Το λουτρό αίματος των διεθνών ελίτ

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Το κοινό μοτίβο των ελίτ και των κομισάριων τους στα ΜΜΕ για το λουτρό αίματος στην Νέα Υόρκη και την Ουάσινγκτον ήταν ότι ήταν μια ανεξήγητη επίθεση κατά της δημοκρατίας,της ελευθερίας και του πολιτισμού που προκάλεσαν θρησκόληπτοι φανατικοί, ενώ οι πιο «μυημένοι» μιλούσαν για «σύγκρουση πολιτισμών».  Έτσι, οι New York Times, το κατ εξοχήν όργανο του Αμερικανικού κατεστημένου, συνοψίζοντας το μοτίβο αυτό απέδωσε τα αίτια της επίθεσης στον «θρησκευτικό φανατισμό» και «την οργή αυτών που άφησε πίσω η παγκοσμιοποίηση» –στοιχεία που υποτίθεται γεννούν την «αποστροφή στο δυτικό πολιτισμό και τις πολιτιστικές άξιες».[1] Στη πραγματικότητα, όμως,  η επίθεση αυτή ούτε ανεξήγητη ήταν, ούτε στρεφόταν κατά της δημοκρατίας, της ελευθερίας και του πολιτισμού, ούτε βέβαια είχε σχέση με θρησκευτικούς φανατισμούς και «πολέμους πολιτισμών». Αντίθετα, οι ηθικοί αυτουργοί της επίθεσης αυτής ήταν οι ίδιες οι ελίτ και το σύστημα συγκέντρωσης εξουσίας, το οποίο στηρίζεται στην οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», που  δημιουργεί και στηρίζει τις ελίτ αυτές. Οι ίδιες ελίτ είναι υπεύθυνες και για το λουτρό αίματος και τη τρομοκρατία που θα εξαπολύσουν σύντομα σε ολόκληρο τον κόσμο με πραγματικό στόχο την κατάπνιξη κάθε αντίδρασης στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και τη στρατιωτική γροθιά που τη στηρίζει.

Η επίθεση δεν ήταν ανεξήγητη, διότι οι Άραβες που την διεκπεραίωσαν μεγάλωσαν σε ένα περιβάλλον όπου έβλεπαν το Σιωνιστικό Ισραήλ να εξανδραποδίζει συστηματικά τα αδέλφια τους στη Παλαιστίνη, σε μια εθνοκαθαρση  μπροστά στην οποία  ωχριά αυτή για την οποία οι δυτικές ελίτ βομβάρδισαν ανηλεώς τον Γιουγκοσλαβικό λαό. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν είχαν πλήρη γνώση  ότι αυτό ήταν δυνατό μόνο χάρη στη πελώρια δωρεάν στρατιωτική και οικονομική βοήθεια της Αμερικανικής ελίτ, πέρα από τη διπλωματική βοήθεια (Αμερικανικό βέτο) που επέτρεπε στους Ισραηλινούς να γράφουν στα παλιότερα των παπουτσιών τους όλες τις αποφάσεις του ΟΗΕ για τη κατάφωρη από μέρους τους παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Όλα αυτά βέβαια δεν γινόντουσαν διότι δήθεν το Ισραήλ ήταν ο «καρπός της πιο τραγικής ιστορίας: του Ολοκαυτώματος» όπως υποστηρίζει η Σιωνιστική προπαγάνδα την οποία παπαγαλίζουν ανόητα ανιστόρητες δημοσιογραφικές «αναλύσεις».[2] Η Χάννα Αρεντ, που ήταν και αυτή Εβραία, είχε προβλέψει ότι το Σιωνιστικό κράτος θα κατέληγε σε ένα πολεμικό και ρατσιστικό κράτος, ενώ η λύση υπήρχε ήδη από το 1948: η δημιουργία μιας συνομοσπονδίας των Παλαιστίνιων και των Εβραίων αντί για το τρομοκρατικό εξάμβλωμα που δημιούργησαν οι Σιωνιστές, με την υποστήριξη των οικονομικών ελίτ στη Δύση για χάρη του έλεγχου του πετρελαίου που στήριξε την μεταπολεμική «ανάπτυξη». Από τότε το Σιωνιστικό κράτος επεκτείνεται συνεχώς αρπάζοντας τη γη των Παλαιστίνιων και ξεριζώνοντας τους από τα σπίτια τους με την ωμή βία, με συνέπεια  σήμερα 6 εκ Παλαιστίνιοι (τρία τέταρτα του Παλαιστινιακού Λαού) να έχουν είτε εξοριστεί είτε  εκδιωχθεί από το τόπο τους. Όταν μάλιστα τολμούν να αντισταθούν στη κτηνώδη κατοχή τότε βαφτίζονται τρομοκράτες, ενώ οι ιντιφαντες τους πνίγονται στο αίμα  (πάνω από 600 Παλαιστίνιοι νεκροί και 25000 τραυματίες μόνο από τη τελευταία) με Αμερικανικά όπλα. 

