Το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης σε σταυροδρόμι

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ 

 

Την άλλη βδομάδα στη Γένοβα αναμένεται να κάνει πάλι δυναμική εμφάνιση το ‘κίνημα’ κατά της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή τα ανομοιογενή ρεύματα  ακτιβιστων, τα περισσότερα από τα οποία συμπαρατάσσονται με βάση το αίτημα για ‘αντίσταση’ στα συμπτώματα της παγκοσμιοποίησης (ρεφορμιστικά ρεύματα), ελπίζοντας ότι με την αντίσταση τους θα εξαναγκάσουν την ‘υπερεθνική ελίτ’ στην οποία αναφέρθηκα σε προηγούμενο άρθρο[1], να πάρει κάποια μέτρα με στόχο την παγκοσμιοποίηση με ανθρώπινο πρόσωπο (φόρος Τομπιν, μείωση των χρεών του Νότου κλπ). Δεν λείπουν όμως και τα πιο ριζοσπαστικά ρεύματα τα οποία, μη πιστεύοντας ότι μέσα στην οικονομία της αγοράς είναι δυνατή η αποτελεσματική προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος, δεν αρκούνται στην αντίσταση κατά της παγκοσμιοποίησης αλλά απαιτούν την ανατροπή της ίδιας της οικονομίας της αγοράς που την θεωρούν υπεύθυνη για τη σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση (αντί-συστημικα ρεύματα). Από την αντίπαλη όχθη, η υπερεθνική ελίτ, φαίνεται αποφασισμένη να ξεχωρίσει πια οριστικά την ήρα από το στάρι, δηλαδή τα αντί-συστημικα από τα ρεφορμιστικά ρεύματα. Αυτό  έδειξε η αντίδραση της στην τελευταία εκδήλωση του κινήματος της αντιπαγκοσμιοποιησης στο Γκετεμποργκ, όχι τόσο με τα κλομπς αλλά κυρίως με τις δηλώσεις ηγετικών στελεχών της καθώς και υφισταμένων τους όπως ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ.

Η πολιτική που ακολουθεί η υπερεθνική ελίτ είναι η γνωστή τακτική του ‘καρότου και του βούρδουλα’. Έτσι, τα μεν ρεφορμιστικά ρεύματα μέσα στο ‘κίνημα’ ευνοούνται με κάθε τρόπο τόσο απο τις ελίτ που προθυμοποιούνται για ‘υπεύθυνες συζητήσεις’ μαζί τους και  χρηματοδοτούν τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που τα στελεχώνουν, όσο και από τα ΜΜΕ, πχ η Monde Diplomatique τα έχει θέσει και επίσημα υπό τη προστασία της προωθώντας το Πόρτο Αλλεγκρε, τη γαλλική οργάνωση ATTAC κλπ. Αντίθετα, τα αντισυστημικα ρεύματα (που συνήθως είναι και τα πιο μαχητικά) αντιμετωπίζονται σαν κοινοί εγκληματίες από τις ελίτ και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς τους καθως και τα ΜΜΕ. Ο απώτερος στόχος είναι το ‘κίνημα’ της αντιπαγκοσμιοποιοησης να χάσει κάθε ριζοσπαστισμό και να καταλήξει και αυτό, όπως το πάλαι  ποτέ ριζοσπαστικό οικολογικό κίνημα,  σε  άλλο ένα ανώδυνο για τις ελίτ λόμπι, ή κοινοβουλευτικό κόμμα. Ομως, στην εκστρατεία για να επικρατήσουν τελικά τα ρεφορμιστικά ρεύματα μέσα στο ΄’κίνημα’ κατά της παγκοσμιοποίησης δεν έχουν επιστρατευθεί μόνο οι μηχανισμοί καταστολής και τα ΜΜΕ. Ακόμη σημαντικότερος είναι ο ρόλος που παίζουν σχετικά οι διάφοροι ‘προοδευτικοί’ διανοούμενοι, δημοσιογράφοι κλπ, συνήθως τ. Μαρξιστές και αριστεριστές και νυν βολεμένοι μέσα στην οικονομία της αγοράς, που καλύπτουν ιδεολογικά τις επιλογές τους χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την κατάρρευση του σοσιαλιστικού ‘προτάγματος’ στην κρατικιστικη μορφή του (‘υπαρκτός’ σοσιαλισμός). Όλοι αυτοί υιοθετούν την μεταμοντέρνα αντίληψη ότι όχι μόνο δεν χρειάζεται πια ένα νέο πολιτικό πρόταγμα (δηλαδή μια νέα συνολική λύση) που θα οδηγήσει στην αντικατάσταση της οικονομίας της αγοράς αλλά και ότι παρόμοια συνολική λύση είναι επικίνδυνη διότι οδηγεί στον ολοκληρωτισμό.

