Η σημασία των εκλογών και η Δημοκρατία

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Ελευθεροτυπία, 2002/10/19)

 

Με αφορμή τις τοπικές εκλογές που ολοκληρώνονται αύριο επανήλθε στην επικαιρότητα το θέμα της σημασίας τους, καθώς και το γενικότερο θέμα της σημασίας της ψήφου στην αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Και όσον αφορά στο πρώτο θέμα ελάχιστοι, ακόμη και από αυτούς που ψήφισαν, είναι αυτοί που πιστεύουν ότι η ψήφος τους είναι πιθανόν να οδηγήσει σε κάποια σημαντική αλλαγή. Αλλά και το υψηλό ποσοστό της αποχής/λευκού/άκυρου στον πρώτο γύρο, που πλησιάζει το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος, είναι ιδιαίτερα σημαντικό (παρά τη μικρή μείωσή του) για τα Ελληνικά μέτρα. Και αυτό, διότι το ποσοστό αποχής σίγουρα θα ήταν πολύ ψηλότερο, όπως συμβαίνει σε πολλές δυτικές χώρες, εάν οι ψηφοφόροι δεν εξαναγκαζόντουσαν, άμεσα ή έμμεσα, να ψηφίσουν. Άμεσα, λόγω του υποχρεωτικού χαρακτήρα της ψήφου που «υπενθύμιζαν» φορτικά στους πολίτες τα ΜΜΕ. Έμμεσα, λόγω του πελατειακού συστήματος που εξακολουθεί να βασιλεύει στην «εκσυγχρονισμένη» Ελλάδα του 2002. Έτσι, με δεδομένο το επίπεδο ανασφάλειας ως προς την απασχόληση, το χάλι των δημόσιων υπηρεσιών κ.λπ., πολλοί βλέπουν την ψήφο σαν ένα αλισβερίσι με πιθανά ρουσφέτια. Άλλοι πάλι ψηφίζουν απλώς για να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους προς το κυβερνητικό κόμμα ή γενικότερα να εκφράσουν την κομματική τους ταυτότητα. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η επιλογή μεταξύ ΠΑΣΟΚ, ΝΔ ή ΣΥΝ (και των συνεργαζόμενων Πράσινων Κινήσεων κ.λπ.) δεν έχει καμία πρακτική σημασία δεδομένου ότι τα κομματικά τους προγράμματα κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος, μη αμφισβητώντας όχι το γενικότερο θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», αλλά ούτε καν το ειδικότερο πλαίσιο της ένταξής μας στην ΕΕ, το ΝΑΤΟ κ.λπ.

Όμως είναι ακριβώς το θεσμικό αυτό πλαίσιο που κάνει ανούσια την αυριανή, καθώς και κάθε παρόμοια εκλογή. Και αυτό, διότι οι συνδυασμοί που δεν αμφισβητούν το πλαίσιο αυτό δεν έχουν κανένα περιθώριο να προτείνουν οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στην κατεύθυνση μιας πραγματικής ΤΑ που προϋποθέτει:[1]

  • στο οικονομικό επίπεδο, οικονομική δημοκρατία και τοπική αυτοδυναμία (όχι αυτάρκεια), δηλαδή δημιουργία τοπικής οικονομικής δύναμης με τη μορφή φορολογικής εξουσίας, δυνατότητας συντήρησης ενός περιεκτικού δημοτικού συστήματος πρόνοιας και, πάνω απ’ όλα, εξουσίας για τον καθορισμό της τοπικής παραγωγής και της διάθεσής της και, 

  • στο πολιτικό επίπεδο, άμεση δημοκρατία, όπου όλες οι σημαντικές αποφάσεις παίρνονται από τις συνοικιακές συνελεύσεις των πολιτών που θα συνέρχονται σε τακτά διαστήματα.

Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότεροι στην «κρατικιστική» (σε αντίθεση με την ελευθεριακή) Αριστερά αντί, μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού», να προβληματιστούν και να κάνουν προτάσεις για ένα νέο πολιτικό πρόταγμα που θα βασιζόταν στις αρχές της πραγματικής δημοκρατίας (στη θέση της σημερινής κατά Καστοριάδη– «φιλελεύθερης ολιγαρχίας») προτίμησαν τον βολικό δρόμο της πλήρους ενσωμάτωσης στο σύστημα και την ιδεολογία του την ιδεολογία του φιλελευθερισμού. Έτσι, η σημερινή ιδεολογική ηγεμονία του φιλελευθερισμού έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου πολλοί «σοσιαλιστές» ταυτίζουν το σοσιαλισμό με την επέκταση της (φιλελεύθερης) αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Ένα τυπικό παράδειγμα της τάσης αυτής είναι ο Norberto Bobbio που χαρακτηρίζει τη φιλελεύθερη «δημοκρατία» ως «τη μόνη δυνατή μορφή μιας ενεργού δημοκρατίας» ικανής να υπερασπίσει τους πολίτες από την κρατική αυθαιρεσία.[2] Στη συνέχεια, ο Bobbio επιτίθεται στο «φετίχ», όπως το αποκαλεί, της άμεσης δημοκρατίας, στη βάση των τετριμμένων επιχειρημάτων της εμπειρίας του φοιτητικού κινήματος (αγνοώντας το γεγονός ότι η άμεση δημοκρατία δεν είναι απλώς μια διαδικασία, όπως την έβλεπαν οι φοιτητές, αλλά μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης) και της κλίμακας, δηλαδή των σημερινών πληθυσμιακών μεγεθών που δήθεν αποκλείουν την άμεση δημοκρατία (αγνοώντας τις προτάσεις των υποστηρικτών του συνομοσπονδισμού).

Ανάλογα, στα παρ’ ημίν, με την ευκαιρία των δημοτικών εκλογών επικρίνεται η άμεση δημοκρατία από τη ρεφορμιστική Αριστερά, με βάση το ανιστόρητο επιχείρημα ότι οι ιστορικές απόπειρες για αυτήν απέτυχαν, όπως έδειξε η σοβιετική εμπειρία.[3] Όμως, η άμεση και οικονομική δημοκρατία προϋποθέτει την κατάργηση του χωρισμού της κοινωνίας από την πολιτεία και την οικονομία, αντίστοιχα. Είναι φανερό ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν εκπληρώνονταν στη Σοβιετική Ένωση, όπου ο χωρισμός αυτός εξακολούθησε να υπάρχει και το κράτος, ελεγχόμενο από το κόμμα (δηλαδή από την ηγεσία του), όχι μόνο συνέχιζε την αντιφατική συμβίωσή του με τα σοβιέτ αλλά και ουσιαστικά εξουσίαζε τόσο την πολιτεία όσο και την οικονομία. Στην πραγματικότητα, μια άμεση και οικονομική δημοκρατία (Περιεκτική Δημοκρατία) δεν δοκιμάστηκε ποτέ στην Ιστορία. Ακόμη και όσον αφορά απλώς στην άμεση δημοκρατία, μολονότι στο παρελθόν έγιναν σημαντικές προσπάθειες θέσμισης μορφών άμεσης δημοκρατίας, ιδιαίτερα κατά τις επαναστατικές περιόδους (Παρισινές συνελεύσεις των τομέων στις αρχές της δεκαετίας του 1790, Ισπανικές συνελεύσεις κατά τον εμφύλιο πόλεμο κ.λπ.), εντούτοις, οι περισσότερες από αυτές τις προσπάθειες είχαν μικρή διάρκεια και συνήθως δεν ενείχαν τη θέσμιση της δημοκρατίας ως μιας νέας μορφής πολιτεύματος που αντικαθιστά, και δεν συμπληρώνει απλώς, το κράτος. Σε άλλες περιπτώσεις, οι δημοκρατικές ρυθμίσεις εισάγονταν ως ένα σύνολο διαδικασιών για τη λήψη τοπικών αποφάσεων. Έτσι, το κύριο παράδειγμα άμεσης δημοκρατίας, όπου για σχεδόν δύο αιώνες το κράτος είχε απορροφηθεί από τη δημοκρατική κοινωνική οργάνωση, ήταν η Αθηναϊκή δημοκρατία, η οποία όμως ήταν μερική, όχι μόνο διότι η ιδιότητα του πολίτη δεν περιλάμβανε γυναίκες, δούλους, μέτοικους, αλλά και διότι δεν ήταν οικονομική δημοκρατία.

