Ελευθεροτυπία (20 Απριλίου 2002) 


Οι σφαγείς και οι απολογητές τους

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Η πολιτική των «ίσων αποστάσεων» μπροστά στη σφαγή στην Παλαιστίνη που τηρούν τα ελεγχόμενα από την υπερεθνική ελίτ ΜΜΕ, καθώς και οι διάφορες ΜΚΟ για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων οι οποίες άμεσα ή έμμεσα χρηματοδοτούνται από την ίδια, αποτελεί το ιδεολογικό προπέτασμα καπνού για την συγκάλυψη των πραγματικών ενόχων. Έτσι, σε μια άθλια συμπαιγνία, η υπερεθνική ελίτ και οι πολιτικοί εκπρόσωποί της (κυβερνήσεις των Η.Π.Α. και της Ε.Ε.), όλες αυτές τις μέρες, υποκρινόντουσαν ότι «αγωνίζονται» να σταματήσουν την σφαγή απαιτώντας από... τα θύματα να σταματήσουν να αυτοκτονούν παρασύροντας μαζί τους στο θάνατο και τους θύτες και δηλώνοντας αδυναμία να αναγκάσουν τους δεύτερους να σταματήσουν τη σφαγή! Και αυτό όταν είναι γνωστό ότι το απόλυτα εξαρτημένο από τη Δύση Σιωνιστικό κράτος θα κατέρρεε σε ένα 24ωρο αν διέκοπτε κάθε σχέση μαζί του η υπερεθνική ελίτ και τα παρακλάδια της. Όμως, η ατζέντα της ήταν διαφορετική: η συντριβή του Παλαιστινιακού κινήματος που εξαρχής αποτελούσε τον επόμενο (μετά το Αφγανιστάν) στόχο του «πόλεμου κατά της τρομοκρατίας». Και είναι περιττό βέβαια να αναφερθεί κανείς στην άθλια περίπτωση των καρπαζοεισπρακτόρων του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που στο εσωτερικό της χώρας παριστάνουν τον ένθερμο υποστηρικτή των Παλαιστινίων ενώ στο εξωτερικό δεν τολμούν ούτε να υιοθετήσουν την απόφαση της Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ο.Η.Ε. που καταδίκαζε τις μαζικές δολοφονίες Παλαιστίνιων, ή την πρόταση να επιβληθούν κυρώσεις κατά του Σιωνιστικού κράτους[1] (όπως έκαναν ακόμη και άλλες κυβερνήσεις στην Ε.Ε.).

Με τη συγχορδία των ΜΜΕ και των ανθρωπιστικών οργανώσεων, η βία των θυμάτων εξισώνεται με την βία των θυτών ενώ σήμερα έχει αναληφθεί μια πελώρια προσπάθεια συγκάλυψης της σφαγής που περιλαμβάνει αναφορές σε... μεγάλες «μάχες» στην Τζενιν (Jenin) —όπου οι θύτες έθαβαν ζωντανές οικογένειες στα ερείπια σπιτιών[2] που βομβάρδιζαν με F16, Απάτσι και τανκς, ενώ τα θύματα αμυνόντουσαν με αυτοσχέδιες βόμβες και ελαφρά ατομικά όπλα! Όμως, η βία των καταπιεστών δεν μπορεί ποτέ να εξισωθεί με αυτή των καταπιεσμένων, ανεξάρτητα από τον άμεσο στόχο της βίας. Και αυτό, διότι, μολονότι και οι δυο μορφές βίας, όταν στρέφονται κατά της ανθρώπινης ζωής, είναι αποδοκιμαστέες τόσο πολιτικά όσο και ηθικά, υπάρχουν θεμελιακές διαφορές μεταξύ τους:

  • H βία των καταπιεστών είναι κατά κανόνα επιθετική και στο σημερινό κοινωνικο-οικονομικό σύστημα στοχεύει στη διαιώνιση της ανισότητας σε κάθε έκφανση της (πολιτική, στρατιωτική, οικονομική, κοινωνική) ενώ η βία των καταπιεσμένων είναι κατά κανόνα αμυντική. Ακόμη και στις περιπτώσεις που τυπικά είναι επιθετική διότι στοχεύει στην ανατροπή καταπιεστικών καθεστώτων ο χαρακτήρας της σε τελική ανάλυση είναι πάλι αμυντικός εφόσον επιδιώκει την αποκατάσταση κάποιας μορφής αυτονομίας (πολιτικής, οικονομικής, πολιτιστικής ή εθνικής).

