(Ελευθεροτυπία, 20 Μαίου 2000)

Θρησκευτικά δημοψηφίσματα και φασιστικές πρακτικές

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Όταν στο προηγούμενο άρθρο μου από τη στήλη αυτή[1] έγραφα για τη σημερινή σύμπλευση του εκσυγχρονιστικού κατεστημένου με  το στρατόπεδο των Ελληνορθόδοξων και τη πιθανή σύγκρουση στο μέλλον, αν όχι και αυτονόμηση των δεύτερων για να παίξουν το ρόλο ‘αντιπολίτευσης’ στον ΕΟΚικό εκσυγχρονισμό των πρώτων,  δεν φανταζόμουν βέβαια ότι οι πρώτες αψιμαχίες θα άρχιζαν αμέσως. Αψιμαχίες στις οποιες η αφορμή ήταν το θέμα της μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Είναι όμως πιθανό ότι η σύμπλευση αυτή ξεπέρασε τα όρια ανοχής του ΕΟΚικού κατεστημένου και οδήγησε σε πιέσεις στην εκσυγχρονιστική κυβέρνηση να προσαρμοστεί στα Ευρωπαϊκά δεδομένα. Φυσικά, οι αψιμαχίες αυτές δεν σημαίνει ότι θα οδηγήσουν σύντομα στη σύγκρουση εφόσον προς το παρόν και τα δυο στρατόπεδα έχουν κάθε συμφέρον να την αποφυγουν και ένας συμβιβασμός που θα κάνει απλώς προαιρετική την αναγραφή του θρησκεύματος ήδη διαφαίνεται στον ορίζοντα. Ένας τέτοιος συμβιβασμός βέβαια θα αποτελούσε τη βάση για την εισαγωγή μια νέας διάκρισης σε πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας. Με δεδομένο ότι η συντριπτική πλειονότητα των σωμάτων ασφάλειας είναι ελληνορθόδοξοι (δηλαδή ασπάζονται το μίγμα εθνικισμού και ορθοδοξίας της ‘Ελλαδας Ελληνων Χριστιανων’ για λόγους που έχουν σχέση με την εκπαίδευση τους, την οικογενειακή καταγωγή τους κ.λπ.) είναι φανερό ότι η αναγραφή η μη του θρησκεύματος θα αποτελούσε βασική κριτήριο για τον τρόπο συμπεριφοράς τους απέναντι των κατόχων των νέων τατυτοτήτων.

Όμως, ακόμη σημαντικότερη από την αντίδραση των εκσυγχρονιστών επαγγελματιών πολιτικών που έχουν κάθε διάθεση ‘να τα βρουν’ με την Εκκλησία είναι η αντίδραση των οπαδών του ελληνορθόδοξου στρατοπέδου πάνω στο θέμα αλλά και στη κριτική του ανορθολογισμού γενικότερα. Αντίδραση που κυμαίνεται από υπερ-‘δημοκρατικη’ μέχρι καθαρά φασιστική. Στη πρώτη κατηγορία ανήκει για παράδειγμα η πρόταση του αρχιεπίσκοπου να λυθεί το θέμα με δημοψήφισμα. Στη δεύτερη κατηγορια ανήκουν οι αντιδράσεις εναντίον σκανδαλοθηρικού βιβλίου, καθώς και αυτές που ήλθαν στη στήλη με αφορμή το προηγούμενο άρθρο μου όπου όχι μόνο επιχειρείται η δικαιολόγηση της φυσικής βίας εναντίον αυτού που αποκαλούν ‘πνευματική βία’ αλλά απειλείται (Χριστιανικοτατα!) ακόμη και η σωματική ακεραιότητα του υπογράφοντος  διότι τόλμησε να εκφράσει την αντίθεση του στη θρησκεία και γενικά κάθε ανορθολογισμό. Ας δούμε όμως λεπτομερέστερα τις απόψεις αυτές.