Ούτε βέβαια είναι ανεξήγητη η επίθεση αν πάρουμε υπόψη ότι έγινε από ανθρώπους που μεγάλωσαν βλέποντας τους αδελφούς τους στο Ιράκ να σφάζονται  στη κυριολεξία από τη τελειότερη πολεμική μηχανή στο κόσμο, στον «πόλεμο» του Κόλπου, όπου σκοτώθηκαν 200.000 Ιρακινοί έναντι μηδενικών απωλειών της Δύσης, ενώ άλλο ένα εκατομμύριο πολίτες (μισό εκατομμύρια παιδιά ανάμεσα τους) πέθαναν από το κτηνώδες εμπάργκο που επέβαλαν οι δυτικές ελίτ

Ακόμη, αποτελεί θράσος να χαρακτηρίζεται η επίθεση ως επίθεση κατά της δημοκρατίας και της ελευθερίας όταν είναι ακριβώς η σημερινή έλλειψη πραγματικής δημοκρατίας που κάνει αθώα τα περισσότερα θύματα της επίθεσης στην Ν.Υορκη και την Ουάσινγκτον. Διότι βέβαια ήταν οι πολιτικές ελίτ, που στο σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας συγκεντρώνουν στα χέρια τους την πολιτική εξουσία, εκείνες που αποφάσισαν  τον εξανδραποδισμό των Παλαιστίνιων, των Ιρακινών και παλιότερα των  Ινδονήσιων, των Λατινοαμερικάνων (Χιλή, Νικαράγουα κλπ). Όμως είναι οι αθώοι, που δεν τους ρώτησε κανένας γι αυτά τα εγκλήματα, αυτοί που  πλήρωσαν με τη ζωή τους τις πράξεις των ελίτ τη περασμένη εβδομάδα. Επίσης είναι οι οικονομικές ελίτ, που στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς συγκεντρώνουν στα χέρια τους την οικονομική εξουσία, εκείνες που κυρίως καρπώνονται τα οφέλη του συστήματος αυτού, με αποτέλεσμα 200 δισεκατομμυριούχοι ανάμεσα τους να έχουν οκταπλάσιο πλούτο από το συνολικό ετήσιο εισόδημα 582 εκ. ανθρώπων σε όλες τις «αναπτυσσόμενες» χώρες μαζί.[3] Κανένας βέβαια δεν ρώτησε αυτούς που έχασαν τη ζωή τους  εάν εγκρίνουν την καταδίκη σε θάνατο 10 εκ παιδιών τον χρόνο,[4] και εκατομμυρίων άλλων ανθρώπων στην εξαθλίωση, που επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση στην οποία οδήγησε η οικονομία της αγοράς.

Όσον αφορά τη δήθεν σύγκρουση πολιτισμών, είναι φανερό ότι αποτελεί χρήσιμο ιδεολόγημα για την καλλιέργεια της πολεμικής υστερίας και τη δικαιολόγηση μέτρων που θα περιορίσουν ακόμη περισσότερο τις κατακτημένες ελευθερίες των λαών. Οι απώτερες αιτίες της σύγκρουσης δεν έχουν να κάνουν με πολιτιστικές διαφορές, εκτός βέβαια αν βαφτίσουμε «πολιτισμό» το σύστημα που διαιωνίζει τη συγκέντρωση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στα χέρια των ελίτ!

