Ελευθεροτυπία (8 Σεπτεμβρίου 2001)


Ώριμο αίτημα ο διαχωρισμός εκκλησίας-πολιτείας

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Το θέμα των ταυτοτήτων που επανήλθε στην επικαιρότητα με το «δημοψήφισμα» της Εκκλησίας δεν αποτελεί, όπως υποστηρίχτηκε, απόπειρα της Εκκλησίας να επιβάλλει θεοκρατικό καθεστώς, ούτε αντίστοιχη απόπειρα του «σοσιαλιστικού» ΠΑΣΟΚ (του οποίου τα στελέχη, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού του συναγωνίζονται στην επίδειξη θρησκευτικής ευλάβειας) να ακολουθήσει όλα τα υπόλοιπα κράτη στον Βορρά που έχουν από καιρό καθιερώσει τον ουσιαστικό διαχωρισμό της Εκκλησίας από την Πολιτεία,. Και αυτό, έστω και αν τυπικά μπορεί για παράδειγμα η βασίλισσα να είναι επικεφαλής της Αγγλικανικής εκκλησίας, ή να εξακολουθεί σε μερικές χώρες η δημόσια επιχορήγηση θρησκευτικών σχολείων, χωρίς όμως η θρησκευτική κατήχηση στα σχολεία γενικά να είναι υποχρεωτική, όπως στην Ελλάδα. Στη χώρα μας, έχει καθιερωθεί ένα ημι-θεοκρατικό καθεστώς από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους και εκδηλώνεται με χίλιους τρόπους, επιβάλλοντας σε όλους τους κάτοικους αυτής της χώρας, είτε είναι πράγματι ευλαβείς ορθόδοξοι που ζουν κάπου στον Βυζαντινό Μεσαίωνα, είτε είναι άθεοι, αγνωστικιστές, αλλόθρησκοι, ετερόδοξοι κ.λπ. να υφίστανται τον τρόπο ζωής που επιβάλλει η «επικρατούσα θρησκεία» (κάτι που ούτε οι ορθόδοξοι Εβραίοι δεν έχουν καταφέρει να επιβάλλουν στους υπόλοιπους κάτοικους του Ισραήλ). Έτσι, τα παιδιά μόλις γεννηθούν έρχονται σε αναγκαστική επαφή με τη θρησκεία μέσω της βάπτισης που επιβάλλεται με σειρά άμεσων και έμμεσων νομικών κυρώσεων. Κατόπιν, από το νηπιαγωγείο κιόλας, υφίστανται την υποχρεωτική θρησκευτική κατήχηση, τους αγιασμούς κ.λπ. που συνεχίζονται στο στρατό, ενώ οι θρησκευτικές εικόνες είναι πανταχού παρούσες σε κάθε δημόσιο κτίριο, οι θρησκευτικοί όρκοι είναι υποχρεωτικοί, οι θρησκευτικοί γάμοι είναι έμμεσα υποχρεωτικοί όπως και οι θρησκευτικές κηδείες. Και φυσικά, είναι από το φορολογικό χαράτσωμα όλων μας, είτε είμαστε ορθόδοξοι είτε όχι, που καλύπτονται οι μισθοί των κληρικών (παρά την τεράστια περιουσία που κατέχει η εκκλησία!) αλλά ακόμη και τα έξοδα της κρατικής τηλεόρασης για να μας σερβίρει μαζική θρησκευτική κατήχηση!

Όλα αυτά τα αδιανόητα σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του Βορρά, που ανθούν μόνο στα θεοκρατικά καθεστώτα τύπου Ιράν και Αφγανιστάν, στη χώρα μας θεωρούνται «κανονικά» και εκθέτουν τους μη ορθόδοξους σε μύριους χαρακτηρισμούς και φακελώματα. Έτσι, η βασική διαφορά μας από τα αμιγώς θεοκρατικά καθεστώτα συνίσταται στο γεγονός ότι ο κλήρος δεν κυβερνά, θέμα όμως που αφορά κυρίως τις σχέσεις πολιτικής και θρησκευτικής ελίτ. Είναι δηλαδή ευνόητο ότι οι επαγγελματίες πολιτικοί δεν θα δεχόντουσαν ποτέ την υφαρπαγή της εξουσίας από τα χέρια τους, είτε αυτή προέρχεται από την Εκκλησία σήμερα, είτε τον στρατό χθες.

