(Ελευθεροτυπία, 8 Ιανουαρίου 2005) 

Οι εκατόμβες της "οικονομίας ανάπτυξης"

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Ο τρομακτικός σεισμός στην Ινδονησία και το συνακόλουθο τσουνάμι δεν δημιούργησαν εκατόμβες ανάμεσα στα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, εκτός από τις ελάχιστες (σχετικά) εξαιρέσεις κάποιων τουριστών από το Βορρά και... τον πρίγκιπα της Ταϊλάνδης που έκανε αμέριμνος σέρφινγκ. Η συντριπτική πλειονότητα των θυμάτων ήταν πάμπτωχοι ψαράδες, άστεγοι και ημιάστεγοι «ιθαγενείς» που έμεναν σε άθλια παραπήγματα, τα οποία φυσικά παρέσυρε το τσουνάμι ή διέλυσε ο σεισμός. Γεγονός που δεν είναι βέβαια άσχετο με το ότι, αντίθετα με τις χώρες στο κλειστό κλαμπ των «ανεπτυγμένων» χωρών του Βορρά, όπως οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία, στις «υποανάπτυκτες χώρες» του Νότου και όχι μόνο δεν υπάρχουν πλήρη συστήματα συναγερμού να προειδοποιούν για το τσουνάμι κάτι που υπολογίζεται ότι θα είχε σώσει περίπου 100.000 ζωές (David Adam, «Γκάρντιαν», 28/12/04) αλλά και όταν μάθουν την ύπαρξή του όπως συνέβη στην Ταϊλάνδη (John Aglionby κ.ά. «Γκάρντιαν», 28/12/04) υποβαθμίζουν την πιθανή καταστροφική σημασία του για να μη χάσουν τους τουρίστες, από τους οποίους εξαρτάται σημαντικό τμήμα του συναλλάγματος με το οποίο αγοράζουν τα καταναλωτικά αγαθά των πολυεθνικών του Βορρά! Εκτός λοιπόν από αυτούς που έχουν εγγενή ή επίκτητη αδυναμία να σκέφτονται ορθολογικά και πιστεύουν ακόμη στην μήνιν κάποιου Θεού (ο οποίος, φαίνεται, έχει μια σαδιστική ικανοποίηση να δοκιμάζει για τα «αμαρτήματα» της ανθρωπότητας σχεδόν αποκλειστικά τους φτωχούς και εξαθλιωμένους), για εμάς τους υπόλοιπους μπαίνει ένα κρίσιμο ερώτημα: Γιατί άραγε αυτοί, οι κατά τεκμήριο περισσότερο «αναμάρτητοι», είναι οι ίδιοι που κατ' εξοχήν πληρώνουν με τη ζωή τους τις «θεομηνίες»;

Η ορθολογική απάντηση δεν είναι δύσκολο να βρεθεί και ανάγεται βέβαια στον τρόπο που έχουμε οργανώσει την κοινωνία και την οικονομία. Οι πρωτόγνωρες εκατόμβες εξέθεσαν ανεπανόρθωτα τόσο το είδος κοινωνικής οργάνωσης που έχει επιβληθεί στον πλανήτη τους τελευταίους δύο αιώνες όσο και τη χρόνια πολυδιάστατη κρίση (οικονομική, οικολογική, πολιτική, κοινωνική) που άρχισε από τότε, η οποία συνεχώς χειροτερεύει. Το ίδιο εκτέθηκαν ανεπανόρθωτα και τα φληναφήματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς για τη δυνατότητα αποτελεσματικών μεταρρυθμίσεων, τη σημασία της οικονομικής «βοήθειας» κ.λπ. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι τη στιγμή που μέχρι άστεγοι στο Βορρά συνεισφέρουν από τα μέσα της ίδιας τους της επιβίωσης για την επιβίωση των εκατομμυρίων θυμάτων στο Νότο, οι πολιτικές ελίτ τους υπόσχονται βοήθεια που μόλις αναλογεί στις δαπάνες πεντέμισι ημερών (Βρετανία) και μιάμισης ημέρας (ΗΠΑ) στον «πόλεμο» για την εξολόθρευση των αντιστεκόμενων στη Νέα Τάξη στο Ιράκ (G. Monbiot, 4/1/05). Ανάλογα, οι οικονομικές ελίτ του Βορρά συζητούν «μεγαλόψυχα» μορατόρια (όχι βέβαια διαγραφή!) για τα υπέρογκα δάνεια των χωρών αυτών, προσφέροντας συγχρόνως βοήθεια που, για τις πολυεθνικές, συνήθως φτάνει στο ύψος των κερδών μιας ώρας! (Jonathan Freedland, «Γκάρντιαν», 5/1/05).