Η επίθεση επομένως είναι απλώς η «γλώσσα έσχατης ανάγκης», όπως εύστοχα χαρακτηρίστηκε, που άρχισαν να χρησιμοποιούν οι καταπιεσμένοι και οι καταδιωγμένοι όταν διαπίστωσαν ότι κάθε άλλη γλώσσα που χρησιμοποίησαν μέχρι τώρα δεν είχε αποτέλεσμα και κατέφυγαν στη «γλώσσα που δεν χρειάζεται μετάφραση»[5]: τη γλώσσα της απελπισίας (κάτι που προφανώς δεν καταλαβαίνουν ούτε οι Αμερικανοί «ελευθεριακοί» του δικτυακού τόπου ΖNet[6])! 

Δεν θα πρέπει όμως να νομιστεί ότι οι ίδιες οι ελίτ έχουν επιλογή, παρά τα ευχολόγια των σοσιαλδημοκρατών[7] που ονειρεύονται ριζική αλλαγή της Αμερικανικής πολιτικής και της παγκοσμιοποίησης--πράγμα που ισοδυναμεί με προτροπή προς τις ελίτ «να κατεβάσουν τα ρολά». Διότι είναι βέβαια αστείο να υποστηρίζει κανείς ότι θα πάψει η υπερεθνική ελίτ να υποστηρίζει τον χωροφύλακα της Μ. Ανατολής και των πετρελαίων, δηλ το Σιωνιστικό Ισραήλ, ή ότι θα ελέγξει αποτελεσματικά τη παγκοσμιοποίηση, ανεξάρτητα από τις συνέπειες στη δυναμική της οικονομίας της αγοράς.

Φυσικά, η «τρομοκρατία» δεν είναι μέθοδος που μπορεί να μας οδηγήσει σε μια νέα κοινωνία εφόσον δεν μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία μιας δημοκρατικής συνείδησης. Επιπρόσθετα, δεν «νομιμοποιείται» η χρήση των κτηνωδών τακτικών των ελίτ, οι οποίες περιφρονούν την ανθρώπινη ζωή, και από αυτούς που ονειρεύονται μια άλλη κοινωνία. Η μακρά και επίπονη διαδικασία για το κτίσιμο ενός νέου μαζικού κινήματος, που θα δημιουργήσει μια νέα παγκόσμια δημοκρατική τάξη, η οποία θα στηρίζεται στην ισοκατανομή εξουσίας μεταξύ των λαών, και των πολιτών[8] σε κάθε χώρα, αποτελεί τη μόνη διέξοδο από την πολυδιάστατη κρίση που περνά η σημερινή κοινωνία (οικονομική, πολιτική, κοινωνική, οικολογική, πολιτιστική). Μια κοινωνία,  που γίνεται ολοένα και πιο ολοκληρωτική και οδηγεί αναπόφευκτα σε νέους ποταμούς αίματος. Το ιστορικό δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», που σήμερα θα έπρεπε να μεταφραστεί «Δημοκρατία ή βαρβαρότητα», είναι περισσότερο επίκαιρο παρά ποτέ.




[1] New York Times, ‘The National Defense’, 12/9/01

[2] βλ. π.χ. Τετα Παπαδοπούλου, ‘Ε’, 6/9/01

[3] UN, Human Development Report 2000 (NY: Oxford University Press, 2000)

[4] UNICEF, Η κατάσταση των παιδιών στον κόσμο 2002

[5] Saskia Sassen, Γκαρντιαν, 12/9/01

[6] βλ. Μ Albert & S. Shalom, ‘ZNet's September 11 Talking Points’

[7] βλ πχ Ν. Μουζελης, Το Βήμα, 16/9/01

[8] βλ Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, (Καστανιώτης 1999)