(Ελευθεροτυπία, 18 Νοεμβρίου 2000)

H Αμερικανική εφεύρεση της ‘δημοκρατίας’

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Το φιάσκο των Αμερικανικων εκλογών δεν συνίσταται απλώς στο γεγονός οτι όποιος βγεί Προεδρος θε εχει την υποστήριξη μόνο του  25% του εκλογικού σώματος και οτι μπορεί και να υπολείπεται σε ψηφους απο τον αντίπαλο του. Αυτο αποτελεί συνήθη περίπτωση σε καθε αντιπροσωπευτική ‘δημοκρατία’ και ιδιαίτερα την Αμερικανική οπου ο μέσος όρος των Αμερικανων που παίρνει μερος στις προεδρικές εκλογές απο το 1932 μεχρι σήμερα ειναι 56% --ποσοστό που  απο το 1976 και μετα πέφτει στο 52%[1]. Το ΠΑΣΟΚ άλλωστε στις δυο τελευταίες εκλογές μόλις συγκέντρωσε το 31-32% των ψηφοφόρων και με υποχρεωτική ψηφοφορία!  

Ακόμη σημαντικότερο φιάσκο ειναι η ίδια η έννοια της δημοκρατίας στην οποία στηρίζεται το Αμερτικανικο πολίτευμα, για χάρη της οποίας μάλιστα δεν διστάζουν να επιβάλλουν κυρώσεις η και να βομβαρδίζουν οποιον αλλο λαό δεν την υιοθετεί. Ομως, η Αμερικανικη ‘δημοκρατία’ οχι μονο δεν εχει σχέση με τη κλασική έννοια της δημοκρατίας, (την οποια εσκεμμένα διαστρέβλωσαν οι ‘Θεμελιωτές-Πατέρες’ του Αμερικανικου πολιτεύματος για ν αποκλείουν τον λαό απο την άσκηση της εξουσίας), αλλα και εξασφαλίζει την εκλογή μιας πολιτικής ελίτ που κυβερνά με βάση τις προδιαγραφές της οικονομικής ελίτ, η οποία χρηματοδοτεί και την εκλογή της. Πρόσφατη για παραδειγμα έρευνα σε σχέση με τις τελευταίες εκλογές τεκμηριώνει με αδιάσειστα στοιχεία το συμπέρασμα ότι ‘η δημοκρατία μας σπονσοναρεται απο τα επενδυμένα οικονομικά συμφέροντα που απαιτούν ευνοϊκή μεταχείριση απο τους εκλεγμένους σε αξιώματα’[2]. Άλλη έρευνα Αμερικανικου ινστιτούτου  εκτιμά οτι το κόστος για να εκλεγεί κανεις πρόεδρος εχει ανέβει απο 94 περιπου εκ δολ. το 1988 σε 126 εκ το 1996 (ο Μπους υπολογίζεται οτι δαπάνησε 200 εκ δολ στις τελευταιες εκλογες). Αντιστοιχα, το κόστος για να κατακτήσει κανείς μια θεση στη Γερουσία εχει ανέβει απο 3,8 εκ δολ το 1990 σε 4,7 εκ δολλ το 1996, ενω για μια θέση στη βουλή των αντιπροσώπων το κόστος έφτασε τα 673.000 δολλ το 1996, έναντι 516.000 το 1994. Η ίδια έρευνα επιβεβαιώνει την γενική υποψία οτι η επιτυχία στο επάγγελμα του πολιτικού εξαρτάται άμεσα απο τις δαπάνες για τη ‘προώθηση’ του: το 92% των θέσεων στη βουλή των αντιπροσώπων και το 88% στη Γερουσια  εχει κατακτηθεί απο τους υποψήφιους που ξόδεψαν τα περισσότερα χρήματα.[3] 

Me βάση αυτα τα δεδομένα ειναι βεβαια φυσικό το αλισβερίσι για το ποιος υποψήφιος θα εξασφαλίσει περισσότερα ‘σπονσοναρισματα’ απο τις μεγάλες επιχειρησεις (που συνήθως επιχορηγούν και τα δυο κόμματα), τα οποία βεβαια δεν δίνονται για να ...σωθεί η ψυχή τους αλλα με βαση χειροπιαστά ανταλλάγματα  στη διαμόρφωση της κυβερνητικής πολιτικής. Ο Μπους για παράδειγμα εξελέγη κυβερνήτης του Τεξας το 1994. κυριολεκτικά   ‘απο το πουθενα’, χάρη στη προεκλογικη του δέσμευση να κανει πολυ πιο δύσκολη και άκαρπη για τον ενάγοντα την προσφυγή στα δικαστήρια κατα των μεγάλων επιχειρήσεων.