Εκ πρώτης όψεως, η αρχιεπισκοπική πρόταση φαίνεται απόλυτα δημοκρατική αφού ξεπερνά τα όρια της αντιπροσωπευτικής ‘δημοκρατίας’ και αναθέτει την επίλυση του προβλήματος στο ‘κυρίαρχο’ λαό. Άλλωστε οι περισσότεροι από τους ‘ριζοσπάστες’ οικολόγους μας συχνά έχουν σχεδόν ταυτίσει την άμεση δημοκρατία, που αποτελεί μια από τις κύριες ευαισθησίες του διεθνούς οικολογικού κινήματος, με τα δημοψηφίσματα σε καίρια θέματα. Μερικοί μάλιστα τεχνολογικά προηγμένοι ζητούν την εισαγωγή κάποιας μορφής ‘ηλεκτρονικής δημοκρατίας’ όπου τα δημοψηφίσματα θα είναι ακόμη πιο συχνά και οι πολίτες θα μπορούν, χρησιμοποιώντας τη ψηφιακή τους τηλεόραση, ν’ αποφαίνονται επί παντός επιστητού. Φυσικά οι επαγγελματίες πολιτικοί δεν είναι διατεθειμένοι να παραχωρήσουν τέτοιες εξουσίες και είναι αμφίβολο αν παρόμοιες ηλεκτρονικές δημοκρατίες με αποφασιστικές αρμοδιότητες θα στηθούν πουθενά. Αλλά ας υποθέσουμε ότι γινόταν δυνατή η συχνή χρήση δημοψηφισμάτων για την έκφρασηυποτίθεται της λαϊκής θέλησης. Έχει κανένας αμφιβολία ότι η Εκκλησία θα κέρδιζε εύκολα ένα δημοψήφισμα στο οποίο θα ετίθετο θέμα αν πρέπει ν' αναγράφεται το θρήσκευμα στις ταυτότητες, ή να γίνεται αγιασμός στα σχολεία, τη Βουλή κ.λπ., ή να υπάρχει η εικόνα του Χριστού σε κάθε δημόσιο γραφείο και σχολείο πράγματα αδιανόητα για την Ευρώπη ακόμη και για τη Μακεδονία των Σκοπίων! αλλά απόλυτα φυσικά εδώ; Το γιατί είναι εύκολο να εξηγηθεί. Οι πολίτες ψηφίζουν στα δημοψηφίσματα αυτά με βάση τις ήδη διαμορφωμένες και ‘εσωτερικευμενες’ μέσω της διαδικασίας κοινωνικοποίησης (από την οικογένεια, το σχολείο, την Εκκλησία, τα ΜΜΕ κ.λπ.) πεποιθήσεις η προκαταλήψεις τους, αναπαράγοντας ουσιαστικά τη κυρίαρχη ιδεολογία και τις επικρατούσες αξίες και κουλτούρα

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι η άμεση δημοκρατία, που το πρώτο σπέρμα της αποτελούσε η Αθηναϊκή δημοκρατία δεν έχει σχέση με τα δημοψηφίσματα. Η δημοκρατία προϋποθέτει μια σειρά προϋποθέσεων και συγκεκριμένα[2]:

  • τη θεμελίωση της στη συνειδητή επιλογή  της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας από τους πολίτες, πράγμα που συνεπάγεται ότι είναι ασύμβατη με τη δημοκρατία η θεμελίωση της σε θεϊκά ή μυστικιστικά δόγματα και προκαταλήψεις ή σε κλειστά θεωρητικά συστήματα που ενέχουν κοινωνικούς/φυσικούς «νόμους» ή τάσεις που (υποτίθεται) καθορίζουν την κοινωνική αλλαγή.

  • την απουσία θεσμισμένων πολιτικών διαδικασιών ολιγαρχικής φύσης. Αυτό συνεπάγεται ότι όλες οι πολιτικές αποφάσεις (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναφέρονται στη διαμόρφωση και την εφαρμογή των νόμων) λαμβάνονται από το σώμα των πολιτών συλλογικά και χωρίς αντιπροσώπευση

  • την απουσία θεσμισμένων πολιτικών δομών που ενσωματώνουν άνισες σχέσεις εξουσίας (κλήρος αντί για εκλογή των εντολοδόχων, ανακλησιμοτητα κ.λπ.) 

  • την καθολικότητα που σημαίνει οτι όλοι οι ενήλικοι κάτοικοι μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής, ανεξάρτητα από φύλο, φυλή, εθνικότητα κ.λπ. είναι μέλη του σώματος των πολιτών και συμμετέχουν άμεσα στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων.

