(Ελευθεροτυπία, 26 Νοεμβρίου 2005) 


 

Όταν τα ΜΜΕ δεν ελέγχονται άμεσα από την κοινωνία


ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Τα τηλεοπτικά συμπτώματα σκανδαλοθηρίας και «κιτρινισμού» που απασχολούν τελευταία τα εγχώρια ΜΜΕ δεν είναι ούτε πρωτότυπα ούτε περίεργα.
 

Δεν είναι πρωτότυπα, διότι ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται για παράδειγμα και σε δυτικές εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας που απευθύνονται στα λαϊκά στρώματα προσφέροντας «θέαμα», αν και χωρίς «άρτον» εφόσον οι ίδιες εφημερίδες είναι συνήθως οι φανατικότεροι υποστηρικτές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (πχ τα φύλλα του Murdoch). Η Ελληνική ιδιαιτερότητα είναι ότι η σκανδαλοθηρία έχει πάρει βασικά τηλεοπτική μορφή, επειδή ο μέσος Έλληνας έχει κόψει από καιρό την αγορά εφημερίδας και η κύρια πηγή του ενημέρωσης είναι τα τηλεοπτικά κανάλια. Ιδιαίτερα όταν αυτού του είδους η ενασχόληση είναι και καρποφόρα δεδομένου οτι αυξάνει τα ποσοστά τηλεθέασης και συνακόλουθα τα διαφημιστικά έσοδα.
 

Και δεν είναι περίεργα τα συμπτώματα αυτά, διότι από τη στιγμή που η ίδια η ενημέρωση, και ιδιαίτερα η τηλεοπτική, γίνεται εμπόρευμα στο σημερινό σύστημα, αναπόφευκτα, η τύχη του ρυθμίζεται βασικά από τους “νόμους της αγοράς», δηλαδή την  ζήτηση και την προσφορά. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η κρατική ενημέρωση δεν πάσχει από (διαφορετικά) προβλήματα. Μολονότι η κρατική τηλεόραση είναι υποχρεωμένη να τηρεί τα προσχήματα και ν αποφεύγει παρόμοιες κακοτοπιές, εντούτοις δεν παύει ν αποτελεί το βασικό μέσο προβολής του κυβερνητικού έργου στην Ελλάδα η, όπου λειτουργεί πιο ορθολογικά, της γραμμής του κατεστημένου γενικά (π.χ. BBC).  
 

Η ζήτηση για ενημέρωση στην ιδιωτική τηλεόραση προσδιορίζεται από τις ανάγκες ενός εξατομικευμένου θεατή που έχει βασικά αποσυρθεί από τα κοινά, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι, σε ένα σύστημα οικονομίας της αγοράς και του πολιτικού της συμπληρώματος, της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», η γνώμη του ελάχιστη σημασία έχει, εφόσον οι κρίσιμες οικονομικές και πολιτικές αποφάσεις παίρνονται από τις αντίστοιχες ελιτ και αυτός περιορίζεται στον ρόλο του καταναλωτή και ψηφοφόρου αντίστοιχα. Καθοριστικό ρόλο σχετικά με την ζήτηση παίζουν τα «ποσοστά τηλεθέασης» που, όπως και οι δημοσκοπήσεις, όχι μόνο δεν έχουν σχέση με τη δημοκρατία αλλά αντίθετα αποτελούν την «δημοκρατία των απληροφόρητων». Δηλαδή, την «δημοκρατία» που  εκφράζει απλώς την άγνοια ενός κοινού, το οποίο έχει για μοναδική πηγή  πληροφόρησης τις μισές αλήθειες, ή τις διαστρεβλώσεις της αλήθειας, με τις οποίες το τρέφουν τα ΜΜΕ.
 

Σε αυτό το πλαίσιο, οι αυτόκλητοι «Ρομπέν των Δασών» που υποτίθεται αποκαλύπτουν την «αλήθεια» για χάρη του «λαού», στη πραγματικότητα, αποκαλύπτουν τις διαμάχες και τριβές μεταξύ τμημάτων των ελιτ. Πράγμα βέβαια που είναι εύλογο να προσελκύει τον μέσο θεατή που προσπαθεί με αυτό τον ελλιπή τρόπο να αποκτήσει κάποια πρόσβαση στις κρίσιμες πληροφορίες που μονοπωλούν οι οικονομικές και πολιτικές ελιτ.  Παράλληλα όμως η διαδικασία αυτή ενισχύει ακόμη περισσότερο την ιδιώτευση και την απάθεια των πολιτών, πάνω στην οποία στηρίζεται ολόκληρο το συστημικό οικοδόμημα, εφοσον το αποτέλεσμα της αποκλειστικής ενασχόλησης με παρόμοια φαινόμενα είναι ο αποπροσανατολισμός από την ουσία του προβλήματος. Και η ουσία δεν αφορά πρόσωπα και πράγματα αλλά ανάγεται στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που γεννά την ανισοκατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης και επομένως τις ίδιες τις ελιτ, καθώς και τη συνακόλουθη  διαφθορά και  διαπλοκή.
 

