Ελευθεροτυπία (24 Αυγούστου 2002) 


Πόλεμος κατά της «τρομοκρατίας»: ένας πόλεμος νέου τύπου

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Οι βομβιστικές επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη έδωσαν την ευκαιρία (αν όχι την αφορμή) στην υπερεθνική ελίτ, της οποίας ο στρατιωτικός βραχίονας είναι ντεφακτο η Αμερικανική πολεμική μηχανή, να αρχίσει τον τελευταίο της «πόλεμο»: αυτόν κατά της «τρομοκρατίας». Μολονότι όμως ο νέος πόλεμος έχει πολλές ομοιότητες με τους προηγούμενους πόλεμους της υπερεθνικής ελίτ (Ιράκ, Γιουγκοσλαβία) που εξέτασα παλιότερα[1] υπάρχουν και σημαντικές διαφορές με αυτούς. Έτσι, ο πόλεμος εναντίον της τρομοκρατίας είναι ένας διαρκής πόλεμος και συγχρόνως ένας «υπερεθνικός πόλεμος». Είναι διαρκής, διότι θα συνεχίζεται όσο η Νέα Διεθνής Τάξη και η «συστημική» βία (δηλαδή η θεσμοποίηση της ανισοκατανομής δύναμης) αναπαράγονται και αναπόφευκτα γεννούν την πολιτική αντιβία και την λαϊκή και ατομική τρομοκρατία. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι σύμφωνα με τον Dick Cheney, τον Αμερικανό υπο-πλανητάρχη, ο πόλεμος αυτός μπορεί να κρατήσει μισό αιώνα και ίσως παραπάνω.[2] Ακόμη, ο πόλεμος αυτός είναι υπερεθνικός όχι μόνο με την έννοια ότι διεξάγεται από μια υπερεθνική ελίτ με στόχους που ξεπερνούν τα συμφέροντα συγκεκριμένης εθνικής ελίτ αλλά και με την έννοια ότι αντίθετα με τους προηγούμενους πόλεμους της υπερεθνικής ελίτ δεν έχει στο στόχαστρο συγκεκριμένα «καθεστώτα-παρίες» που δεν είναι πλήρως ενσωματωμένα στη Νέα Διεθνή τάξη ή απλώς «δεν συμμορφώνονται προς τις υποδείξεις», αλλά οποιοδήποτε καθεστώς, ή ακόμη και κοινωνικό κίνημα ή ομάδα, που αντιστέκεται στη Νέα Τάξη: από το Παλαιστινιακό κίνημα μέχρι το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης. Όπως τονίζει σχετική έκθεση του Βρετανικού Royal United Services Institute «ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας μοιάζει με ένα εμφύλιο πόλεμο σε παγκόσμια κλίμακα εφόσον διεξάγεται σε ένα κόσμο συρρικνωμένο και διασυνδεδεμένο από την παγκοσμιοποίηση».[3] Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι σήμερα οι Αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις έχουν αναπτυχθεί σε περισσότερες περιοχές του πλανήτη απ’ ότι είχαν στο τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου.[4]

 

Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας είναι ένας ιδιαίτερα χρήσιμος (από τη σκοπιά της υπερεθνικής ελίτ) τρόπος για τον έλεγχο των πληθυσμών που απειλούν τη Νέα Τάξη. Ο άμεσος στόχος του, στις πρώτες φάσεις, είναι εκείνοι οι Ισλαμικοί πληθυσμοί στο Νότο που δείχνουν μια ιδιαίτερη έλλειψη προσαρμοστικότητας στη Νέα Τάξη και ζουν σε χώρες που λόγω της γεωπολιτικής θέσης τους, παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς (Αφγανιστάν, Παλαιστίνη, Ιράκ, Ιράν). Σε άλλες πάλι χώρες (Ινδονησία, Φιλιππίνες, Μαλαισία), αλλά και χώρες στη Λατ. Αμερική (π.χ. Κολομβία) αφήνεται στις εγχώριες ελίτ να εξαρθρώσουν την «τρομοκρατία» με την αμέριστη υποστήριξη της υπερεθνικής ελίτ. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στη χώρα μας όπου η «ενόχληση» για την υπερεθνική ελίτ δεν προερχόταν βασικά από τη 17Ν αλλά από το ισχυρό κίνημα κατά των δυτικών ελίτ που, για ιστορικούς λόγους, αναπτύχθηκε μεταπολεμικά στη χώρα μας και εκδηλώνεται σε κάθε πόλεμο της υπερεθνικής ελίτ, δημιουργώντας μια ενοχλητική παραφωνία σε σχέση με τους άλλους λαούς στην ΕΕ. Έτσι εξηγείται η ατμόσφαιρα κρατικής τρομοκρατίας που καλλιεργείται με αφορμή την εξάρθρωση της 17Ν, η καλλιέργεια του χαφιεδισμού ανάμεσα στους πολίτες και η δημιουργία της εικόνας του ισχυρού κρατικού μηχανισμού ασφάλειας που σε συνεργασία με τους πανίσχυρους μηχανισμούς των Αμερικανών, Βρετανών κ.λπ. μπορεί να συντρίψει κάθε αντίσταση.

 

Όμως δεν είναι μόνο τα κινήματα στην περιφέρεια και την ημιπεριφέρεια που βρίσκονται στο στόχαστρο της υπερεθνικής ελίτ. Τα αντισυστημικά ρεύματα μέσα στο «κίνημα» της αντιπαγκοσμιοποίησης, καθώς και στην Αριστερά γενικότερα, είναι επίσης στο στόχαστρο της ίδιας ελίτ. Η αντιτρομοκρατική νομοθεσία που εισάγεται παντού που σημαίνει ότι ήδη ένας Μεγάλος Αδελφός μπορεί να παρακολουθεί τα ηλεκτρονικά μηνύματά μας, τα φαξ μας και φυσικά τις τηλεφωνικές επικοινωνίες μας, η αναγκαστική (Γκουαντάναμο) ή «εκούσια» (Ελλάδα) αποστέρηση της νομικής υποστήριξης των υπόπτων για την τρομοκρατία ―όλα αυτά δεν είναι παρά τμήματα του πόλεμου κατά της τρομοκρατίας.

 

Είναι λοιπόν φανερό ότι ο διαρκής πόλεμος κατά της τρομοκρατίας δεν έχει πραγματικό στόχο την εξάλειψη της τρομοκρατίας, όπως διακηρύσσει η επίσημη προπαγάνδα, εφόσον η ελίτ ξέρει καλά ότι αυτό είναι αδύνατο (όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία) όσο συνεχίζεται η συστημική βία. Όμως, εάν η εξάρθρωση της τρομοκρατίας είναι απλώς η αφορμή, γιατί γίνεται αυτός ο πόλεμος και μάλιστα σε αυτή τη συγκεκριμένη συγκυρία; Συνοπτικά, η υπερεθνική ελίτ επιδιώκει μια σειρά επιμέρους στόχων μέσα στο γενικό πλαίσιο της εξασφάλισης της σταθερότητας της Νέας Διεθνούς Τάξης (πολιτικής και οικονομικής) μέσω της συντριβής κάθε διαγραφόμενης απειλής εναντίον της. Τέτοιοι επιμέρους στόχοι είναι η αποθάρρυνση της λαϊκής αντιβίας η οποία προκαλείται από την αυξανόμενη συστημική βία που εντείνεται συνεχώς ως αποτέλεσμα της καπιταλιστικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η εξασφάλιση σταθερότητας στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία που θα εγγυάται τις πηγές ενέργειας της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και τέλος η αναπαραγωγή της πολεμικής οικονομίας που συνεισφέρει σημαντικά στην ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς.

