(Το άρθρο αυτό διαφέρει ελαφρώς από εκείνο που δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία η οποία κατά λάθος δημοσίευσε την πρώτη εκδοχή του άρθρου που της έστειλε ο συγγραφέας και όχι την τελική)

 

Το τέλος του μύθου του ΟΗΕ

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Ελευθεροτυπία, 2003/08/23

 

H φοβερή έκρηξη στο κτίριο του ΟΗΕ στη Βαγδάτη έθαψε κάτω από τα ερείπια που άφησε πίσω της τον μύθο του ΟΗΕ ως οργάνου για την διεθνή ειρήνη. Όμως ο μύθος αυτός άρχισε να καταρρέει πολύ νωρίτερα στη Νέα Διεθνή Τάξη και θα άξιζε να δούμε  πού στηριζόταν  και πώς φθάσαμε στη σημερινή κατάληξη.

Όπως είναι γνωστό, ο ΟΗΕ δημιουργήθηκε αμέσως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο για να εκφράσει τη μεταπολεμική ισορροπία δυνάμεων. Γι' αυτό και οι νικητές κατέλαβαν μόνιμες θέσεις με δικαίωμα βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας (ΣΑ) αποκλείοντας τους ηττημένους. Δεδομένου μάλιστα ότι στους νικητές ήταν και τα κύρια «κομμουνιστικά» κράτη (ΕΣΣΔ, Κίνα), μια ιδιότυπη ισορροπία είχε επιτευχθεί όπου, πρώτον, η ύπαρξη του «αντίπαλου δέους» μέσα στο ΣΑ απέκλειε τη δυνατότητα χρησιμοποίησής του από τις καπιταλιστικές ελίτ για τη διεξαγωγή πολέμων που εκπροσωπούσαν αποκλειστικά τα δικά τους συμφέροντα και δεύτερον έδινε τη δυνατότητα στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, που αποτελούσαν την πλειοψηφία στη Γενική Συνέλευση, να χρησιμοποιούν το ένα μπλοκ για να αντισταθμίζουν το άλλο, με στόχο την έγκριση ψηφισμάτων συμβολικής σημασίας. Τέτοια ψηφίσματα ήταν αυτό για την καταδίκη του Σιωνισμού ως ρατσισμού (στη Νέα Τάξη ανακλήθηκε!), την καταδίκη της κατοχής της Παλαιστίνης, της Κύπρου κ.λπ., τα οποία δεν μπορούσαν βέβαια ποτέ να εφαρμοστούν, λόγω της άσκησης βέτο από τις καπιταλιστικές ελίτ στο ΣΑ.

Η μεταπολεμική όμως αυτή ισορροπία ανετράπη από τα θεμέλιά της με την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ και την ανάδειξη της παντοκρατορίας της υπερεθνικής ελίτ στην εποχή της καπιταλιστικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η οποία ήδη φούντωνε στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Τότε άρχισε να καταρρέει και ο μύθος του ΟΗΕ, πρώτα με το «δόγμα Κλίντον» και στη συνέχεια με το «δόγμα Μπους». Με τα δόγματα αυτά, ο ΟΗΕ εκαλείτο να παίξει παρόμοιο ρόλο με αυτόν του προπολεμικού προκατόχου του, δηλ. της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία ήταν απλώς μία μόνιμη συνέλευση των αποικιοκρατικών δυνάμεων που εξέφραζε την προπολεμική ισορροπία δυνάμεων. Στη Νέα Τάξη, το ΣΑ του ΟΗΕ σχεδιάστηκε να γίνει μια μόνιμη συνέλευση της υπερεθνικής ελίτ και των υποτελών (λόγω της οικονομικής εξάρτησής τους) δυνάμεων  (Ρωσία, Κίνα) που θα εξέφραζε τη νέα ισορροπία δυνάμεων. Όπως σαφώς δήλωνε δυτικός πρεσβευτής το 1991: «οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις απέκτησαν πάλι τον έλεγχο».[1] Ο Νεοταξικος ρόλος του ΟΗΕ έδινε τη δυνατότητα στην υπερεθνική ελίτ, δια του στρατιωτικού της βραχίονα (δηλ. τις Αμερικανοβρετανικές δυνάμεις) να προστατεύει το γενικό της συμφέρον όχι πια μέσω της ξεπερασμένης «διπλωματίας της κανονιοφόρου», αλλά με το συλλογικό κάλυμμα του ΟΗΕ.

