Σκανδαλολογία, ΜΜΕ και συντεχνίες

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Ελευθεροτυπία, 2002/02/09) 

 

Ένα θεμελιακό χαρακτηριστικό της κρίσης στην Αργεντινή, που προβλήθηκε ελάχιστα η καθόλου από τους λαλίστατους αναλυτές πάνω στο θέμα, είναι η βαθύτατη ανυποληψία στην οποία έχουν πέσει οι επαγγελματίες πολιτικοί στη χώρα αυτή αλλά και (για πολλούς από τους διαδηλωτές) το ίδιο το σύστημα της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Έτσι ελάχιστοι γνωρίζουν ότι, πριν ξεσπάσει η σημερινή κρίση, στις εκλογές του περασμένου Οκτώβρη, ένα πολύ σημαντικό ποσοστό των ψηφοφόρων ψήφισε λευκό η άκυρο όπου συνήθως στο ψηφοδέλτιο αναγραφόταν η φράση «όλοι οι πολιτικοί είναι απατεώνες». Όπως παρατηρούσε σχετικά ο ανταποκριτής του Γκαρντιαν «οι πολίτες της Αργεντινής, όπου είναι υποχρεωτική η ψηφοφορία, είναι εξαγριωμένοι από την αντίθεση μεταξύ του πολυτελούς τρόπου διαβίωσης των πολιτικών και της αύξησης της φτώχιας... καθώς και από την καθημερινή σχεδόν αποκάλυψη νέων περιπτώσεων διαφθοράς.»[1]

Αντίθετα λοιπόν με την «αντι-εξουσιαστική» ρητορική, που προτιμά την «εξουσία στο απυρόβλητο» διότι «η  εξουσία δεν συνετίζεται αλλά  ανατρέπεται»[2], στη πραγματικότητα τα ΜΜΕ μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στη συνειδητοποίηση των λαϊκών στρωμάτων για τον ρόλο των ελίτ. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν είναι ακριβώς η έλλειψη πληροφόρησης για την ασυνέπεια μεταξύ λόγων  και πράξεων των ελίτ που βασικά τις στηρίζει. Το αλισβερίσι για παράδειγμα μεταξύ πολιτικής και οικονομικής ελίτ που αποκαλύπτεται σήμερα στις ΗΠΑ σε σχέση με το τεράστιο σκάνδαλο γύρω από την Enron (που φθάνει ως τον πρόεδρο της χώρας) δεν θα γινόταν ποτέ ευρέως γνωστό αν επικρατούσε και εκεί η λογική που προσπάθησε συστηματικά να καλλιεργήσει η συντεχνία των επαγγελματιών πολιτικών στη χώρα μας τη περασμένη βδομάδα όταν, ταυτίζοντας θεσμούς και πρόσωπα, διακήρυσσε ότι δεν πρέπει να γίνονται αποκαλύψεις οι οποίες μπορεί να θίξουν θεσμούς! Το ίδιο ισχύει και για τα τεράστια σκάνδαλα που συντάραξαν την Ιταλία πριν μερικά χρόνια, τον Κολ στη Γερμανία, την Βρετανική Βασιλική οικογένεια, τη Γαλλική πολιτική ελίτ κ.λπ.