Αλλά, όσον αφορά πρώτον την ανάγκη συνολικής εναλλακτικής λύσης, οι μόνοι που δεν την βλέπουν είναι οι (άμεσα η έμμεσα) απολογητές του σημερινού θεσμικού πλαισίου. Είναι φανερό ότι εφόσον το θεσμικό αυτό πλαίσιο, (το οποίο θεμελιώνεται στην οικονομία της αγοράς και την φιλελεύθερη ‘δημοκρατία’ που εγκαθιδρύθηκαν περίπου δυο αιώνες πριν), αποτελεί επίσης συνολική λύση, μόνο μια εναλλακτική συνολική λύση αποτελεί διέξοδο στην πολυδιάστατη βαθιά κρίση (οικονομική, πολιτική, οικολογική, κοινωνική, πολιτιστική) στην οποία το σύστημα αυτό οδήγησε ιστορικά.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό των ‘μεταμοντέρνων’ διανοούμενων κλπ, τους οποίους εύστοχα χαρακτήρισε ο Καστοριαδης ένθερμους θιασώτες ενός γενικευμένου κομφορμισμού, για τον δήθεν κίνδυνο που ελλοχεύει σε κάθε συνολική λύση να οδηγήσει σε ολοκληρωτισμό, η μοναδική βάση στην οποία στηρίζεται ο ισχυρισμός αυτός είναι η ιστορική εμπειρία του κρατικιστικου σοσιαλισμού (τ. ‘υπαρκτός’). Όμως, το γεγονός ότι ο σοσιαλισμός αυτός αποτελούσε μόνο μια μορφή σοσιαλισμού, που επικράτησε ιστορικά πάνω στις ελευθεριακές μορφές σοσιαλισμού οι οποίες δεν δοκιμάστηκαν ποτέ στην πράξη, αποσιωπάται από τους σημερινούς βολεμένους μεταμοντέρνους ‘διανοούμενους’. Και ας είναι τα χαρακτηριστικά του κρατικιστικου σοσιαλισμού που τον διαφοροποιούσαν από τις ελευθεριακες μορφές του (μετατροπή του  σοσιαλιστικού προτάγματος σε ‘αντικειμενική’ επιστήμη,  αντίληψη για το Κράτος, πρωτοπορίες, ιεραρχικές κομματικές δομές κλπ) εκείνα ακριβώς τα στοιχεία που οδήγησαν στον ολοκληρωτισμό--πέρα βέβαια από τον ρόλο των αντικειμενικών συνθηκών (χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης, ψυχρός πόλεμος κλπ). Εντούτοις, οι μεταμοντέρνοι αυτοί διανοούμενοι κλπ όχι απλώς αποσιωπούν το κρίσιμο αυτό γεγονός, αλλά προχωρούν παραπέρα και προσπαθούν να δυσφημήσουν κάθε απόπειρα διατύπωσης ενός εναλλακτικού προτάγματος με τη κατηγορία του ‘ολοκληρωτισμού’. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι σήμερα δεν λείπουν οι προτάσεις που προσπαθούν ακριβώς να αφομοιώσουν τα πικρά ιστορικά μαθήματα και να συνθέσουν το αίτημα της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας και της πραγματικής δημοκρατίας με τα αιτήματα των ριζοσπαστικών ρευμάτων μέσα στα παλιά και νέα κινήματα (ελευθεριακο σοσιαλιστικό, οικολογικό, φεμινιστικό κ.λπ.), χωρίς ‘αντικειμενικές’ αλήθειες, πρωτοπορίες και ιεραρχίες[2].