Έτσι, ο ρόλος που ανέθεσε στον ΟΗΕ η υπερεθνική ελίτ δια του δόγματος Κλίντον περιγράφτηκε ως εξής από τον ίδιο, το 1993:[2] «οι ΗΠΑ θα εξακολουθήσουν να παίζουν τον μοναδικό ηγετικό ρόλο τους στον κόσμο (...) μέσω πολυεθνικών οργάνων, όπως ο ΟΗΕ, που κατανέμουν το κόστος και εκφράζουν  την ενιαία βούληση της διεθνούς κοινότητας» (διάβαζε της υπερεθνικής ελίτ). Το πρότυπο που καθιέρωνε το δόγμα αυτό ήταν ότι οποτεδήποτε η υπερεθνική ελίτ θεωρούσε ότι ήταν δυνατή η άσκηση της εξουσίας της χωρίς να αντιμετωπίζει αποτελεσματική αντίδραση από το «αντικείμενο» της ειρηνευτικής της αποστολής  (π.χ. Σομαλία), τότε η ηγεμονική δύναμη μέσα στην υπερεθνική ελίτ, η Αμερικανική, δεν θα δίσταζε να αναλάβει επιθετική στρατιωτική δράση, μετά από ψήφισμα του ΟΗΕ. Από την άλλη μεριά, όταν εκτιμούσε ότι το κόστος από την επιθετική δραστηριότητα ήταν σημαντικό (π.χ. Βοσνία) τότε ο ρόλος που ανετίθετο στον ΟΗΕ ήταν κυρίως ρυθμιστικός και η στρατιωτική δράση περιοριζόταν σε αεροπορικές επιδρομές που είναι ανώδυνες για το υποκείμενο της «ειρηνευτικής» δραστηριότητας αλλά όχι βέβαια και για το αντικείμενό της.[3] Το Αμερικανικό Πεντάγωνο σύντομα πήρε τη μορφή μιας αυτοκρατορικής αστυνομικής δύναμης, παρόμοιας με αυτήν του Βρετανικού στρατού τον 19ο αιώνα, ώστε να μπορεί να διεκπεραιώνει  αποτελεσματικά τον ρόλο που του ανέθεσε το δόγμα Κλίντον, ως τον εν έσχατη ανάγκη εκτελεστή των αποφάσεων του ΟΗΕ.

Στην περίπτωση του πολέμου στον Κόλπο, η ανάγκη επιμερισμού του σημαντικού κόστους του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι  τα συμφέροντα ολόκληρης της υπερεθνικής ελίτ διακυβευόντουσαν, οδήγησαν το ΣΑ να περάσει απόφαση για την επίθεση στο Ιράκ από μια διεθνή αρμάδα, η οποία όμως δεν ήταν υπό τις διαταγές του ΟΗΕ αλλά της υπερεθνικής ελίτ! Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ο Γεν. Γραμματέας του ΟΗΕ έμαθε την είδηση για την έναρξη της επίθεσης στον Κόλπο από… την τηλεόραση και ότι όταν ο ίδιος αργότερα πρότεινε οι ειρηνευτικές δυνάμεις στη Βοσνία να τεθούν κάτω από τον έλεγχο του ΟΗΕ, η Αμερικανική ελίτ απέρριψε ασυζητητί την πρότασή του.[4] Και φυσικά σε όλη την προηγούμενη δεκαετία, μέχρι πριν την σημερινή εισβολή στο Ιράκ για την οποία έδωσε το πράσινο φως σύσσωμη η υπερεθνική ελίτ με το ψήφισμα 1441 πέρσι τον Νοέμβρη, παρά τις μετέπειτα εσωτερικές διαφωνίες για την μοιρασιά της λείας το ΣΑ έπαιξε με συνέπεια τον ρόλο του στην έγκριση των ψηφισμάτων της ίδιας ελίτ, τα οποία επέβαλλαν το εξοντωτικό εμπάργκο και τους συνεχείς βομβαρδισμούς που στοίχησαν τις ζωές σε εκατοντάδες χιλιάδες Ιρακινούς και την καταστροφή της υποδομής της χώρας.

