Η γκανγκστερική υπερεθνική ελίτ

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Ελευθεροτυπία, 2003/03/22) 

 

 

Η εγκληματική υπερεθνική ελίτ ξεκίνησε την γκανγκστερική (εφόσον δεν τηρεί ούτε τα προσχήματα νομιμότητας που η ίδια καθιέρωσε στο παρελθόν) εισβολή της στο Ιράκ. Στην πραγματικότητα όμως, η εισβολή αυτή δεν αποτελεί παρά την ολοκλήρωση του «πολέμου» που ξεκίνησε το 1991 στον Κόλπο. Στον «πόλεμο» αυτό (ουσιαστικά, στη σφαγή ενός τριτοκοσμικού στρατού από την τελειότερη πολεμική μηχανή στην Ιστορία) συστρατεύτηκε τότε ολόκληρη η υπερεθνική ελίτ (οικονομική, πολιτική, ελεγχόμενα διεθνή ΜΜΕ κ.λπ.), παρά τις διαφωνίες τακτικής που και τότε είχαν ανακύψει στους κόλπους της, όχι βέβαια για τους στόχους αλλά, όπως και σήμερα, για τα μέσα επίτευξής τους, δηλαδή, οικονομικά, διπλωματικά κ.λπ., αντί για καθαρά στρατιωτικά.

 

Ο βασικός στόχος[1] τότε και τώρα ήταν και είναι η εξασφάλιση του απόλυτου ελέγχου του πετρελαίου στα χέρια της υπερεθνικής ελίτ και η εξουδετέρωση κάθε παρέμβασης στον έλεγχο αυτό από «κράτη-ταραξίες», όπως το φονταμενταλιστικό Ιράν ή το Ιράκ που, από τότε που το Μπάαθ επανήλθε στην εξουσία με ένα πρόγραμμα αραβικού σοσιαλισμού, προχώρησε στην εθνικοποίηση των δυτικών εταιρειών πετρελαίου. Ο σημερινός κίνδυνος ανατροπής του πελατειακού καθεστώτος της Σαουδικής Αραβίας από τους φονταμενταλιστές έκανε ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη εγκαθίδρυσης ενός πελατειακού καθεστώτος στο Ιράκ για να επανακτηθεί ο έλεγχος της περιοχής, όπως επισημαίνει και βασικό στέλεχος των «προοδευτικών» τμημάτων της υπερεθνικής ελίτ.[2] Ενδιάμεσοι στόχοι στην επίτευξη του απώτερου αυτού στόχου ήταν η δημιουργία μόνιμης δυτικής στρατιωτικής παρουσίας στον Κόλπο, η οποία θα εγγυόταν τόσο την ασφάλεια των πετρελαιοπηγών όσο και τη σταθερότητα των πελατειακών καθεστώτων του Κόλπου, η καταστροφή της ιρακινής πολεμικής μηχανής που απειλούσε μακροπρόθεσμα την ασφάλεια του σιωνιστικού Ισραήλ αλλά και των πελατειακών αραβικών καθεστώτων στην περιοχή και η συνακόλουθη γενικότερη αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων στην περιοχή, που θα επέτρεπε την τελική κατάπνιξη του παλαιστινιακού κινήματος και την επιβολή ενός προτεκτοράτου στην Παλαιστίνη μέσα σε ένα εντοιχισμένο γκέτο,[3] όπως αυτό που προτείνουν σήμερα οι Μπους-Σαρόν.

