Η αμερικανοποίηση της 'πολιτικής'

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Ελευθεροτυπία, 2004/1/24) 

 

Το κυβερνών κόμμα έχει μια ιδιαίτερη ικανότητα στον ευτελισμό πολιτικών εννοιών. Έτσι, αφού για σχεδόν τριάντα χρόνια ευτέλισε με  τη πρακτική του την έννοια του σοσιαλισμού σήμερα ανάλαβε να κάνει το ίδιο και με την έννοια της δημοκρατίας. Βέβαια σε αυτό δεν πρωτοτυπεί αφού το ίδιο ακριβώς έκαναν τα τελευταία χρόνια και τα παλιά μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης (Βρετανικό, Γερμανικό κ.λπ.) που τώρα έχουν εξοστρακίσει και τυπικά τη λέξη «σοσιαλισμός» από το λεξιλόγιο τους, αφού βέβαια είχαν προ πολλού κόψει κάθε δεσμό με τον σοσιαλισμό. Πρώτα, με την αφαίρεση από το καταστατικό τους κάθε δέσμευσης για συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και, στη συνέχεια, με την εγκατάλειψη κάθε δέσμευσης, όπως τους επέβαλε η σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, για πλήρη απασχόληση και ένα ολοκληρωμένο κράτος πρόνοιας.

Όμως, η ίδια η εγκατάλειψη της δέσμευσης για πλήρη απασχόληση, σε συνδυασμό με το σταδιακό ξήλωμα του κράτους-πρόνοιας (ώστε να γίνει δυνατή η μείωση των φόρων πάνω στα κέρδη και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα, όπως απαιτούν οι ανοικτές και ελεύθερες αγορές), μοιραία υπονόμευσε τη  πολιτική έλξη της σοσιαλδημοκρατίας. Παρόλα αυτά, οι τέως σοσιαλδημοκράτες  προσποιούνται ότι δεν υπάρχει καμιά «νεοφιλελεύθερη συναίνεση» και ότι οι πολιτικές τους διαφέρουν σημαντικά από αυτές των νεοφιλελεύθερων. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η θεμελιώδης νεοφιλελεύθερη αρχή, δηλαδή, η μεγιστοποίηση του ρόλου της αγοράς στην οικονομία και την κοινωνία, έχει ενσωματωθεί στα κυβερνητικά ή πολιτικά τους προγράμματα ενώ η νεοφιλελεύθερη συναίνεση έχει ήδη θεσμοποιηθεί στην ΕΕ με τις Συνθήκες Μάαστριχ, Άμστερνταμ κ.λπ. Πράγμα βέβαια που αποτελεί απόδειξη ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί απλώς πολιτική επιλογή, όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά (βλ. τελευταίο παράδειγμα που συμπεραίνει, και μάλιστα «επιστημονικά», ότι μια μη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι εφικτή, Ν. Κοτζιά, Παγκοσμιοποίηση, Καστανιώτης 2003) αλλά αντιπροσωπεύει την πολιτική συνέπεια δομικών αλλαγών στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Δηλαδή, το αποτέλεσμα μιας ιστορικής διαδικασίας «αγοραιοποίησης» της οικονομίας που απλώς διέκοψε προσωρινά η κρατικιστική φάση της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης (για συστηματική ανάλυση της θέσης αυτής βλ. το βιβλίο του υπογράφοντος Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, Έλληνικά Γράμματα, 2002).