 

Αλλά ποιοι είναι οι λόγοι που ώθησαν την υπερεθνική ελίτ (και τα παραρτήματά της σε χώρες σαν τη δική μας) να εξαπολύσουν τον πόλεμο αυτό τους τελευταίους μήνες; Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν αρκετοί λόγοι γι’ αυτό, που συνοψίζονται στο γεγονός ότι η υπερεθνική ελίτ έχει πολύ καλύτερες πιθανότητες, σε σχέση με αυτές που είχαν οι εθνικές ελίτ παλιότερα, για να συντρίψει οποιαδήποτε βίαιη αντίδραση κατά της Νέας τάξης την οποία εγκαθίδρυσε μετά το τέλος του Ψυχρού πόλεμου και την παράλληλη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς. Τέτοιοι λόγοι είναι: 

  • Η γενίκευση της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» η οποία μείωσε δραστικά τον αριθμό των ανθρώπων, ιδιαίτερα στην περιφέρεια και ημιπεριφέρεια όπου ευδοκιμούσαν τα στρατιωτικά καθεστώτα στην περίοδο του Ψυχρού πόλεμου, που θα κατέφευγαν σήμερα σε βίαιη δράση για να επιτύχουν την κοινωνική αλλαγή.

  • Η δημιουργία μιας βασικά αυτο-ρυθμιζόμενης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς ―όπου τα εθνικά κράτη παίζουν ουσιαστικά το ρόλο του χωροφύλακα για την τήρηση της «τάξης» (δηλαδή των κανόνων της αγοράς)― η οποία θεσμοποιεί τη συστημική βία στο οικονομικό επίπεδο με τρόπο ώστε λίγοι να συνειδητοποιούν τη φύση και τις αιτίες της πελώριας ανισότητας στην κατανομή της οικονομικής δύναμης που δημιουργεί το σύστημα αυτό. Οι πολλοί θεωρούν σήμερα την αυξανόμενη ανισότητα κάτι σαν νόμο της φύσης.

  • Οι σημαντικές βελτιώσεις στη τεχνολογία της κρατικής καταπίεσης οι οποίες έχουν δημιουργήσει μια τεράστια ασυμμετρία στην κατανομή στρατιωτικής δύναμης και έχουν οδηγήσει στην ουσιαστική εξαφάνιση του αντάρτικου στην περιφέρεια (εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις στη Λατ. Αμερική και την Ασία).

  • Η κατάρρευση του σοσιαλιστικού κρατισμού, με τη μορφή του υπαρκτού στην Ανατολή και της σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση (η πρώτη εξαιτίας εγγενών, βασικά, λόγων και η δεύτερη ως αποτέλεσμα της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς), η οποία οδήγησε στο τέλος των παλιών αντισυστημικών κινημάτων[5] και την κατάρρευση της παραδοσιακής Αριστεράς γενικότερα.[6]

Είναι λοιπόν φανερό, με βάση το παραπάνω ερμηνευτικό πλαίσιο, ότι η υπερεθνική ελίτ αποφάσισε να εξαπολύσει εδώ και μερικούς μήνες αυτόν τον πόλεμο διότι διαβλέπει μια ιστορική ευκαιρία να εξασφαλίσει, για πολλά χρόνια, μια αδιαμφισβήτητη ηγεμονία. Παράλληλα, ο διαρκής χαρακτήρας του πόλεμου αυτού προσφέρει στις ελίτ ένα μόνιμο μέσο ελέγχου του πληθυσμού. Στην προσπάθεια πραγματοποίησης αυτών των στόχων οι ελίτ διαθέτουν και την πολύτιμη, άμεση ή έμμεση, υποστήριξη της ρεφορμιστικής (συμπεριλαμβανομένης της «Πράσινης») Αριστεράς, η οποία, έχοντας εγκαταλείψει κάθε όραμα για συστημική αλλαγή, έχει μοναδική φιλοδοξία σήμερα να κληθεί και αυτή να μετάσχει στη διαχείριση της εξουσίας μαζί με την κεντροαριστερά!


 

[2] John Pilger, The Mirror (29/1/2002).

[3] Peter Beaumont, The Observer (10/3/2002).

[4] Ewen MacAskill, «From Suez to the Pacific», The Guardian (8/3/2002).

[5] Takis Fotopoulos, «The End of Traditional Anti-systemic movements», Democracy & Nature, Vol. 7, No. 3 (Nοέμβριος 2001).

[6] Βλ. για παραπέρα ανάλυση, Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, (Ελλην. Γράμματα, 2002).