  • Οι καταπιεστές, με δεδομένη τη συντριπτική υπεροχή της στρατιωτικής τους δύναμης, έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν στόχους και μορφές βίας που δεν στρέφονται αδιακρίτως και κατά κτηνώδη τρόπο κατά των καταπιεσμένων. Εάν δεν το πράττουν, αυτό οφείλεται σε εσκεμμένη απόφασή τους να τρομοκρατήσουν τους καταπιεσμένους και να τους αναγκάσουν σε υποταγή. Αυτόν τον στόχο είχαν οι «μαζικοί πόλεμοι» που ξεκίνησαν με τους Ναζιστικούς βομβαρδισμούς αμάχων στον Ισπανικό εμφύλιο και συνεχίστηκαν από τους αντιπάλους τους στη Δρέσδη, τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι και κατόπιν στην Κορέα, Βιετνάμ, Ιράκ, Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν κ.λπ. Αντίθετα, με δεδομένη την ίδια ασυμμετρία στρατιωτικής δύναμης, οι καταπιεσμένοι Παλαιστίνιοι δεν έχουν επιλογές στον στόχο να ανατρέψουν την Σιωνιστική κατοχή. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν μια δεκαετία «διαπραγματεύσεων» οδήγησε στην απόπειρα της επιβολής ενός νέου Μπαντουστάν στην Παλαιστίνη (κατά το πρότυπο των εξαρτημένων κρατιδίων από ιθαγενείς που δημιούργησαν οι ρατσιστές στην Νότια Αφρική) που πρόβλεπε η συμφωνία του Όσλο, καθώς και όλα τα μετέπειτα σχέδια κανένα από τα οποία δεν προβλέπει το ολοκληρωτικό ξερίζωμα των εποικιστών από τα κατεχόμενα εδάφη και ίσο δικαίωμα (με αυτό των ανά την υφήλιο Εβραίων) επιστροφής των εκατομμυρίων Παλαιστινίων προσφύγων που δημιούργησαν οι Σιωνιστές.

  • Οι πολίτες που ανήκουν στην πλευρά των καταπιεστών είναι αθώοι μόνο εφόσον τάσσονται σαφώς εναντίον των εγκλημάτων που διαπράττουν εν ονόματί τους οι σφαγείς. Έτσι, είναι πράγματι αθώοι οι λίγες εκατοντάδες Ισραηλινοί πολίτες που αρνούνται να υπηρετήσουν στον Σιωνιστικό Στρατό, όπως είναι αθώοι και οι ελάχιστοι στη ριζοσπαστική Ισραηλινή, ή γενικότερα Εβραϊκή, Αριστερά που καταγγέλλουν ότι η απώτερη αιτία του κύκλου της βίας είναι ο Σιωνισμός και η συνακόλουθη πολιτική της εκδίωξης των Παλαιστινίων από τη γη τους καθώς και η πολιτική των εποικισμών.