Είναι λοιπόν φανερό ότι η όλη διαμάχη των ταυτοτήτων δεν αφορά το ημι-θεοκρατικό Ελληνικό καθεστώς, το οποίο ουσιαστικά το δέχονται όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα εφόσον ακόμη και η κοινοβουλευτική Αριστερά όταν αναφέρεται στο θέμα διαχωρισμού πολιτείας-εκκλησίας είναι σαφές ότι το κάνει μόνο για την τιμή των όπλων και όχι γιατί πραγματικά θέλει ν’ ανακινήσει παρόμοιο θέμα (πράγμα που φοβάται ότι θα της κόστιζε μερικές ψήφους). Η διαμάχη επομένως προκλήθηκε απλώς από το γεγονός ότι η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση έθεσε θέμα ταυτοτήτων για να προλειάνει τη κοινή γνώμη ενόψει της υποχρεωτικής απάλειψης του θρησκεύματος από τις νέες Ευρωπαϊκές ταυτότητες που αναμένονται σε μια διετία. Με δεδομένο δηλαδή ότι τα έργα υποδομής και η χρηματοδότηση από τα κοινοτικά κονδύλια θα έχουν εξαντληθεί περί τα μέσα της δεκαετίας αυτής και θα τελειώσουν οριστικά οι σημερινές παχιές αγελάδες (παρά τους σημερινούς πανηγυρισμούς του ανεκδιήγητου Υπ. Εθνικής Οικονομίας!), οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ έκριναν ότι το θέμα των ταυτοτήτων θα έπρεπε να έχει «ξεφουσκώσει» πριν από το αναμενόμενο φούντωμα του κινήματος κατά της ΕΕ και της παγκοσμιοποίησης. Το αντάλλαγμα που ήδη δόθηκε σιωπηρά στην Εκκλησία, που γνωρίζει βέβαια ότι ούτε η ΝΔ στην εξουσία θα στρεφόταν ποτέ κατά των Ευρωπαϊκών ταυτοτήτων, είναι η κυβερνητική δέσμευση για την επ’ αόριστον διατήρηση του σημερινού ημι-θεοκρατικού καθεστώτος. Αυτό, φυσικά, δεν αποκλείει μια πραγματική σύγκρουση στο μέλλον εάν η πολιτική ελίτ διανοηθεί ν’ αθετήσει τη δέσμευση της αυτή. Και αυτό, διότι η εκκλησιαστική ελίτ έχει πλήρη συνείδηση του γεγονότος, όπως ομολόγησε και ο προκαθήμενος της εκκλησίας,  ότι δίχως «ευνοϊκές κρατικές διοικητικές ρυθμίσεις ο λαός μας κινδυνεύει να αποθρησκευτικοποιηθεί».[1] Η συμπαράταξη επομένως της Εκκλησίας με το εκάστοτε κατεστημένο (Κατοχή, Εμφύλιος, Χούντα) που πάντα ήταν ο εγγυητής της δέσμευσης αυτής, μόνο αφελείς μπορεί να εκπλήσσει. Σε αυτή τη διευθέτηση δεν έχουν βέβαια καμία αντίρρηση ούτε οι Ευρωπαϊκές ελίτ, ούτε, πολύ περισσότερο, η Αμερικανική ελίτ. Η υπερεθνική ελίτ προωθεί με κάθε τρόπο την θρησκευτική πίστη και τον ανορθολογισμό γενικότερα, ως τμήμα της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης, προϋποτιθέμενου όμως ότι όλα τα θρησκευτικά ή ανορθολογικά ρεύματα θα έχουν «ίσες ευκαιρίες» ― πράγμα που επέβαλε και την μη αναγραφή του θρησκεύματος στις Ευρωπαϊκές ταυτότητες.[2]