Όμως, η θέσμιση της άμεσης δημοκρατίας, σύμφωνα με τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι μόνο η αναγκαία συνθήκη για την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Η επαρκής συνθήκη αναφέρεται στο επίπεδο δημοκρατικής συνειδητοποίησης των πολιτών, όπου αποφασιστικό ρόλο παίζει η παιδεία με τη κλασική εννοια της ανάπτυξης του χαρακτήρα και της σφαιρικής εκπαίδευσης του ατόμου ως πολίτη η οποία, και μόνο, μπορεί να δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στο δημόσιο χώρο. Όπως είναι φανερό οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν ικανοποιούνται από την κοινοβουλευτική «δημοκρατία» (όπως λειτουργεί στη Δύση) ή από τη σοβιετική «δημοκρατία» (όπως λειτουργούσε στην Ανατολή). Όλα αυτά τα καθεστώτα είναι επομένως μορφές πολιτικής ολιγαρχίας, όπου η πολιτική δύναμη είναι συγκεντρωμένη στα χέρια των διάφορων πολιτικών ελίτ.

Ας έλθουμε όμως στη δεύτερη κατηγορία αντιδράσεων που δικαιολογούν ακόμη και τη φυσική βία εναντίον της έκφρασης της σκέψης. Σε ένα γράμμα που έφθασε με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο υποστηρίζεται η άποψη ότι «η πνευματική βία, είναι αποδειγμένο, μπορεί να προκαλέσει σωματικά τραύματα (δια μέσου του εγκεφάλου), ακόμη και θανατηφόρα και θα πρέπει οι νόμοι του μέλλοντος να προβλέπουν τις ίδιες ποινές όπως για τα τραύματα από φυσική βία. Μέχρι τότε η άσκηση φυσικής βίας από ανθρώπους που υφίστανται πνευματική βία και δεν έχουν την δυνατότητα να αντιτάξουν πνευματική βία με ίσους όρους θα πρέπει να θεωρείται νόμιμος σαν αυτοάμυνα». Όμως, ακόμη και αν δεχθούμε την υπόθεση αυτή, φυσικά, πάλι δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα στα δυο είδη βίας. Η πνευματική βία, ακόμη και αν προκαλεί ΚΑΠΟΤΕ σε ΜΕΡΙΚΑ άτομα τις συνέπειες που της αποδίδονται σίγουρα δεν συγκρίνεται με τη φυσική βία η οποία προκαλεί ΠΑΝΤΟΤΕ και σε ΟΛΟΥΣ σωματικές και πιθανώς ψυχικές βλάβες. Τη στιγμή  που η αυτοάμυνα κατα της πνευματικής βίας, ακόμη και αν κάποιοι δεν έχουν τη δυνατότητα ν' αντιτάξουν πνευματική βία στη πνευματική βία με ίσους όρους, μπορεί να ασκηθεί με χίλιους άλλους μη βίαιους τρόπους (από το μποϊκοτάρισμα ενός βιβλίου μέχρι την οργάνωση συζητησεων, εκδηλώσεων, διαδηλώσεων κ.λπ. εναντίον των απόψεων που υποστηρίζονται σε αυτό), η ισοπέδωση των δυο μορφών βίας οδηγεί κατευθείαν σε φασιστικές πρακτικές όπου η σκέψη αντιμετωπίζεται με τη κρατική βία η το ιδιωτικό λιντσάρισμα.

Φυσικά, υπάρχει το πρόβλημα του πως αντιμετωπίζεται η πνευματική βία που ασκούν τα ΜΜΕ όταν αποσιωπούν εναλλακτικές απόψεις, ή αυτή που ασκούν ρατσιστές κ.λπ. συγγραφείς, ή, ακόμη σημαντικότερο, αυτή που επιβάλλουν οι θεσμοί. Όμως όλα αυτά τα προβλήματα, που υπάρχουν βέβαια μόνο σε κοινωνίες όπου η πολιτική, οικονομική και κοινωνική δύναμη δεν ισοκατανέμεται, (δηλαδή τις ‘δημοκρατίες που ανέφερα) δεν λύνονται με την άσκηση φυσικής βίας κατά των φορέων αντιτιθέμενων απόψεων και των οργάνων τους αλλά με την πάλη για την ανατροπή των δομών ανισοκατανομής δύναμης. Η αυτοάμυνα, για να μην καταλήξει σε φασιστική πρακτική, πρέπει να στηρίζεται στην αρχή της αναλογικότητας. Η φυσική βία δικαιολογείται μόνο ως αυτοάμυνα στην άσκηση φυσικής βίας από τους φορείς αντιτιθέμενων απόψεων.

 



[1] ‘Ε’, 6/5/00

[2] βλ. Τ. Φωτόπουλος, Από την Αθηναική Δημοκρατία στην Περιεκτική Δημοκρατία, Ελ. Τύπος, 2000