Φυσικά, η σκανδαλολογία από τα ΜΜΕ, ακόμη και αν έχει πραγματική βάση και δεν αποτελεί απλή συκοφαντία, δεν συνιστά εσκεμμένη  αμφισβήτηση των θεσμών. Η αμφισβήτηση των θεσμών δεν μπορεί να γίνει στη βάση του καλού η κακού χαρακτήρα του φορέα ενός θεσμού αλλά στη βάση των ίδιων των θεσμών. Τα ΜΜΕ, που βέβαια δεν ελέγχονται από το κοινωνικό σύνολο αλλά από μειονότητες, κατά κανόνα προασπίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους γενικούς  στόχους που προκαθορίζουν οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ οι οποίες τα ελέγχουν, καθώς και τους θεσμούς που καθιερώνουν την εξουσία τους. Στο πλαίσιο όμως των γενικών αυτών στόχων είναι συχνές οι διαμάχες μεταξύ διάφορων τμημάτων των ελίτ που κρύβουν αντιμαχόμενα πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα. Είναι ακριβώς μέσα από αυτές τις διαμάχες που ξεπηδά η αποκάλυψη από τμήματα των ΜΜΕ  διάφορων σκανδάλων, από τα οποία  συχνά βγαίνουν ψήγματα πληροφοριών (διότι αφορούν απλώς την «κορυφή του παγόβουνου») που είναι χρήσιμα για την συνειδητοποίηση που ανάφερα. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν υπάρχει ένα ριζοσπαστικό κίνημα που μπορεί να ερμηνεύσει τη σημασία των σκανδάλων σε σχέση με τους θεσμούς.

Εδώ όμως ανακύπτουν δυο βασικά ερωτήματα που απασχόλησαν και τα ΜΜΕ την περασμένη βδομάδα: πρέπει να υπάρχει διάκριση μεταξύ «ιδιωτικής» και «δημόσιας» σφαίρας ακόμη και για τα μέλη των ελίτ και είναι θεμιτή η χρήση κάθε μέσου από τα ΜΜΕ; Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, δεν νομίζω ότι  διαφωνεί κανένας για την ανάγκη της παραπάνω διάκρισης. Εκεί που σίγουρα θα υπάρξει διαφωνία είναι στον τρόπο οριοθέτησης των δυο σφαιρών. Νομίζω όμως ότι ελάχιστοι, πέρα από τις ίδιες τις ελίτ και τους διαπλεκόμενους με αυτές, θα διαφωνούσαν στη διαπίστωση ότι ο τρόπος διαβίωσης και τα περιουσιακά στοιχεία ενός μέλους των ελίτ δεν αποτελούν στοιχεία της ιδιωτικής του ζωής, όπως αποτελεί για παράδειγμα η οικογενειακή ή σεξουαλική ζωή του. Θα ενδιέφερε επομένως το κοινό, για παράδειγμα, να γνωρίζει εάν ένας πολιτικός έκανε περιουσία από την συμμετοχή του στα κοινά, ή εάν ζει πολυτελή βίο που δεν έχει σχέση με τον τρόπο ζωής της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων του (που πληρώνουν τους σχετικούς φόρους), ή  εάν  κάνει διακοπές στα κότερα και τις βίλες των μεγαλόσχημων, πράγμα που κάνει πιθανές τις συναλλαγές πάσης φύσης. Αντίστοιχα, το ίδιο θα ενδιέφερε το κοινό να μάθει για  τον τρόπο ζωής  και  τα περιουσιακά στοιχεία ακόμη και αυτών των δημόσιων προσώπων που δηλώνουν ότι ανήκουν στην Αριστερά και ενώ, δημόσια,  επιτίθενται λάβροι κατά της εξουσίας, του νεοφιλελευθερισμού κ.λπ., ιδιωτικά, έχουν μύριες συναλλαγές (με διάφορα ανταλλάγματα για τη  προώθηση της καριέρας τους κ.λπ.) με τους ανθρώπους που ασκούν την εξουσία, οι οποίοι ακριβώς εφαρμόζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές!