Η επίτευξη των στόχων αυτών προϋπέθετε την καθεστωτική αλλαγή στο Ιράκ, δηλαδή την αντικατάσταση της σημερινής ελίτ από μια πελατειακή ελίτ, που θα επέλεγε η υπερεθνική ελίτ, η οποία θα παρέδιδε την εκμετάλλευση του πετρελαίου στις πολυεθνικές, θα αποκαθιστούσε «κανονικές» σχέσεις με το σιωνιστικό Ισραήλ και θα ενσωμάτωνε πλήρως την ιρακινή οικονομία
και γενικότερα αυτή της Μέσης Ανατολής στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, όπως ήδη συνιστούν Αμερικανοί αναλυτές: «Η κυβέρνηση Μπους πρέπει να αδράξει αυτή την ευκαιρία και να ολοκληρώσει τον αγώνα της κατά της τρομοκρατίας, φέρνοντας το εμπόριο και την οικονομική φιλελευθεροποίηση στην περιοχή».[4] Με τους στόχους αυτούς δεν διαφωνούσαν τα μέλη της υπερεθνικής ελίτ ούτε το 1991 ούτε σήμερα, παρά τη σχετική μυθολογία που έχει δημιουργηθεί για κάποια «καλή» Ευρώπη που αντιμάχεται την «κακή» Αμερική. Τότε την εκστρατεία είχε υποστηρίξει σύσσωμη η υπερεθνική ελίτ, ενώ σήμερα την υποστηρίζουν άμεσα μεν η πλειοψηφία των μελών της, με έδρα τις ΗΠΑ, Βρετανία, Ιαπωνία, Ιταλία, Αυστραλία, Ολλανδία, Δανία, Ισπανία, που ελέγχουν σχεδόν το 60% της παγκόσμιας παραγωγής και έμμεσα (με την παροχή διευκολύνσεων, στρατιωτικών βάσεων κ.λπ., για ένα παράνομο σκοπό) όλα τα υπόλοιπα μέλη της στη Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο κ.λπ, καθώς και στα παραρτήματά της, όπως η Ελλάδα. Η διαφωνία άλλωστε των «προοδευτικών» μελών της υπερεθνικής ελίτ σήμερα δεν αφορά τους ίδιους τους στόχους της εκστρατείας αλλά την τακτική (πόλεμος ή διπλωματικά-οικονομικά μέσα).

Όμως, η καθεστωτική αλλαγή δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί με τον «πόλεμο» στον Κόλπο, εφόσον η αλλαγή αυτή προϋπέθετε την κατάληψη ολόκληρου του Ιράκ από δυνάμεις κατοχής, όπως θα επιδιωχθεί με τη σημερινή εισβολή. Αλλά το 1991 ο πόλεμος στηριζόταν σε ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας και μια ευρεία συμμαχία, που μοναδική αποστολή είχε την εκδίωξη των ιρακινών δυνάμεων από το Κουβέιτ. Πέρα απ' αυτό, η κοινή γνώμη στις χώρες της υπερεθνικής ελίτ δεν είχε προετοιμαστεί, σε αντίθεση με τη σημερινή εισβολή, για μια τέτοια περιπέτεια που θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτα αποτελέσματα. Τέλος, όπως έδειξε ο ξεσηκωμός των Κούρδων στον Βορρά και των σιιτών στον Νότο, υπήρχε άμεσος κίνδυνος να διαμελιστεί το Ιράκ και να ενισχυθεί το φονταμενταλιστικό Ιράν, εναντίον του οποίου είχαν στρέψει οι δυτικοί το μπααθικό καθεστώς σε μακρόχρονο πόλεμο τη δεκαετία του 1980. Γι' αυτό και, μολονότι η υπερεθνική ελίτ στην αρχή ενθάρρυνε τα αποσχιστικά αυτά κινήματα, με την ελπίδα ότι στο μεταξύ κάποιο πραξικόπημα θα ανέτρεπε το καθεστώς πριν επικρατήσουν οι φυγόκεντρες δυνάμεις, όταν διαπίστωσε ότι η «από μέσα» ανατροπή του καθεστώτος ήταν αδύνατη, άφησε τα κινήματα αυτά στην τύχη τους και στις αναπόφευκτες μαζικές διώξεις από το καθεστώς που ακολούθησαν.