Όμως, ενώ ο ΟΗΕ έδειξε μεγάλο βαθμό προσαρμοστικότητας στη Νέα Τάξη στην αρχή της προηγούμενης δεκαετίας, σημαντικά προβλήματα ανέκυψαν προς το τέλος της, που κορυφώθηκαν με την εισβολή στο Ιράκ. Τα πρώτα προβλήματα ανέκυψαν όταν η υπερεθνική ελίτ αποφάσισε την επίθεση στην Γιουγκοσλαβία, ώστε να ολοκληρωθεί η διάλυση και υποταγή της στη Νέα Τάξη. Με την απόφαση αυτή διαφωνούσε, για ειδικούς ιστορικούς αλλά και πολιτικό-οικονομικούς λόγους, η Ρωσική ελίτ πράγμα που ανάγκασε την υπερεθνική ελίτ τελικά να στραφεί στο ΝΑΤΟ, παραμερίζοντας τον ΟΗΕ. Το ίδιο παραμερίστηκε ο ΟΗΕ στον πόλεμο κατά του Αφγανιστάν, ο οποίος στηρίχτηκε σε μια αμφισβητούμενης νομιμότητας απόφαση που σηματοδοτούσε το τέλος της συλλογικής δράσης του ΟΗΕ.[5] Ο παραμερισμός του ΟΗΕ ολοκληρώθηκε με την εισβολή στο Ιράκ η οποία, για πρώτη φορά μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, πήρε τη μορφή ενός προληπτικού πόλεμου και πλήρους στρατιωτικής κατοχής, σε εφαρμογή του νέου δόγματος Μπους για την ανάληψη προληπτικών πόλεμων. Αυτό οδήγησε σε διαμάχες μέσα στην υπερεθνική ελίτ που αρχικά έδωσαν την εντύπωση ενός «παράνομου» πόλεμου ο οποίος όμως, μετά την επιτυχή εισβολή, νομιμοποιήθηκε από σύσσωμο  το ΣΑ!  

Τα προβλήματα που ανέκυψαν από την εφαρμογή του δόγματος Μπους οδήγησαν όχι μόνο στην ακόμη μεγαλύτερη απομυθοποίηση του ΟΗΕ, αλλά και στη δημιουργία της πεποίθησης σε μεγάλο μέρος της Αμερικανικής ελίτ ότι ο οργανισμός είναι αναλώσιμος και θα μπορούσε να περιοριστεί σε έναν βασικά διακοσμητικό ρόλο (ανθρωπιστικές αποστολές κ.λπ.) αντί για τον αρχικό μεταπολεμικό ρόλο της συλλογικής ασφάλειας.[6] Σήμερα, όμως, μετά το φούντωμα της αντίστασης του Ιρακινού λαού κατά των κατοχικών δυνάμεων, η Αμερικανικοβρετανική ελίτ φαίνεται ότι σχεδιάζει να επαναφέρει πάλι τον ΟΗΕ στο προσκήνιο, ώστε να γίνει επιμερισμός του σημαντικού κόστους (χρηματικού και σε ανθρώπινες ζωές) ανάμεσα σε όλα τα μέλη της υπερεθνικής ελίτ και τους υποτελείς της πράγμα που θα της επέτρεπε να απαγκιστρώσει δυνάμεις για τη συνέχιση του «πολέμου» κατά της τρομοκρατίας (Ιράν, Κορέα κ.λπ.). Έτσι, το αλισβερίσι του Μάρτη μεταξύ των μελών της υπερεθνικής ελίτ επαναλαμβάνεται, με την Αμερικανοβρετανικη ελίτ να θέλει να διατηρήσει το βέτο στο πολιτικό-οικονομικό μέλλον του Ιράκ, δηλαδή στη λεία, και τη Γάλλο-Γερμανική ελίτ να επιδιώκει συμμετοχή σε αυτή, σε αντάλλαγμα παροχής στρατιωτικής υποστήριξης .

 

 

[1] The Guardian, 30/12/91.

[2] The Guardian, «In the name of the UN, stop it» (κύριο άρθρο) 14/6/93.

[3] Μ. Walker, The Guardian, 28/6/93.

[4] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Ο πόλεμος κατά της «τρομοκρατίας» (Γόρδιος 2003) κεφ. 5.

[5] Monique Chemillier-Gendreau, «UN: the end of collective action», Le Monde Diplomatique, Νοέμβ. 2001.

[6] Richard Perle, «Thank God for the death of the UN», The Guardian, 21/3/03.