Ελευθεροτυπία (2 Απριλίου 2005) 


Νεοφιλελεύθερη λαίλαπα

Τα νέα κυβερνητικά μέτρα

 

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Τα μέτρα που ανακοίνωσε η νεοδημοκρατική κυβέρνηση προ ημερών, σε συνέχεια των ανάλογων μέτρων που ήδη υιοθέτησε στον ένα περίπου χρόνο της στην εξουσία, δεν αποτελούν ‘κεραυνό εν αίθρία’, ούτε κάτι καινούριο. Τα μέτρα αυτά, όπως και όσα θα επακολουθήσουν, συνιστούν την απλή συνέχιση των μέτρων που είχε υιοθετήσει η πασοκικη κυβέρνηση την προηγούμενη δεκαετία. Και είναι με ελάχιστες πιθανές διαφοροποιήσεις ακριβώς τα ίδια μέτρα που θα υιοθετούσε οποιαδήποτε κυβέρνηση λειτουργούσε στο ίδιο θεσμικό πλαίσιο. Δηλαδή, το πλαίσιο που επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση σε όλες τις χώρες που είναι ενσωματωμένες στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Το γεγονός ότι η παραγωγική δομή της χώρας αποδιαρθρώνεται κάθε χρόνο και περισσότερο μετά την ένταξη της στην ΕΟΚ/ΕΕ, η οποία σηματοδότησε την πλήρη ένταξη της στη διεθνοποιημένη οικονομία, δεν αλλάζει στο παραμικρό τα μέτρα που έχει στη διάθεση της η πολιτική και οικονομική ελίτ για ν αντιμετωπίσει την μακροχρόνια κρίση που φανερώνει η συνεχής επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου[1] και των δημόσιων ελλειμμάτων[2].

Με άλλα λόγια, εφόσον ο τελικός στόχος στην σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς είναι μια εξωστρεφής «ανάπτυξη» που στηρίζεται στην εξωτερική αντί για την εσωτερική αγορά, τόσο οι ενδιάμεσοι στόχοι όσο και τα μέσα για την επίτευξη τους είναι επίσης δεδομένα. Οι ενδιάμεσοι στόχοι αφορούν την βελτίωση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, η οποία είναι απαραίτητη ακόμη και για την επιβίωση μέσα στον ανελέητο διεθνή ανταγωνισμό. Δεδομένου όμως ότι η βελτίωση αυτή, στην οικονομία της αγοράς, εξαρτάται καθοριστικά από τις επενδυτικές αποφάσεις των ιδιωτικών επιχειρήσεων εφόσον ο οικονομικός ρόλος του δημόσιου τομέα περιορίζεται πια στην δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για την προώθηση του ιδιωτικού τα μέσα είναι επίσης προκαθορισμένα. Είναι τα μέσα που βλέπουμε όλα αυτά τα χρόνια να εφαρμόζονται από τα κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα (αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο), δηλαδή:

  • η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα μέσω των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων και της δραστικής μείωσης των δημόσιων επενδύσεων,
  • το πετσόκομμα του κοινωνικού κράτους (όταν υπάρχει), η ή μη ανάπτυξη του (όταν είναι υποτυπώδες-Ελληνική περίπτωση), και η παράλληλη αύξηση των έμμεσων φόρων που πλήττουν κυρίως τα κατώτερα στρώματα (αυξήσεις ΦΠΑ, καταναλωτικών φόρων κλπ), με την Ελλάδα να κατέχει ήδη το τρίτο υψηλότερο ποσοστό έμμεσης φορολογίας και το χαμηλότερο ποσοστό άμεσης φορολογίας στην ΕΕ,[3]
  • η παραπέρα μείωση του φορολογικού βάρους των ιδιωτικών επιχειρήσεων (μείωση κατά 40% της φορολογίας των πλοίων, σταδιακή μείωση κατά 10 μονάδες του φορολογικού συντελεστού των κερδών επιχειρήσεων κ.λπ.) και
  • ο δραστικός περιορισμός της «προοδευτικότητας» του φόρου εισοδήματος (που ωφελεί τα προνομιούχα στρώματα) μέσω της μείωσης των ανώτατων φορολογικών συντελεστών, η οποία σε πολλές χώρες φθάνει τις 20 μονάδες.

 

Όμως, στην Ελλάδα η ιστορική διόγκωση του δημόσιου τομέα δεν οφειλόταν στην συνεχή εξάπλωση του κοινωνικού κράτους, όπως στις χώρες του κέντρου, αλλά στην ανικανότητα του ιδιωτικού τομέα να δημιουργήσει μια ανταγωνιστική παραγωγική δομή με υψηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα, όπως στις άλλες χώρες της περιφέρειας και ημιπεριφέρειας. Αυτό άλλωστε έμμεσα παραδέχεται και μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος όταν παρατηρεί ότι «η μη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα αντανακλούσε το χαμηλό ποσοστό των επενδύσεων: κατά την περίοδο 1980 - 1994 η μέση ετήσια αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα ήταν -2,2%»[4]. Το αποτέλεσμα ήταν η επέκταση του δημόσιου τομέα ο οποίος λειτουργούσε ως ασφαλιστική δικλείδα για την απορρόφηση της συνακόλουθης ανεργίας.