 Όσον αφορά την προσφορά  ενημέρωσης από την ιδιωτική τηλεόραση (που είναι απείρως ισχυρότερη από  αυτή των εφημερίδων λόγω της αμεσότητας του μέσου και του γεγονότος ότι το ίδιο μέσο χρησιμοποιείται και για ψυχαγωγία), οι ιδιωτικοποιήσεις των κρατικών καναλιών και η «απελευθέρωση» των αγορών που συνόδευσε την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση οδήγησε σε μια πελώρια συγκέντρωση πολιτικής κυρίως δύναμης στα χέρια των μεγιστάνων των ΜΜΕ  (Murdoch, Kirsch, Berlusconi κλπ), οι οποίοι «τυχαίνει» να είναι και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της. Αυτό υποδηλώνει ότι είναι ρηχή η ανάλυση που προσπαθεί να εξηγήσει τη λειτουργία των ΜΜΕ αποκλειστικά με βάση το κριτήριο του κέρδους.[1] Το κριτήριο αυτό είναι μόνο μια από τις παραμέτρους, συχνά ούτε καν η κύρια, που καθορίζουν τον ρόλο των ΜΜΕ σε μια οικονομία της αγοράς. Η ιδεολογική, πολιτική και κοινωνική επιρροή που προσφέρει η ιδιοκτησία και ο έλεγχος των σημαντικών ΜΜΕ είναι εξίσου σημαντικές παράμετροι. Γι αυτό και είναι αβάσιμες οι ισοπεδωτικές εξομοιώσεις των ιδιωτικών ΜΜΕ συλλήβδην όσον αφορά την εκτίμηση του συγκεκριμένου ρόλου που παίζει το καθένα. Η φιλοξενία, για παράδειγμα, που κατ εξαίρεση παρέχουν κάποια ΜΜΕ —για τους δικούς τους βέβαια λόγους— ακόμη και στον αντισυστημικο Λόγο είναι σημαντικός παράγων στην εκτίμηση αυτή.[2]
 

Είναι επομένως φανερό ότι πραγματικά δημοκρατική ενημέρωση μπορεί να υπάρξει μόνο σε μια κοινωνία όπου τα ΜΜΕ βρίσκονται κάτω από τον άμεσο έλεγχο της ίδιας της κοινωνίας, όπως ο έλεγχος αυτός εκφράζεται από τις συνελεύσεις των πολιτών που έχουν την γενική εποπτεία των ΜΜΕ, και των εργαζόμενων στα μιντια[3]. Όμως, αυτό είναι αδύνατο να επιτευχθεί μέσα στο σημερινό σύστημα, ή οποιοδήποτε άλλο σύστημα που το χαρακτηρίζει η συγκέντρωση δύναμης. Γι αυτό και είναι ουτοπική, αν όχι παραπλανητική, η ιδέα ότι μπορούν να υπάρξουν πραγματικά εναλλακτικά ΜΜΕ ακόμη και στη σημερινή κοινωνία, όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά, η οποία έχει στήσει ανά τον κόσμο παρόμοια ηλεκτρονικά, δήθεν εναλλακτικά, ΜΜΕ.[4] Είναι δηλαδή σαφές ότι πραγματικά δημοκρατική ενημέρωση μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε μια κοινωνία της οποίας οι θεσμοί εξασφαλίζουν την θεμελιακή προϋπόθεση της δημοκρατίας: την ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών. Φυσικά, αυτή είναι μόνο  αναγκαία συνθήκη. Η επαρκής συνθήκη ανάγεται στη δημοκρατική συνειδητοποίηση των πολιτών.

 


[1] Βλ πχ για παρόμοια μονοδιάστατη ανάλυση, Michael Albert, ‘Mass Media, Culture, and The Left’, Democracy & Nature (Μάρτης 1999)

[2] Είναι γνωστή η εφημερίδα αυτή για την πολιτική φιλοξενίας που παρέχει σε αντισυστημικες φωνές, στο πλαίσιο της οποίας, για παράδειγμα, η στήλη αυτή δεν αντιμετώπισε στην υπερδεκαπενταετη ιστορία της λογοκριτική απόπειρα —πράγμα που δύσκολα μπορεί να υποστηριχτεί για τα ραδιοτηλεοπτικά καναλια, βλέπε εδώ.

[3] βλ T. Fotopoulos, ‘Mass media, Culture, and Democracy’, Democracy & Nature (Μάρτης 1999)

[4] Στα «εναλλακτικά» αυτά ΜΜΕ οι διαχειριστικές επιτροπές τους, με διάφορους άμεσους η έμμεσους τρόπους, είτε —στην καλύτερη περίπτωση— προβάλλουν μια συναινετική γραμμή ανάλογη των διάφορων «Κοινωνικών Φόρουμ», είτε —στη χειρότερη— γίνονται μέσα πολιτικής διαστρέβλωσης, ανώνυμης λασπολογίας και κιτρινισμού.