Σχετικά, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρεις τάσεις, οι οποίες εμπνέουν τα ρεφορμιστικά ρεύματα που μετέχουν στη Γένοβα. Η πρώτη τάση απορρίπτει ανοικτά κάθε εναλλακτική λύση στο σημερινό σύστημα[3]. Είναι φανερό ότι οι υποστηρικτές της τάσης αυτής είτε ανήκουν στους (κατά Τσόμσκι) ‘κομισάριους του συστήματος’, είτε απλώς ιδεολογικοποιουν τις επιλογές τους κάνοντας τη βολική υπόθεση ότι το σημερινό σύστημα μπορεί να ξεπεράσει την πολυδιάστατη κρίση του ‘από μέσα’, μέσω λχ της πίεσης της κοινωνίας πολιτών. Και αυτό,  όταν κάτι παρόμοιο δεν κατόρθωσε να επιτύχει ούτε και η ίδια η κατάληψη της εξουσίας από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα την μεταπολεμική περίοδο, με αποτέλεσμα η σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή ο καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο, να έχει καταρρεύσει σήμερα παντού!

Μια δεύτερη, συναφής, τάση, αφού ξεκινά με τη σωστή διαπίστωση ότι τα σημερινά κόμματα της κεντροαριστεράς στην εξουσία αντιμετωπίζουν μονόδρομο στη πολιτική που ακολουθούν, εφόσον δεν αμφισβητούν την οικονομία της αγοράς η οποία αναπόφευκτα οδήγησε στη σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την αγορά. Προς επιβεβαίωση επικαλούνται το ‘γεγονός’ οτι η Αριστερά δεν έχει πια να προτείνει μια εναλλακτική συνολική λύση. Ο ψευδής αυτός ισχυρισμός υποστηρίζεται ασύστολα τη στιγμή ακριβώς που παρόμοιες προτάσεις όχι μόνο υπάρχουν αλλά τελευταία πληθύνονται.[4]

Τέλος, μια τρίτη τάση αοριστολογεί γενικά για το στόχο της αυτοθεσμισης της κοινωνίας, χωρίς  οι υποστηρικτές της να εξηγούν πώς ένας τέτοιος στόχος θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από ένα κίνημα αντίστασης κατά της παγκοσμιοποίησης, όπου για πολλούς από τους μετέχοντες σε αυτό η οικονομία της αγοράς και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αν όχι και η ίδια η ΕΕ —δηλαδή, η Ευρώπη των αγορών— θεωρούνται μη αμφισβητήσιμα δεδομένα. Η τάση επομένως αυτή, με το να μην θέτει θέμα συνολικής εναλλακτικής πρότασης, σιωπηρά υιοθετεί το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο μέσα από μια υποτιθέμενα ‘επαναστατική’ ρητορική. Έτσι, μια ανίερη συμμαχία ‘αντί-εξουσιαστών’ και μεταμοντέρνων  καταδικάζει κάθε ριζοσπαστική κριτική της οικονομίας της αγοράς είτε ως στείρα άρνηση, όταν δεν προτείνει συνολική εναλλακτική λύση, είτε ως ολοκληρωτική, όταν προτείνει!

Συμπερασματικά, είναι φανερό ότι το ‘κίνημα’ της αντιπαγκοσμιοποίησης έχει φθάσει σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Είτε δηλαδή τα αντί-συστημικα ρεύματα μέσα σε αυτό θα επικρατήσουν οδηγώντας στο κτίσιμο ενός πραγματικού κινήματος με το δικό του πολιτικό ‘πρόταγμα’, στρατηγική και βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα, είτε θα επικρατήσουν τα ρεφορμιστικά ρεύματα, όπως ακριβώς έγινε και στο οικολογικό κίνημα, οδηγώντας στη δημιουργία ενός ακόμη  ανώδυνου (για την ελίτ) μεταμοντέρνου κοινωνικού κινήματος.

 



[1]E’, 21/4/01

[2] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, Καστανιώτης, 1999

[3] Βλ πχ Πασκάλ Μπρικνέρ (Θ. Γιαλκετσης, Ε, 3/6/01)

[4] βλ. π.χ. την πρόταση του Murray Bookchin για συνομοσπονδιακό κοινοτισμό, τη πρόταση του M. Albert για ‘συμμετοχική οικονομία, τις προτάσεις της Αμερικανικής ελευθεριακής Αριστεράς στο Discussion Bulletin, καθώς και το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας (βλ.  το συνώνυμο περιοδικό, τ. 2 Ιούλης 2001).