Για να δουμε ομως τη σημερινή διαστρέβλωση της έννοιας της δημοκρατίας θα πρέπει να πάμε πισω στην Ιστορια, στο τελευταιο τεταρτο του 18ου αιωνα, οταν οι ‘Θεμελιωτές-Πατέρες’ του Αμερικανικου πολιτευματος επινόησαν την αντιπροσωπευτική ‘δημοκρατία’, μια ιδέα χωρις ιστορικό προηγούμενο η οποια αποτελούσε καθαρη Αμερικανικη εφεύρεση . Μεχρι τοτε, ο ορος δημοκρατία ειχε τη κλασικη Αθηναικη έννοια  της ‘κυριαρχιας του δημου’, δηλαδή της άμεσης άσκησης της εξουσίας απο το λαό-- κατι που οι ‘Πατερες’ θεωρούσαν  παραδειγμα προς αποφυγη διοτι θεσμοποιούσε την  οχλοκρατία, τη τυραννία της πλειοψηφίας κλπ. Ο στόχος ηταν το ‘νέρωμα’ της λαικής εξουσιας ωστε να συνδυαστεί ο πλούτος με τις δημοκρατικές αξίες και να γινει δυνατή η διαιώνιση μιας ολιγαρχίας που θα ειχε και λαικό επικάλυμμα[4]. Πράγμα που αποτελουσε μόνιμο αίτημα των φιλελεύθερων φιλοσόφων απο τον καιρό του  Ανταμ Σμιθ, του πατέρα του οικονομικού φιλελευθερισμού,[5]  που τόνιζε ότι το κύριο καθήκον της κυβέρνησης είναι η υπεράσπιση των πλούσιων ενάντια στους φτωχούς –ένα καθήκον που, όπως επισημαίνει ο John Dunn, «ασκείται αναγκαστικά λιγότερο αποτελεσματικά όταν οι φτωχοί αποφασίζουν ποιος κυβερνά, για να μην αναφερθούμε στη περίπτωση όπου οι ίδιοι οι φτωχοί, όπως στην Αθήνα, σε μεγάλο βαθμό είναι η κυβέρνηση».[6]

Θα πρέπει ακομη να σημειωθεί οτι η υιοθέτηση της αντιπροσωπευτικής ‘δημοκρατιας’ δεν ειχε σχέση με το μέγεθος του πληθυσμού. Η θέση των ‘Πατερων’ δεν ηταν οτι η αντιπροσωπευση ειναι αναγκαια σε μια μεγαλη δημοκρατια αλλα οτι αντίθετα η μεγαλη δημοκρατια ειναι επιθυμητη για να ειναι αναπόφευκτη η σντιπροσώπευση. Η αντιπροσωπευση δηλ. λειτουργούσε ως φιλτρο απο όπου περνούσε η λαική βούληση και με αυτη την έννοια ηταν ακριβώς το αντιθετο της ισηγορίας, δηλαδη της ισοτητας του λογου, που ειναι απαραιτητο στοιχειο της αμεσης δημοκρατίας, εναντι της ελευθερίας του λογου, που αποτελει τον μαιντανο της αντιπροσωπευτικης ‘δημοκρατιας’. Ετσι η δημοκρατια επαυσε να ειναι η ασκηση της πολιτικης εξουσιας και εγινε ταυτόσημη  με την παραίτηση απο αυτην, την μεσω των εκλογών μεταφορά της άσκησης της πολιτικης εξουσίας σε άλλους, τη στιγμή που για τους Αθηναίους ο θεσμός της εκλογής αποτελούσε ενα ολιγαρχικό στοιχείο και κατέφευγαν σε αυτη μονο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οταν απαιτούντο ειδικές γνώσεις. Οι ‘Πατερες’ δηλαδη οχι μονο έβλεπαν την αντιπροσώπευση ως μέσο για να απομακρύνουν τον λαό απο την πολιτική αλλα και την πρότειναν για τον ιδιο λόγο που οι Αθηναίοι ηταν εναντίον της εκλογής, δηλ. διοτι ευνοούσε τους πλούσιους. Ετσι, ενω για τους Αθηναίους ηταν ολιγαρχία το πολίτευμα στο οποιο κυριαρχούσαν (μολονότι πάντα μια μειονότητα), οι πλούσιοι,[7] για τους ‘Πατέρες’ όπως ο Χαμιλτον οχι μονο δεν υπήρχε καμία ασυμβατότητα μεταξύ δημοκρατιας και  κυριαρχίας των πλούσιων και των ισχυρών αλλα, αντίθετα, αυτό εθεωρείτο και ο κανόνας.

