωνικό σύνολο, ουσιαστικά, δεν μετέχει στην άσκηση εξουσίας, διότι κατέχει ασήμαντη η μηδαμινή εξουσία. Γι αυτό και είναι αντιφατικό να στρέφονται πχ σήμερα οι μικρό-αγρότες ή οι φορτηγατζήδες κατά των ναυτεργατών, ή, αντίστοιχα  χθες, οι οδηγοί ΙΧ  (που μπορεί να είναι και ναυτεργάτες, τραπεζοϋπάλληλοι κλπ)  κατά των μικροαγροτων που κλείνουν τους δρόμους. Και είναι αντιφατικό, διότι αύριο θα βρίσκονται στην ίδια ακριβώς θέση με αυτούς εναντίον των οποίων στρέφονται σήμερα. Είναι άλλωστε γνωστό ότι πάντοτε οι ελιτ στήριζαν την εξουσία τους, πάνω σε έθνη, ή κοινωνικές ομάδες στο εσωτερικό των χωρών τους, με βάση την ιστορικά δοκιμασμένη αρχή του «διαίρει και βασίλευε». 

 

Όπως είναι φανερό από τα παραπάνω, η ανάγκη για το δικαίωμα απεργίας, όπως και για κάθε «δικαίωμα», ανακύπτει μόνο σε κοινωνίες όπου η κοινωνία είναι διαχωρισμένη από την πολιτεία και την οικονομία, όπου δηλαδή κάποιες ελιτ παίρνουν αποφάσεις για λογαριασμό των υπόλοιπων. Μόνο σε μια πραγματική δημοκρατία, όπου κοινωνία, πολιτεία και οικονομία είναι ένα ενιαίο όλο και η πολιτική και οικονομική εξουσία ισοκατανεμεται μεταξύ των πολιτών, είναι αδιανόητη η απεργία εφόσον οι εργαζόμενοι μετέχουν οι ίδιοι στις αποφάσεις που τους αφορούν. Ακόμη και η κλασική Αθήνα ήταν μόνο μερική δημοκρατία εφόσον, όχι μόνο η πολιτική δημοκρατία εξαιρούσε τις γυναίκες, τους μέτοικους και τους δούλους, αλλά και δεν ήταν οικονομική δημοκρατία.

 

Πώς όμως διασφαλίζεται το δικαίωμα της απεργίας σε μια αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» όπου κάποιοι επαγγελματίες πολιτικοί μπορούν ουσιαστικά να το  απαγορεύουν, επειδή η «εν λευκώ  εξουσιοδότηση» που πήραν πριν μερικά χρόνια από το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος (συνυπολογιζόμενης της αποχής), με βάση κάποιο γενικόλογο πρόγραμμα που δεν δεσμεύει ουσιαστικά κανένα για τίποτα, τους δίνει το δικαίωμα να εκφράζουν το «γενικό συμφέρον»; Είναι φανερό ότι αναγκαία προϋπόθεση για την επανάκτηση του δικαιώματος της απεργίας στη χώρα μας είναι η αποφασιστικότητα των απεργών, ώστε να αγνοήσουν την επόμενη επιστράτευση, αλλά και όλων των εργαζόμενων, ώστε να συμπαρασταθούν με πράξεις και όχι…ψηφίσματα στα θύματα της επιστράτευσης,  δηλαδή αποσύροντας επίσης την εργασία τους μέχρις ότου επανακτηθεί το δικαίωμα της απεργίας που αφορά κάθε εργαζόμενο.