Όταν τελείωσε ο πόλεμος στον Κόλπο, η υπερεθνική ελίτ συνέχισε την προσπάθεια για καθεστωτική αλλαγή, μέσα από το εξοντωτικό εμπάργκο και τους συνεχείς βομβαρδισμούς, με πρόσχημα τον μη πλήρη αφοπλισμό του Ιράκ, παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι ο πόλεμος και οι επιθεωρητές είχαν από την περασμένη δεκαετία καταστρέψει το 95% των όπλων μαζικής καταστροφής.
[5] Ο πραγματικός όμως στόχος ήταν πάντα η μέσω του στραγγαλισμού του ιρακινού λαού παρακίνηση μιας καθεστωτικής αλλαγής, που θα επέβαλλε ένα πελατειακό καθεστώς, όπως πιστοποιούν και οι συνεχείς απόπειρες κατά της ιρακινής ηγεσίας. Όταν όμως στις αρχές της παρούσας δεκαετίας έγινε πια φανερό ότι η ανατροπή του καθεστώτος από μέσα ήταν αδύνατη, τότε σχεδιάστηκε η σημερινή εγκληματική εισβολή της γκανγκστερικής ελίτ. Έτσι, οι επιθέσεις της 11/9, που αποδεδειγμένα ήταν άσχετες με το ιρακινό καθεστώς, χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα για να εξαπολυθεί μια μαζική πλύση εγκεφάλου,
μέσω των ελεγχόμενων από την υπερεθνική ελίτ ΜΜΕ, για τον κίνδυνο που μας απειλούσε από τα όπλα του... νέου Χίτλερ. Τα «προοδευτικά» μέλη της υπερεθνικής ελίτ που επιδίωκαν την καθεστωτική αλλαγή με μη στρατιωτικά μέσα υιοθετούσαν όλη αυτή τη φιλολογία, γι' αυτό και υπερψήφισαν την απόφαση 1441, η οποία σήμερα χρησιμοποιείται για τη νομιμοποίηση της εγκληματικής εισβολής. Άλλωστε, σε κάποιο στάδιο αποκάλυψαν και τα ίδια τις πραγματικές προθέσεις τους, όταν μια εκδοχή του γαλλογερμανικού σχεδίου που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας προέβλεπε τον αφοπλισμό που θα επέβαλλαν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις τους, δηλαδή τη μετατροπή του Ιράκ σε γαλλογερμανικό προτεκτοράτο, αντί του αγγλοαμερικανικού που θα γίνει με την εισβολή! Παρ' όλα αυτά, η ρεφορμιστική Αριστερά εξακολουθεί να μιλά για ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει ότι στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, όπου πολυεθνικές και όχι έθνη-κράτη είναι οι βασικοί παίκτες, τα κοινά συμφέροντα των μελών της υπερεθνικής ελίτ είναι πολύ ισχυρότερα από τις τυχόν διαφορές τακτικής κ.λπ. Γι' αυτό άλλωστε και η υπερεθνική ελίτ εκδήλωσε σύσσωμη την ικανοποίησή της από τη σημερινή εγκληματική εισβολή όταν, προεξοφλώντας τον απόλυτο έλεγχο του ιρακινού πετρελαίου από τις πολυεθνικές που ουσιαστικά θα διαλύσουν τον OPEC, η τιμή του πετρελαίου ήδη έπεσε σημαντικά και τα χρηματιστήρια παντού άρχισαν ν' ανθούν και πάλι.

Συμπερασματικά, τόσο η σημερινή εισβολή όσο και οι πόλεμοι που έρχονται, γίνονται μόνο για τη διασφάλιση της σημερινής πελώριας συγκέντρωσης πολιτικής και οικονομικής δύναμης που εξασφαλίζει η οικονομία της αγοράς και η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» στα χέρια της υπερεθνικής ελίτ και των παραρτημάτων της. Το γεγονός άλλωστε ότι αν οι ίδιοι οι λαοί, και όχι οι ελίτ «για λογαριασμό» τους, είχαν πράγματι τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων, το σημερινό έγκλημα δεν θα γινόταν ποτέ (όπως δείχνει το παγκόσμιο αντιπολεμικό κίνημα, που η ρεφορμιστική Αριστερά αποπροσανατολίζει και σπρώχνει σε ανώδυνες συμβολικές διαμαρτυρίες), είναι ενδεικτικό...

 

 


[1] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Ο Πόλεμος στον Κόλπο, Εξάντας, 1991, κεφ. 1-2.

[2] Βλ. Ignacio Ramonet, Le Monde diplomatique, Μάρτιος 2003.

[3] Chris McGreal, «The Guardian», 17/3/03 και 18/3/03.

[4] Charlene Barshefsky, «New York Times», 22/2/03.

[5] Julian Borger κ.ά., «The Guardian», 15/3/02.