Η εισαγωγή επομένως της αντιπροσωπευτικής ’δημοκρατιας’, που θέσπιζε τον χωρισμό της κοινωνίας απο το πολίτευμα, και η παράλληλη επικράτηση της οικονομίας της αγοράς, που συνεπαγόταν τον χωρισμό της κοινωνίας απο την οικονομία, έκαναν δυνατή την καθιέρωση της σημερινής φιλελεύθερης ‘δημοκρατιας’ (διάβαζε ολιγαρχίας). Δηλαδή, ενός πολιτεύματος που εξ ορισμού δεν μπορεί να επιτύχει ούτε την ισοκατανομή της πολιτικής δύναμης μεταξύ των πολιτών (όπως έκανε η κλασική δημοκρατία) ούτε βέβαια την ισοκατανομή της οικονομικής δύναμης. Το ‘αντάλλαγμα’ ήταν η καθολίκευση της ιδιότητας του πολίτη και των πολιτικών δικαιωμάτων σε σχέση με τους περιορισμούς που επέβαλαν οι Αθηναίοι. Ομως αυτο που εγινε τα τελευταία 150 περίπου χρόνια ειναι ότι καθολικεύτηκε μεν η ιδιότητα του πολίτη αλλα συγχρόνως εγκαταλείφθηκε ο ενεργός χαρακτήρας της και υιοθετήθηκε  μια παθητική ιδιότητα του πολίτη συμβατή με την αντιπροσωπευτική ‘δημοκρατία και την επέκταση των πολιτικών δικαιωμάτων’. Αλλά, η τυπική ισότητα των πολιτικών δικαιωμάτων ελάχιστη επίδραση έχει (ιδιαίτερα σημερα)  στη μείωση των πελώριων οικονομικών ανισοτήτων που επιφέρει η οικονομία της αγοράς. Παρ’όλα αυτά, σημερα, όλοι σφετερίζονται τον όρο δημοκρατία (όπως παλαιοτερα τον όρο σοσιαλισμό) εννοώντας κάτι εντελώς διαφορετικό απο αυτό που σήμαινε η λέξη, δηλ την αυτοκυβέρνηση του λαού.

Ειναι μαλιστα θλιβερο συμπτωμα της εποχης μας και της ιδεολογικής ηγεμονίας του φιλελευθερισμού οτι πολλοί ρεφορμιστές «αριστεροί» ταυτίζουν σήμερα το σοσιαλισμό με την επέκταση της αντιπροσωπευτικής ‘δημοκρατίας’ και επιτίθενται κατα της κλασικής εννοιας της δημοκρατίας,[8] ενώ άλλοι χαρακτηρίζουν το αίτημα για μια περιεκτική δημοκρατία, δηλαδή για την επανάκτηση του κλασικού νοήματος της δημοκρατίας και την επέκταση της στο οικονομικό πεδίο, ως μια εν δυνάμει ολοκληρωτική ουτοπία[9], βαφτίζοντας (βολικότατα) ‘ρεαλισμό’ το αίτημα για μια παγκοσμιοποίηση με ‘ανθρώπινο’ πρόσωπο!

 



[1] Τhe World Almanac and book of facts, 1998

[2] Centre for Public integrity, The Buying of the President 2000/Γκαρντιαν 8/1/00

[3] Centre For Ρesponsive Politics Report 1997/Γκαρντιαν, 26/11/97

[4] E.M. Wood, Democracy Against Capitalism, CUP, 1996, σ. 214-15

[5] βλ. παραπέρα ανάλυση, Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, Καστανιώτης 1999, σελ 352-54

[6] John Dunn, (επιμ) Democracy, the Unfinished Journey, 508 BC to AD 1993, OUP, 1992 σ. 251

[7] Αριστοτέλους Πολιτικά, Βιβλίο Δ,  1290b, 20

[8] βλ. π.χ. για τη περίπτωση Μπόμπιο New Left Review, Ιούλιος-Αύγουστος 1988

[9] βλ. π.χ. Π. Κοροβέσης, Εποχή, 2/7/00