Η πολυδιάστατη κρίση της κοινωνίας

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

(Ελευθεροτυπία, 2003/11/15) 

 

 

 

Τα πορίσματα της πρώτης συγκριτικής πανευρωπαϊκής κοινωνικής έρευνας σε 23 χώρες που παρουσίασε προ ημερών το ΕΚΚΕ για την Ελλάδα σχολιάστηκαν ποικιλοτρόπως, με βάση την πολιτική σκοπιά των σχολιαστών. Η συνισταμένη όμως των σχολίων που εκφράστηκαν για τα πορίσματα αυτά βρισκόταν κατά κανόνα στην επιφάνεια, εφόσον έλειπε η προσπάθεια ανάλυσης των "συστημικών" αιτίων που μπορούν να εξηγήσουν τα στοιχεία, πράγμα που θα οδηγούσε κατευθείαν στην πολυδιάστατη κρίση του συστήματος που στηρίζεται στην οικονομία της αγοράς και το πολιτικό της συμπλήρωμα, την αντιπροσωπευτική "δημοκρατία". Όπως θα προσπαθήσω να δείξω σύντομα, η έρευνα επιβεβαιώνει κατά τον πανηγυρικότερο τρόπο την πολυδιάστατη κρίση (πολιτική, οικονομική, πολιτιστική και γενικότερα κοινωνική ―η οικολογική διάσταση απουσιάζει γιατί δεν εξετάστηκε) από την οποία μαστίζεται η σημερινή κοινωνία.  Μια ανάλυση των πορισμάτων της έρευνας αυτής σε σχέση με τα συστημικά αίτια της κρίσης μπορεί ακόμη να εξηγήσει τις ελληνικές "ιδιαιτερότητες" οι οποίες τονίστηκαν ιδιαίτερα από τους σχολιαστές.

 

Όσον αφορά πρώτα την πολιτική κρίση, αυτή επιβεβαιώνεται από την αντίληψη που προκύπτει για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, το κοινοβούλιο και τους πολιτικούς. Με βάση μια κλίμακα 10 βαθμών, το κοινοβούλιο βαθμολογείται κάτω από τη βάση (5) από  το 44,1% των Άγγλων (που δημιούργησαν την κοινοβουλευτική δημοκρατία!) το 43,8% των Πορτογάλων, το  33,6% των Ισπανών και το 39,3% των Ελλήνων. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι όσον αφορά την εμπιστοσύνη στους πολιτικούς κάτω από τη βάση δίνουν 62% των Ελλήνων, 60% των Ισπανών, 74% των Πορτογάλων και 58,6% των Εγγλέζων. Αυτό όμως δεν σημαίνει αδιαφορία για την πολιτική με την έννοια της "διαχείρισης των κοινών" αλλά μόνο γι' αυτό που περνά για πολιτική σήμερα, όπου κλίκες επαγγελματιών πολιτικών διαχειρίζονται (συνήθως με το αζημίωτο) τα κοινά. Γι' αυτό και οι Έλληνες, για παράδειγμα, που παρουσιάζονται να έχουν πολύ χαμηλό ενδιαφέρον για την πολιτική, εμφανίζουν συγχρόνως τα υψηλότερα ποσοστά ικανότητας συμμετοχής σε πολιτικές συζητήσεις και αποφάσεις. Τέλος, το γεγονός ότι οι Έλληνες εμφανίζονται περισσότερο νομοταγείς και από γνωστούς για τη νομιμοφροσύνη τους λαούς όπως οι Βρετανοί και οι Ολλανδοί, με το ποσοστό που έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στους νόμους να είναι τριπλάσιο του αγγλικού και 13 φορές ψηλότερο του ολλανδέζικου, απλώς αποτελεί ένδειξη ότι στην Ελλάδα θεωρούν πολλοί σώφρον να προσποιούνται δημόσια τους νομοταγείς πολίτες όταν στη καθημερινή ζωή τους παραβαίνουν συνήθως κάθε νόμο που τους αφορά.

 