Το αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών στο πολιτικό επίπεδο ήταν η «αμερικανοποίηση» της πολιτικής διαδικασίας που σήμερα εξαπλώνεται  σ’ ολόκληρο τον Βορρά. Έτσι, ενώ στην περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης (1945—τέλη δεκαετίας ’70) υπήρχε μια ουσιαστική διαμάχη μεταξύ των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, που υποστήριζαν την περαιτέρω επέκταση του ρόλου του κράτους, και των συντηρητικών κομμάτων, που υμνούσαν τα πλεονεκτήματα της οικονομίας της αγοράς και προσπαθούσαν να μειώσουν τον κρατισμό, σήμερα, οι εκλογικές αναμετρήσεις έχουν μεταβληθεί —κατά το Αμερικανικό πρότυπο— σε ακριβοπληρωμένες διαφημιστικές εκστρατείες μεταξύ κομμάτων που χαρακτηρίζονται από οριακές προγραμματικές διαφορές και έναν κοινό στόχο: την  διαχείριση της εξουσίας. Η συνεχής παρακμή της οικονομικής κυριαρχίας του κράτους στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς (ως γνωστόν, οι βασικές αποφάσεις της Ελληνικής οικονομικής πολιτικής παίρνονται, από καιρό, στις Βρυξέλλες) συνοδεύεται από την παράλληλη μετατροπή του δημόσιου χώρου σε καθαρή διαχείριση. Αυτό σήμαινε, αναπόφευκτα, τον παραπέρα ευτελισμό της αντιπροσωπευτικής ‘δημοκρατίας’ και αυτού που περνά για «πολιτική» σε αυτήν, με την εξουσία να μεταβιβάζεται από τη Βουλή στην Κυβέρνηση και από εκεί στον Πρόεδρο η τον Πρωθυπουργό και μια κλίκα  συμβούλων και think tanks γύρω από αυτόν που, με βάση τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει ο ίδιος προεκλογικά έναντι των διαφόρων ελίτ σε αντάλλαγμα της υποστήριξης για την προώθηση του στην εξουσία— διεκπεραιώνουν τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των πολιτικών διαχείρισης.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η διαδικασία αυτή οδήγησε σε μια παράλληλη κρίση της πολιτικής που εκδηλώνεται με την μαζική αποχή από τις εκλογές (πχ στις ΗΠΑ, η αποχή φθάνει και το 50%), καθώς και την γενικότερη απαξίωση της πολιτικής ελίτ (πρόσφατη έρευνα του ΕΚΚΕ έδειξε για παράδειγμα ότι στην Ελλάδα το 77,6% των πολιτών δεν εμπιστεύεται τα κόμματα και τους πολιτικούς για τους οποίους πιστεύει ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη των απλών πολιτών). Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η πολιτική ελίτ καταφεύγει είτε σε επικοινωνιακές στρατηγικές, όπως στις ΗΠΑ όπου οι υποψήφιοι πλασάρονται σαν καταναλωτικά προϊόντα με μαζική διαφήμιση, μάρκετινγκ κ.λπ., είτε σε πλασάρισμα της ιδέας μιας δήθεν μεγαλύτερης δημοκρατίας όπου οι πολιτικοί «ακούνε» τους πολίτες —χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει  ότι  τους παίρνουν υπόψη στην εφαρμογή των ειλημμένων αποφάσεων τους με βάση τα συμφέροντα των ελίτ που εκπροσωπούν.

Αυτήν ακριβώς την επικοινωνιακή στρατηγική επέλεξε και το επιτελείο του μόλις χρισθέντος υποψήφιου για την αρχηγία του κυβερνώντος κόμματος, ο οποίος επικαλείται τη συμμετοχική ‘δημοκρατία’. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε για να χριστεί ο ίδιος ως…μοναδικός υποψήφιος ξεπερνά σε «δημοκρατικότητα» ακόμη και την φάρσα των αμερικανικών εκλογών, όπου τουλάχιστον ο υποψήφιος πρόεδρος επιλέγεται μέσα από εκλογές και όχι με βάση τις …δημοσκοπήσεις μιας έντεχνα χειραγωγημένης από τα ΜΜΕ κοινής γνώμης! Έτσι, η δήθεν διεύρυνση της εσωκομματικής δημοκρατίας που υιοθέτησε η Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ όταν πρόσφατα αποφάσισε ότι η «εκλογή» του νέου προέδρου του κόμματος θα γίνει από μέλη και φίλους —που χαιρετίστηκε μάλιστα από τους κομισάριους ως ένα ιστορικό βήμα προς τη «Συμμετοχική Δημοκρατία»— είναι μια φενάκη, εφόσον η εκλογή του ήδη χρισμένου υποψήφιου ως αρχηγού θα αποτελεί απλώς τυπική επικύρωση, με «δημοκρατικές» διαδικασίες, μιας ήδη ειλημμενης απόφασης. Όλοι αυτοι οι φενακισμοί όμως δεν σταμάτησαν την κομματική προπαγάνδα  να διακηρύσσει ότι  η μεγάλη προσφορά του χρισμένου νέου Αρχηγού θα είναι το άνοιγμα στην κοινωνία, η θεμελίωση της Συμμετοχικής Δημοκρατίας. Συγχρόνως, κάποιοι αναλυτές χαιρέτισαν την επαγγελία της νέας «δημοκρατίας» ότι ανοίγει τον δρόμο σε μορφές… άμεσης δημοκρατίας, ενώ κάποιοι «ελευθεριακοι» σχολιαστές έφθασαν να διερωτώνται μήπως οι διακηρύξεις για την αποκέντρωση στο πλαίσιο της «δημοκρατίας» αυτής συνιστούν  «κοινοτιστικό αναρχισμό δια χειλέων ενός κατεστημένου πολιτικού»! Όμως, για την έλλειψη οποιασδήποτε σχέσης μεταξύ συμμετοχικής «δημοκρατίας» και άμεσης δημοκρατίας θα χρειαστεί να επανέλθουμε στο επόμενο άρθρο.