Φυσικά, σε αυτή την Αριστερά δεν ανήκουν όλοι αυτοί που τηρούν ίσες αποστάσεις, ή αποδίδουν όλες τις ευθύνες στον «κακό» Σαρόν, ο οποίος όμως αποτελεί απλώς τη λογική κατάληξη των Σιωνιστικών πολιτικών. Όσοι, επομένως, είτε άμεσα είτε έμμεσα υποστηρίζουν τη σφαγή, ή τηρούν «ίσες αποστάσεις» μεταξύ θυμάτων και θυτών, είναι συνένοχοι, ακριβώς όπως ήταν συνένοχοι οι Γερμανοί πολίτες που ρητά ή σιωπηρά υιοθετούσαν τις Ναζιστικές κτηνωδίες —μολονότι οι τελευταίοι έχουν και το ελαφρυντικό ότι δεν απέλαβαν καν της «δημοκρατίας» για την οποία επαίρονται οι Ισραηλινοί. Η φωνή σχετικά της Εllen Cantarow, μιας αριστερής Εβραίας συγγραφέως που για χρόνια καταγγέλλει ότι είναι η Σιωνιστική πολιτική της κατοχής και των εποικισμών που αποτελεί την απώτερη αιτία της σημερινής σφαγής, είναι καθαρή: «αυτοί που δεν κάνουν σαφή την απέχθειά τους σε αυτά τα φρικτά εγκλήματα είναι, με τη σιωπή τους, συνένοχοι. Αυτοί που αθωώνουν ή απολογούνται για το Ισραήλ, καθώς διαπράττει αυτά τα εγκλήματα, είναι συνειρμικά συνένοχοι».[3]

Εάν όμως η συμπεριφορά της υπερεθνικής ελίτ δεν προξενεί καμία έκπληξη δεν ισχύει το ίδιο και για τα χθεσινά θύματα του ναζιστικού αντισημιτισμού που φαίνεται να έχουν μεταμορφωθεί σε απαίσιους θύτες. Όμως, τα φαινόμενα απατούν. Στον μισό αιώνα που πέρασε από την ίδρυση του Ισραήλ έχει αλλάξει ριζικά το πολιτικό προφίλ του λαού του. Τρεις γενιές έχουν μεγαλώσει μέσα στα ρατσιστικά κηρύγματα και τις πολιτικές των Σιωνιστών, θεωρώντας τη γη δική τους γιατί έτσι γράφει το Ταλμούδ! Σε αυτούς έχουν προστεθεί και χιλιάδες άκρως αντιδραστικοί ορθόδοξοι Εβραίοι από τις Η.Π.Α. που δεν αντιμετώπισαν μεν ποτέ κανένα διωγμό αλλά γαλουχήθηκαν στα πιο ρατσιστικά και μισαλλόδοξα θρησκευτικά και εθνικιστικά κηρύγματα. Όλοι αυτοί αποτελούν σήμερα τη συντριπτική πλειοψηφία στο Ισραήλ η οποία ενέκρινε τους εποικισμούς και των δυο κομμάτων και σήμερα τη σφαγή, για την οποία δεν έγινε ούτε μια μαζική αντιπολεμική διαδήλωση. Το επιχείρημά τους είναι ότι αντιμετωπίζουν πρόβλημα ασφάλειας, όχι μόνο διότι οι φανατικότεροι από τους Άραβες θέλουν να διαλύσουν το κράτος τους, αλλά και διότι η ζωή τους κινδυνεύει σήμερα από τις επιθέσεις αυτοκτονίας. Όμως ακόμη και αν όλοι οι Άραβες μαζί ενωνόντουσαν να διαλύσουν το Σιωνιστικό κράτος αυτό θα ήταν αδύνατο εφόσον διαθέτει όχι μόνο πυρηνικά όπλα αλλά και την αμέριστη υποστήριξη της Αμερικανικής ελίτ. Η μόνη ανασφάλεια επομένως είναι αυτή στο ατομικό επίπεδο επειδή εκεί όλη η τεχνολογική υπεροχή τους δεν μπορεί να τους σώσει από ανθρώπους που είναι αποφασισμένοι να θυσιάσουν τη ζωή τους για να απελευθερωθούν. Και εκεί ακριβώς αποβλέπει η προσπάθεια συντριβής των ριζοσπαστικών ρευμάτων στο Παλαιστινιακό κίνημα: στη δημιουργία μιας αποκαμωμένης πλειοψηφίας (όπως στη Σερβία το 1999) που θα δεχθεί οτιδήποτε «προσφέρει στο τραπέζι» η υπερεθνική ελίτ...

 

 

[1] Βλ. The Guardian (9/4/2002) και (16/4/2002).

[2] Βλ. Suzanne Goldenberg, Nablus victims rejoin the living”, The Guardian (15/4/2002).

[3] Ellen Cantarow, Jerusalem Indymedia (6/4/2002).