(Ελευθεροτυπία, 10 Δεκεμβρίου 2005) 


 

Η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα συνεχίζεται

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Πριν από μερικούς μήνες, όταν η νεοδημοκρατικη κυβέρνηση έπαιρνε μέτρα για την συνέχιση της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας που είχε αρχίσει η Πασοκικη, κατέληγα στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση, στο θεσμικό πλαίσιο που επιβάλλει η διεθνοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, θα εφάρμοζε βασικά τα ίδια μέτρα : συρρίκνωση του δημόσιου τομέα μέσω των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων και της δραστικής μείωσης των δημόσιων επενδύσεων, πετσόκομμα του κοινωνικού κράτους, μείωση των φορολογικών βαρών πάνω στις ελίτ και τα προνομιούχα στρώματα.[1] Και αυτό, διότι η ανταγωνιστικότητα είναι το αποφασιστικό κριτήριο της επιτυχίας, στο πλαίσιο μιας οικονομίας με ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές κεφαλαίου, εμπορευμάτων και εργασίας. Δηλαδή, στο πλαίσιο που επιβάλλει η ένταξη μας στην Ε.Ε. τον εκφραστή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στον Ευρωπαϊκό χώρο. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η κυβέρνηση (με την συμπαράσταση του ΠΑΣΟΚ που απλώς διαφωνεί για το ότι δεν ζητήθηκε η συγκατάθεση των εργαζόμενων, όπως στην περίπτωση του ΟΤΕ που άνοιξε τον δρόμο!) προχωρά τώρα στην κατάργηση της μονιμότητας των νεοπροσλαμβανόμενων και σε αλλαγές στο εργασιακό καθεστώς των ΔΕΚΟ,  με άμεσο στόχο την ελαστικοποιηση της εργασίας και την πλήρη εξομοίωση τους με ιδιωτικές, και τελικό στόχο την ιδιωτικοποίηση τους.

 

Όπως είχαμε προβλέψει τον καιρό που πανηγύριζε η Ελλάδα για την ανάθεση των Ολυμπιακών, η συνεχής επιδείνωση της γενικής οικονομικής κατάστασης που συνεπαγόταν η ένταξη μας στην Ε.Ε. (πράγμα βέβαια που δεν απέκλειε την βελτίωση της οικονομικής κατάστασης κάποιων κοινωνικών στρωμάτων) απλώς θα συγκαλυπτόταν με το κατασκευαστικό μπουμ των αγώνων. Και αυτό, διότι τα έργα υποδομής της Ολυμπιάδας δεν θα ενίσχυαν άμεσα το παραγωγικό δυναμικό με νέες επενδύσεις σε παραγωγικούς κλάδους, οι οποίες θα βελτίωναν την  παραγωγικότητα τους. Αντίθετα, θα περιοριζόντουσαν είτε σε έργα βιτρίνας ή σε έργα βελτίωσης του μεταφορικού δικτύου τα οποία, με βαλτωμενες τις εξαγωγές λόγω της χαμηλής ανταγωνιστικότητας τους (σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΚΕΠΕ[2] μόνο 10% των προϊόντων μας είναι ανταγωνιστικά), απλώς θα έκαναν ευκολότερες τις εισαγωγές. Πράγμα που ήδη έγινε, με αναπόφευκτη συνέπεια την ακόμη σημαντικότερη επιδείνωση του  ήδη βαριά (και χρόνια) άρρωστου εμπορικού ισοζυγίου. Φυσικά, μόνο οι οικονομικές ελιτ (μεγαλο-κατασκευαστές, προμηθευτές, μεγαλο- εισαγωγείς κ.λπ.) και κάποια προνομιούχα κοινωνικά στρώματα ιδίως στον τουριστικό κλάδο ωφελήθηκαν από τα έργα αυτά, ενώ βρήκαν αρκετοί μετανάστες φτηνό μεροκάματο —που κάποτε πλήρωναν με τη ζωή τους. Αντίθετα, τα λαϊκά στρώματα καλούνται σήμερα να πληρώσουν όχι μόνο την παραπέρα περιβαλλοντική επιβάρυνση της τσιμεντούπολης αλλά και την πελώρια διόγκωση των δημόσιων ελλειμμάτων που προκάλεσαν οι Ολυμπιακοί. Τόσο με την συνακόλουθη συνεχή υποβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης, συντάξεων, όσο και με την μορφή έμμεσων φόρων.