Πέρα δηλαδή από το γεγονός ότι, ολοένα και περισσότερο τελευταία σημαντικό τμήμα των «θεομηνιών» έχουν κοινωνικά αίτια (κλιματικές μεταβολές και διαταραχές λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου, πλημμύρες λόγω της πελώριας αστικής συγκέντρωσης και της αποψίλωσης δασών κ.λπ.) ακόμη και καταστροφές όπως ο σημερινός σεισμός και το τσουνάμι έχουν τρομακτικά άνισες συνέπειες, που κατ' εξοχήν χτυπούν τα φτωχότερα στρώματα. Δηλαδή, τη μεγάλη πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού, εφ' όσον τη στιγμή αυτή η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς καταδικάζει 2,8 δισεκατομμύρια (περίπου τον μισό πλανητικό πληθυσμό) να ζουν σε όρια απόλυτης φτώχειας, χωρίς βέβαια να υπολογίζουμε τα δισεκατομμύρια που απλώς εξασφαλίζουν την επιβίωση και ζουν στις άθλιες παράγκες των φτωχογειτονιών του πλανήτη, που σαρώνει η πρώτη δυνατή νεροποντή.

Η απώτερη κοινωνική αιτία για όλα αυτά τα φαινόμενα είναι η «οικονομία ανάπτυξης». Δηλαδή, το σύστημα οικονομικής οργάνωσης στο οποίο οδήγησαν η δυναμική της οικονομίας της αγοράς και η ιδεολογία της «Προόδου» που αποτελεί το ιδεολογικό συμπλήρωμά της. Εύκολα μπορεί να δειχτεί ότι σε ένα σύστημα οικονομίας της αγοράς στο οποίο κυριαρχούν η αναπτυξιακή ιδεολογία και η προσωπική απληστία, η «δυσανάπτυξη» είναι ζήτημα αυτόματης λειτουργίας του ίδιου του συστήματος, αφού είναι η αγοραστική δύναμη των ομάδων υψηλού εισοδήματος στο Βορρά και των ελίτ στο Νότο που καθορίζει τι, πώς και για ποιον θα παραχθεί. Η οικονομία ανάπτυξης μπορεί να επιβιώσει μόνο με τη διαρκή αναπαραγωγή και επέκτασή της σε νέες οικονομικές ή γεωγραφικές περιοχές οικονομικής δραστηριότητας, πράγμα που συνεπάγεται την καταστροφή της οικονομικής αυτοδυναμίας κάθε περιοχής. Αλλά, από τη στιγμή που καταστρέφεται η οικονομική αυτοδυναμία, είτε βίαια (αποικιοκρατία) είτε μέσω της αγοράς και έχει ως αποτέλεσμα δύο μέρη με άνιση οικονομική δύναμη (ως προς την παραγωγικότητα, την τεχνολογία και το ύψος του εισοδήματος) να έρθουν σε άμεση οικονομική επαφή, τότε, η αυτόματη λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς εξασφαλίζει την αναπαραγωγή και την επέκταση της ανισότητας μεταξύ των δύο μερών. Συγχρόνως, η οικονομική αυτή οργάνωση επιβάλλει ένα νέο τρόπο ζωής, που στηρίζεται στη συνεχή προσπάθεια για ανάπτυξη και τη συνακόλουθη συγκέντρωση (οικονομική, αστική στα μεγάλα κέντρα κ.λπ.) που ωθεί τους ντόπιους στην αποψίλωση των δασών και των ακτών τους και το ξεπούλημα, γενικότερα, κάθε πλουτοπαραγωγικής πηγής τους, ενώ οι ίδιοι συνωστίζονται στα τερατώδη αστικά κέντρα με τις φτηνές προδιαγραφές ή καταλαμβάνουν «ευάλωτες» (τέως ακατοίκητες) περιοχές.

Ετσι, μολονότι ρητός ή σιωπηρός στόχος της προόδου ήταν να τιθασευτεί η φύση με την ανθρώπινη τεχνογνωσία και τη συνακόλουθη ανάπτυξη, η τιθάσευση αυτή είναι τόσο άνιση όσο και η ανάπτυξη στην οποία οδηγεί η άναρχη οικονομία της αγοράς, που κινείται με γνώμονα το ατομικό κέρδος. Η ανάπτυξη αυτή έχει οδηγήσει στη σημερινή οικονομική κρίση, που εκφράζεται από το γεγονός ότι το εισοδηματικό κενό ανάμεσα στο ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει στις πλουσιότερες χώρες και το ένα πέμπτο που ζει στις φτωχότερες, το οποίο το 1960, προτού ξεκινήσει η σημερινή παγκοσμιοποίηση, ήταν 30 προς 1, το 1990 είχε διπλασιαστεί και μέχρι το 1997 ήταν 74 προς 1! Το αποτέλεσμα είναι ότι το πλουσιότερο 20% του παγκόσμιου πληθυσμού εισπράττει σήμερα το 86% του παγκόσμιου εισοδήματος έναντι 1% του φτωχότερου 20% (UN, Human Development Report 1999).

Συμπερασματικά, η «οικονομία ανάπτυξης» δεν δημιουργεί μόνο δισεκατομμύρια ανθρώπους που λιμοκτονούν καθημερινά, αλλά και εκατόμβες θυμάτων (κυρίως ανάμεσα στους μη προνομιούχους) από κάθε έκρηξη της... θεϊκής μήνιδος.