Όπως όμως έχω προσπαθήσει να δείξω αλλού[3] ο θρησκευτικός ανορθολογισμός και γενικότερα κάθε ανορθολογισμός είναι ασύμβατος με τη δημοκρατία, όπως είχαν βέβαια ανακαλύψει και οι πολίτες της κλασικής Αθηνάς οι οποίοι είχαν πλήρως διαχωρίσει την θρησκεία από την πολιτεία και στήριζαν όλες τις πολιτικές αποφάσεις τους όχι στην... Άγια Τριάδα (όπως το σημερινό Σύνταγμα μας!) αλλά στον δημοκρατικό ορθολογισμό («εδοξε τη βουλή και τω δήμω»). Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η πίστη ήταν προσωπική υπόθεση για τους Έλληνες που δεν αφορούσε ούτε την κοινότητα ούτε την πολιτεία. Μολονότι λοιπόν κανείς δεν μπορεί ν’ αρνηθεί το δικαίωμα κάθε μειονότητας να πιστεύει όποια ανορθολογική δοξασία επιθυμεί, μια πραγματική δημοκρατία είναι αδύνατη εάν η πλειονότητα κινείται με ανορθολογικά κριτήρια όταν μετέχει στη διαδικασία λήψης συλλογικών αποφάσεων. Για παράδειγμα, μια γνήσια πολιτική (άμεση) δημοκρατία στο Ισραήλ θα ήταν εξίσου αποτυχημένη όσο και η σημερινή «δημοκρατία» εάν η πλειοψηφία του λαού εξακολουθούσε να εμφορείται από θρησκευτικές πεποιθήσεις που δικαιολογούν τις κτηνώδεις πολιτικές εκρίζωσης των Παλαιστίνιων από τη γη τους, διότι η γη αυτή αποτελεί δώρο του... Θεού στους Εβραίους στον αιώνα τον άπαντα. Με άλλα λόγια, η θρησκεία και κάθε ανορθολογισμός ανήκουν αποκλειστικά στην ιδιωτική σφαίρα και δεν μπορεί να έχουν καμία ανάμιξη στη δημόσια σφαίρα. Ο μόνος λόγος άλλωστε που οι σημερινές «δημοκρατίες» είναι λειτουργικές, παρά το γεγονός ότι σε μερικές από αυτές, με κύριο παράδειγμα τις ΗΠΑ, οι εμφορουμενοι από ανορθολογικές πεποιθήσεις είναι η πλειοψηφία, είναι το γεγονός ότι όχι μόνο έχουν εξασφαλίσει ένα αυστηρό διαχωρισμό εκκλησίας και πολιτείας αλλά και ότι οι αποφάσεις δεν παίρνονται από τους ίδιους τους λαούς αλλά από διάφορες ελίτ.

Με βάση τα παραπάνω, το αίτημα για τον άμεσο διαχωρισμό εκκλησίας-πολιτείας, δηλαδή για τη κατάργηση του σημερινού ημι-θεοκρατικού καθεστώτος στην Ελλάδα, είναι περισσότερο από ώριμο και πρέπει ν’ αποτελέσει βασικό στόχο ενός νέου ριζοσπαστικού δημοκρατικού κινήματος που θα επιδίωκε μια περιεκτική δημοκρατία. Ο διαχωρισμός εκκλησίας-πολιτείας είναι ένα από τα πρώτα αναγκαία βήματα για μια δημοκρατία στο πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο. Ο Ελληνισμός σίγουρα δεν ταυτίζεται με την ορθοδοξία, εκτός βέβαια αν αρχίσουμε την Ιστορία μας από τον Βυζαντινό μεσαίωνα και απαρνηθούμε την οποιαδήποτε σύνδεση μας με την δημοκρατική παράδοση της κλασικής Αθήνας, της οποίας θεμέλιο ήταν η ορθολογική αμφισβήτηση και όχι το ανορθολογικό δόγμα. Πέρα όμως από αυτό, ο αυξανόμενα πολύ-πολιτισμικός χαρακτήρας της Ελληνικής κοινωνίας μόνο συγκρούσεις μπορεί να επιφυλάσσει για το μέλλον εάν συνεχιστεί το σημερινό ημιθεοκρατικο καθεστώς.


 


[1] Βλ. Α. Ανδριανόπουλο, Ελευθεροτυπία (02/09/2001).

[2] Βλ. «Η επάνοδος του θρησκευτικού σκοταδισμούΕλευθεροτυπία (25/08/2001).

[3] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Θρησκεία, Αυτονομία, Δημοκρατία (Ελεύθερος Τύπος, 2000).