 

Έτσι,  στην «μετά-Ολυμπιάδα»  οικονομία έγινε πια φανερό ότι είχε  εξαντληθεί και η τελευταία πηγή ανάπτυξης που θα μπορούσε να στηριχτεί στην εσωτερική αγορά, την οποία άλλωστε συνεχώς διέβρωναν τα ξένα προϊόντα. Δεδομένου ότι το θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε. απέκλειε την μαζική επέκταση των δημόσιων επενδύσεων, ενώ το ελληνικό κεφάλαιο είτε προτιμούσε να μετακομίζει στις ακόμη φθηνότερες γειτονικές χώρες, ή απλώς την καταναλωτική κραιπάλη, η μόνη διέξοδος που απέμενε στην πολιτική ελίτ ήταν η ένταση του «εκσυγχρονισμού» της οικονομίας, με την επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων, την «ελαστικοποιηση» της αγοράς εργασίας (η οποία θα συγκάλυπτε την μαζική ανοικτή ανεργία με μορφές συγκεκαλυμμένης ανεργίας όπως στις ΗΠΑ και τη Βρετανία), την μείωση των φόρων στα επιχειρηματικά κέρδη κ.λπ.

 

Η λογική πίσω από τα μέτρα αυτά είναι ότι βασική αιτία της χαμηλής ανταγωνιστικότητας είναι οι ψηλές εργατικές αμοιβές. Όμως, η ανταγωνιστικότητα των αγαθών και υπηρεσιών στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα δεν κρίνεται μόνο από το εργατικό κόστος αλλά από το συνολικό κόστος παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος, καθώς και την τελική τιμή του. Αλλά, όταν το εργατικό κόστος είναι σχετικά χαμηλό αφού οι πραγματικές αμοιβές είναι περίπου 83% του μέσου όρου της ΕΕ των «15»,[3] γίνεται φανερό ότι την ευθύνη για την χαμηλή ανταγωνιστικότητα (όσον αφορά το κόστος παραγωγής) την έχουν οι οικονομικές και πολιτικές ελιτ που δεν έκαναν τις απαραίτητες επενδύσεις για να βελτιώσουν την παραγωγικότητα εργασίας —η χαμηλότερη, μαζί με την Πορτογαλεζικη, στην Ευρώπη των «15». Από την άλλη μεριά, η τελική τιμή, στις ολιγοπωλιακες συνθήκες που επικρατούν για τα περισσότερα προϊόντα, προσδιορίζεται βασικά από τα περιθώρια κέρδους με τα οποία δουλεύουν οι επιχειρήσεις. Και όπως έδειξε πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα υψηλά περιθώρια κέρδους των ελληνικών επιχειρήσεων αποτελούν τον κύριο λόγο της απώλειας ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων στην Ευρωπαϊκή αγορά.[4] Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε το ακριβό Ευρώ, που κάνει ακόμη ακριβότερα τα ελληνικά προϊόντα στη παγκόσμια αγορά, τότε γίνεται φανερό ότι δεν είναι οι εργαζόμενοι που ευθύνονται για την χαμηλή ανταγωνιστικότητα αλλά, σαφώς, οι πολιτικές και οικονομικές ελιτ που διαχειρίζονται την οικονομία.  Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η λύση θα ήταν να αναλάβουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι την  διαχείριση της οικονομίας της αγοράς, όπως υποστηρίζουν μερικοί στη ρεφορμιστική Αριστερά και Οικολογία. Κάτι τέτοιο απλώς θα δημιουργούσε νέες αντιφάσεις, χωρίς να οδηγεί στην ικανοποίηση των αναγκών όλων των πολιτών που δεν είναι δυνατή μέσα στο σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς.[5] 

 

Ανάλογα ισχύουν και για τις ιδιωτικοποιήσεις που, όπως απέδειξε το Βρετανικό παράδειγμα, χειροτέρεψαν σημαντικά τη θέση των εργαζόμενων (όσων δεν απολύθηκαν!) που εργάζονται τώρα κάτω από πολύ πιο εντατικές συνθήκες εργασίας, με μισθούς καθηλωμένους, και μη έχοντας πια καμία ασφάλεια για το μέλλον της δουλειάς τους. Συγχρόνως, οι καταναλωτές  πληρώνουν σήμερα περισσότερα για να απολαμβάνουν ίδιες, αν όχι και χειρότερης ποιότητας, υπηρεσίες! Έτσι, εκτός από την τηλεφωνία όπου η μείωση των λογαριασμών ήταν αποτέλεσμα τεχνολογικών και όχι των ιδιοκτησιακών μεταβολών, οι Βρετανοί πληρώνουν σήμερα πολύ μεγαλύτερους λογαριασμούς για το ηλεκτρικό, το γκάζι, το νερό και φυσικά τις συγκοινωνίες όπου κινδυνεύει ακόμη και η ζωή τους για χάρη της μεγιστοποίησης των κερδών και των αμοιβών αυτών που τις ελέγχουν! Αυτή την οικονομία υπόσχονται τα νέα μέτρα…


 

[1] Τ. Φωτόπουλος, «Νεοφιλελεύθερη λαίλαπα. Τα νέα κυβερνητικά μέτρα», ‘Ε’ (02/04/05).
[2] ‘Ε’ (11/07/2004).
[3] Γ. Κούζης, ‘Ε’ (5/6/05).
[4] ‘Ε’ (22/05/05).
[5] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Η Πολυδιάστατη Κρίση και η Περιεκτική Δημοκρατία (Γόρδιος), σελ. 281-285.