Ακόμη, ελάχιστη σχέση με την πολιτική ισότητα έχει η καθολικότητα της ψήφου, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εν πλήρη συγχύσει ρεφορμιστική Αριστερά[4] που προσπαθεί να στηρίξει τη θέση ότι η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» εξασφαλίζει την πολιτική ισότητα. Όμως, η πολιτική ισότητα δεν μπορεί να έχει άλλο νόημα από αυτό της ισοκατανομής της πολιτικής δύναμης, που είναι εφικτή μόνο όταν οι ίδιοι οι πολίτες, άμεσα και χωρίς αντιπροσώπους, παίρνουν όλες τις σημαντικές αποφάσεις. Και αυτό, διότι η πολιτική βούληση δεν αντιπροσωπεύεται αλλά μόνο μπορεί να εκφράζεται ως συγκεκριμένη εντολή σε (μη μόνιμους) εντολοδόχους που αναλαμβάνουν την εκτέλεσή της. Η καθολικότητα της ψήφου επομένως δεν έχει σχέση με την πολιτική ισότητα αλλά με την έννοια της ιδιότητας του πολίτη και το κατά πόσο είναι αρκούντως ευρεία ώστε να περιλαμβάνει κάθε ενήλικο άτομο που μπορεί να μετάσχει στις δημοκρατικές διαδικασίες. Στην πράξη, ακόμη και η καθολικότητα της ψήφου φαλκιδεύεται από τη σημερινή αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», όπως τονίζει ο Bhikhu Parekh: «Οι αντιπρόσωποι εκλέγονται μεν από το λαό, αλλά από τη στιγμή που εκλέγονται παραμένουν ελεύθεροι να διαχειρίζονται τις δημόσιες υποθέσεις κατά τη δική τους κρίση. Αυτός ο πολύ αποτελεσματικός τρόπος απομόνωσης της κυβέρνησης από τις συνέπειες της καθολικής ψήφου βρίσκεται στον πυρήνα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Στην κυριολεξία, η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν είναι αντιπροσωπευτική δημοκρατία αλλά αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση».[5] Τέλος, το φιλελεύθερο επιχείρημα που ενστερνίζεται η ρεφορμιστική Αριστερά ότι δήθεν όλοι οι πολίτες, όποιοι και αν είναι, έχουν σήμερα το ίδιο βάρος στις εκλογικές διαδικασίες ακόμη και αν είναι οδοκαθαριστές, μόνο αστειότητα μπορεί να θεωρηθεί. Ιδιαίτερα σήμερα που είναι γνωστό ότι αυτοί που κερδίζουν τις εκλογές (κόμματα και επαγγελματίες πολιτικοί) είναι κατ’ αρχήν αυτοί που δαπανούν τα περισσότερα στην εκλογική τους εκστρατεία, δηλαδή αυτοί που τους υποστηρίζουν οι οικονομικές ελίτ. Πράγμα που σημαίνει ότι έχει εντελώς διαφορετική σημασία (πρακτική, όχι τυπική) η πολιτική άποψη/ψήφος ενός μέλους των ελίτ (που έμμεσα ή άμεσα ελέγχει εκατομμύρια άλλες ψήφους) από αυτή ενός οδοκαθαριστή...

H άποψη επομένως της ρεφορμιστικής Αριστεράς ότι δεν υπάρχει ασυμβατότητα άμεσης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και ότι υπάρχει δυνατότητα αλληλοσυμπλήρωσής τους αποτελεί απλώς έναν μύθο για να δικαιολογήσει την από μέρους της Αριστεράς αυτής απεμπόληση κάθε αντισυστημικού οράματος και τη βολική ενσωμάτωσή της στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο.


 


 

[1] Βλ. για περισσότερες λεπτομέρειες: Τ.Φωτοπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, (Καστανιωτης,1999), κεφ 7.

[2] Βλ. Perry Anderson, «The Affinities of Norberto Bobbio», New Left Review, αρ. 170 (1988).

[3] Βλ. Θ. Γιαλκέτσης, «Ε», 12/10/02.

[4] Βλ. π.χ. Θ. Γιαλκέτσης, Κυριακάτικη «Ε», 13/10/02.

[5] Bhikhu Parekh στο Prospects for Democracy, David Held, επιμ. (Polity, 1993), σελ. 168-70.