Από τη σκοπιά αυτή θα μπορούσε κανείς να κάνει την βάσιμη υπόθεση ότι οι επαγγελματίες πολιτικοί που αντέδρασαν έτσι έντονα την περασμένη εβδομάδα δεν το έκαναν βασικά για να προστατεύσουν το σημερινό θεσμικό πλαίσιο (για το οποίο δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο ότι... κινδύνευσε) αλλά για να προστατέψουν τη συντεχνία τους από επιθέσεις των ΜΜΕ που  αύριο θα μπορούσαν ν' αγγίξουν τους ίδιους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στην Ελλάδα έχουν ίσως αποκαλυφθεί τα λιγότερα σκάνδαλα μελών της οικονομικής και πολιτικής ελίτ από πολλές αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες’, συμπεριλαμβανομένης της Αργεντινής. Και αυτό δεν οφείλεται προφανώς στο γεγονός ότι οι δικές μας ελίτ είναι άμεμπτες, ιδιαίτερα μάλιστα όταν διεθνείς οργανισμοί όπως ο  ΟΟΣΑ κατατάσσουν την Ελλάδα στις χώρες με το υψηλότερο επίπεδο διαφθοράς. Η προφανής εξήγηση είναι ότι οι διαπλοκές ΜΜΕ και επαγγελματιών πολιτικών είναι ακόμη ισχυρότερες στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες  

Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, εάν οριοθετηθεί τι αποτελεί δημόσια και τι ιδιωτική σφαίρα, το θέμα των τεχνικών μέσων που χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ (κρυφές κάμερες, τηλεφακοί, ελικόπτερα κ.λπ.) είναι δευτερεύον. Οτιδήποτε τεχνητό μέσο μπορεί να διευκολύνει την απόδειξη ενός σκανδάλου που αφορά τη δημόσια σφαίρα είναι θεμιτό. Ήταν άλλωστε με τη χρήση όλων των μέσων αυτών που στο παρελθόν έγιναν πολλές σημαντικές αποκαλύψεις στο εξωτερικό για πράγματα που οι ελίτ είχαν κάθε λόγο ν αποκρύψουν. Είδ’ άλλως θα έπρεπε η πληροφόρηση να περιοριζόταν στις πληροφορίες που μας τρέφουν οι ελίτ, όπως δυστυχώς ήδη γίνεται στους τελευταίους πόλεμους της υπερεθνικής ελίτ (Ιράκ, Κοσοβο, Αφγανιστάν) όπου, έχοντας μάθει το μάθημα της από το Βιετνάμ, ελέγχει απόλυτα τώρα τη σχετική πληροφόρηση. Γι' αυτό και είναι σχεδόν αδύνατο να μάθει κανείς σήμερα πόσοι ακριβώς σφαγιάστηκαν στους πόλεμους αυτούς εφόσον η μεν υπερεθνική ελίτ είχε κάθε λόγο να συγκαλύψει τη πραγματικότητα για ν' αποφύγει τη δημιουργία ισχυρού αντιπολεμικού κινήματος στις χώρες του κέντρου, ενώ τα ντόπια καθεστώτα είχαν τους δικούς τους λόγους να κρύψουν τα πραγματικά στοιχεία ώστε να μην τρομοκρατηθούν οι λαοί τους.

Φυσικά, τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι τα ΜΜΕ έχουν δικαίωμα να συκοφαντούν ασύδοτα όποιον βάζουν στο στόχο τους τα διάφορα τμήματα των ελίτ. Όμως, εφόσον τα πιθανά («υψηλά ιστάμενα») θύματα συκοφαντίας έχουν κάθε δυνατότητα μέσω των θεσμών να υποστηρίξουν τον εαυτό τους και να τιμωρήσουν τους συκοφάντες, η αποφυγή της ασυδοσίας αποτελεί θέμα καθιέρωσης κάποιων δεοντολογικών κανόνων. Η προϋπόθεση όμως είναι ότι παρόμοιοι κανόνες δεν θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν εργαλείο για την υπονόμευση της δυνατότητας των ΜΜΕ να αποκαλύπτουν οποιαδήποτε πληροφορία που αφορά τη δημόσια σφαίρα, με πρόσχημα τον πιθανό  κίνδυνο για τους θεσμούς και την δήθεν πάταξη της ασυδοσίας...

 


 

[1] Uki Goni, Guardian , 13/10/01

[2] Γ. Σταματόπουλος, ‘Ε’, 2/2/02