Ερχόμενοι τώρα στην οικονομική κρίση, τα πορίσματα της έρευνας δεν είναι διαφωτιστικά εφόσον δεν δίνεται ακριβής εικόνα της ταξικής διάρθρωσης των νοικοκυριών που πήραν μέρος στο δείγμα. Έρχεται για παράδειγμα σε άκρα αντίφαση με την πραγματικότητα το γεγονός ότι μόνο 13% των Εγγλέζων δηλώνουν ότι τα βγάζουν πέρα δύσκολα ή πολύ δύσκολα όταν είναι γνωστό ότι η φτώχεια και η ανισότητα βρίσκεται σήμερα στα βικτοριανά επίπεδα[1]. Είναι άλλωστε χαρακτηριστική η αντίφαση που παρουσιάζουν τα στοιχεία της έρευνας όσον αφορά τον πυρήνα της σημερινής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης: την ανάθεση της οικονομικής διαχείρισης στον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα. Έτσι ενώ 29% των Ελλήνων, 23% των Ισπανών, 20% των Πορτογάλων και 29,7% των Εγγλέζων συμφωνούν ότι «όσο λιγότερο παρεμβαίνει η κυβέρνηση στην οικονομία, τόσο το καλύτερο είναι για τη χώρα», εντούτοις, όταν οι ίδιοι ερωτώνται εάν «η κυβέρνηση πρέπει να πάρει μέτρα για να μειωθούν οι διαφορές μεταξύ των εισοδημάτων» συμφωνούν το 88% των Ελλήνων, το 74% των Ισπανών, το 86% των Πορτογάλων και τοι 61,6% των Εγγλέζων! Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η συντριπτική πλειοψηφία συμφωνεί για την ανάγκη ισχυρών συνδικάτων προς προστασία των εργαζόμενων από τον ιδιωτικό τομέα που είναι σήμερα παντού κυρίαρχος (85% των Ελλήνων, 68% των Ισπανών, 76% των Πορτογάλων και 65% των Εγγλέζων).

 

Όσον αφορά την πολιτιστική κρίση που απασχόλησε ιδιαίτερα τους σχολιαστές, οι ελληνικές ιδιαιτερότητες που μας εμφανίζουν έναν άκρως θρησκόληπτο καθυστερημένο λαό δεν είναι δύσκολο να ερμηνευθούν. Έτσι,  η θρησκεία ως αξία στη ζωή συγκεντρώνει τον ανώτερο μέσο όρο στην Ελλάδα (83%) με μόνο τους Πορτογάλους να ξεπερνούν τη βάση (58%), ενώ το ποσοστό θρησκευτικότητας στην Ελλάδα είναι το υψηλότερο πλησιάζοντας κατά μέσο όρο το 8 στη κλίμακα των 10, με τους Πορτογάλους και τους Ολλανδούς απλώς να πιάνουν τη βάση και τους Ισπανούς και τους Άγγλους κάτω από τη βάση. Τέλος, οι Έλληνες εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά εκκλησιασμού (μόνο 4% δεν εκκλησιάζεται ποτέ, έναντι 34% στην καθολική Ισπανία, 25% στη Πορτογαλία και 50% στην Αγγλία και την Ολλανδία) και τακτικής προσευχής (μόνο 4,4% δεν προσεύχεται ποτέ στην Ελλάδα, έναντι 33% στην Ισπανία,18% στη Πορτογαλία, 42% στην Αγγλία και 46% στην Ολλανδία). Μολονότι η αναβίωση του ανορθολογισμού (και όχι απλώς της επίσημης θρησκείας) είναι γενικότερο φαινόμενο που έχει σχέση με μια σειρά "αντικειμενικών" και "υποκειμενικών" παραγόντων που ενεργούν στη σημερινή εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης[2] εντούτοις, οι ελληνικές ιδιαιτερότητες μπορούν να εξηγηθούν σε σημαντικό βαθμό με βάση την εκστρατεία τόνωσης του εθνικό-ορθόδοξου συναισθήματος που καλλιεργούν τα κρατικά ΜΜΕ, με πρωτοστατούντα τα κρατικά κανάλια που παρουσιάζουν εικόνα φονταμενταλιστικού Ιράν. Ανάλογο όμως μέρος της ευθύνης φέρει και τμήμα της Αριστεράς μας που εγκληματικά καλλιέργησε τον εθνικό-ορθόδοξο άξονα ως δήθεν αντίβαρο στην καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Οι συνέπειες είναι τα τραγικά κρούσματα ρατσισμού που πολλαπλασιάζονται τελευταία αλλά και οι ίδιες οι προθέσεις των πολιτών, όπως παρουσιάζονται στην έρευνα αυτή, όπου οι Έλληνες εμφανίζονται με τα μικρότερα ποσοστά υπέρ μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Και αυτό, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι είναι απόλυτα δικαιολογημένη η αντίθεσή τους στη μετατροπή της χώρας μας σε χώρα εισαγωγής μεταναστών ―τμήμα της διαδικασίας παγκοσμιοποίησης― που, όπως σωστά αντιλαμβάνονται, έχει ως αποτέλεσμα τη συμπίεση των  μέσων μισθών και ημερομίσθιων. Φυσικά, αυτό δεν δικαιολογεί να ξεσπούν επάνω στα θύματα…

 


 

[1] (βλ. Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, Ελλην. Γράμματα, 2002. κεφ. 7)

[2] (βλ. Τ. Φωτόπουλος. Θρησκεία, Αυτονομία, Δημοκρατία — η Άνοδος του νέου ανορθολογισμού, Ελεύθερος Τύπος, 2000)