 

Η ενσωμάτωση όμως της χώρας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς σηματοδότησε την κατάρρευση της βασικά δασμοβίωτης βιομηχανίας της καθώς και της μη ανταγωνιστικής γεωργίας της. Στην σημερινή επομένως απόπειρα ανάπτυξης που θεμελιώνεται στην εξωστρέφεια, η μόνη διέξοδος για τις ελίτ μας είναι η μαζική επέκταση των ξένων άμεσων επενδύσεων, κατά το Ιρλανδικό πρότυπο που θαυμάζουν. Φυσικά, το γεγονός ότι σήμερα η Ιρλανδία είναι η δεύτερη πιο άνιση χώρα στη Δύση μετά τις ΗΠΑ, ενώ η φτώχεια καλπάζει, δεν είναι θέμα που τις απασχολεί![5]. Όμως, οι επενδύσεις αυτές στην Ελλάδα έχουν ουσιαστικά εξαφανιστεί, εκτός από τις εξαγορές των ολίγων βιώσιμων ελληνικών επιχειρήσεων (π.χ. Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, Παπαστρατος), ενώ παρατηρείται και μετατόπιση ξένου και ντόπιου κεφαλαίου από την Ελλάδα προς τους γειτονικούς επενδυτικούς «παράδεισους» του πάμφθηνου εργατικού κόστους (Palco κ.λπ.). Ο μόνος τομέας όπου ευδοκιμούν οι ξένες επενδύσεις (πέρα από τις κερδοσκοπικές) είναι αυτός του … λιανεμπορίου, όπου η (βασικά καταναλωτική) Ελλάδα αποτελεί έναν από τους κύριους προορισμούς των μεγάλων αλυσίδων![6] Πράγμα βέβαια καθόλου περίεργο αφού συνεχώς διευρύνεται ο αριθμός και των Ελληνικών επιχειρήσεων που στρέφονται από τις εξαγωγές στις εισαγωγές προκειμένου να αυξήσουν το περιθώριο κέρδους.[7]

 

Το αποτέλεσμα είναι η εκρηκτική διόγκωση της ανεργίας, το ποσοστό της οποίας ανέβηκε από 4% το 1980 σε σχεδόν 10% το 1994,[8] για να ξεπεράσει στο τέλος του 2004 το 12%,[9] ενώ το 10% των πλουσιότερων Ελλήνων εισπράττει το 25% του συνολικού εισοδήματος (έναντι 20% που εισπράττει το 40%).[10] Παράλληλα, πάνω από το 20% του ελληνικού πληθυσμού ζει κάτω από τα όρια της (επίσημης) φτώχειας ποσοστό που είναι το δεύτερο υψηλότερο στο σύνολο των 25 κρατών-μελών της ΕΕ. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι τώρα η κυβέρνηση, η οποία έχει εναποθέσει όλες τις ελπίδες της στις ξένες επενδύσεις, μελετά την μηδενική φορολόγηση τους, ενώ ταυτόχρονα αυξάνει τα φορολογικά βάρη των κατώτερων στρωμάτων![11]

 

Με άλλα λόγια, η απώτερη αιτία της σημερινής κρίσης που καλούνται και πάλι να πληρώσουν οι μη προνομιούχοι της οικονομίας της αγοράς, δεν είναι ούτε η «δημιουργική λογιστική» των σοσιαλφιλελευθερων που εξανάγκασαν τους διάδοχους τους —μέσω της Ευρωπαϊκής ελίτ στην ΕΕ— στην περιβόητη απογραφή, ούτε καν τα σχεδόν 15 δισεκατομμύρια δολάρια που σπαταλήθηκαν για τους Ολυμπιακούς από τους οποίους όμως ωφελήθηκε βασικά μόνο η οικονομική ελίτ. Η αιτία είναι η σαθρή οικονομική δομή που δημιούργησε η μεταπολεμική οικονομική ‘ανάπτυξη’, η οποία αποσαθρώθηκε ακόμη περισσότερο με την ένταξη μας στην ΕΕ[12] και θα οδηγεί σε αλλεπάλληλες κρίσεις διαρθρωτικού και όχι συγκυριακού χαρακτήρα.


 

[1] Χρ. Ζιώτη, «Η Ναυτιλία έκλεισε την ψαλίδα του ελλείμματος ισοζυγίου», Ελευθεροτυπία (19/02/2005).

[2] Χρ. Ζιώτη, «Το δημόσιο χρέος, που έφτασε πέρυσι το 122,5% του ΑΕΠ, προκαλεί αιμορραγία», Ελευθεροτυπία (01/03/2005)

[3] Κώστα Μοσχονά, «Eurostat: Αυξήθηκε στην Ελλάδα η επιβάρυνση από 32,6% (1995) σε 36,2% (2002)», Ελευθεροτυπία (02/07/2002).
[4] Ralph Bryant, N. Γκαργκάνας, Γ. Ταβλάς (επιμ.), Greece's economic performance and prospects, (Tράπεζα της Eλάδος & Brookings institution, 2001)

[5] Angelique Chrysalis, «Celtic Tiger roars again - but not for the poor», The Guardian (7/10/2004).
[6] Κ. Λάμπρου, «Στο τοπ 10 του λιανεμπορίου», Ελευθεροτυπία (30/04/2004).

[7] Θ. Τσίρου, «Διευρύνεται συνεχώς ο αριθμός των ελληνικών επιχειρήσεων που στρέφονται τελευταία στις εισαγωγές για να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους!», Ελευθεροτυπία (25/07/2004).
[8] Ralph Bryant, N. Γκαργκάνας, Γ. Ταβλάς, ο.π.

[9] Δ. Καδδά, «Άλμα ανεργίας στο 12,2%», Ελευθεροτυπία (27/03/2005).
[10] World Bank, World Development Indicators 2002, Table 2.8

[11] Γ. ΔΗΜ. «Μηδενική φορολόγηση για ξένες επενδύσεις», Ελευθεροτυπία (27/03/2005).
[12] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Εξαρτημένη Ανάπτυξη, η Ελληνική περίπτωση (Εξάντας, 1985 & 1987) και Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία (Ελληνικά Γράμματα, 2002).