(Ελευθεροτυπία, 28 Αυγούστου 1999)

Ο σεισμός και οι εκατόμβες της ‘ανάπτυξης’

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Οι δεκάδες χιλιάδες νεκροί και τραυματίες και οι εκατοντάδες χιλιάδες άστεγοι που άφησε στο δρόμο του ο Τούρκικος σεισμός δεν οφείλονται στη ‘μήνι του θεού’, ούτε καν στη πρακτική ασυνείδητων εργολάβων. Ούτε, βέβαια, χρειαζόταν ο σεισμός για ν αποδείξει ότι η γειτονική χώρα είναι ένας ‘γίγαντας με πήλινα πόδια’’. Όταν πέρυσι η πολεμολογία είχε πάλι φουντώσει στη χώρα μας και ο Π. Κονδυλης[1] υποστήριζε την  θεωρία (προς αγαλλίαση των εθνικιστών, νεορθόδοξων κ.λπ.) ότι η Ελλάδα υφίσταται συνεχή γεωπολιτική συρρίκνωση, η οποία εκδηλώνεται ως εδαφική συρρίκνωση αλλά και ως οικονομική συρρίκνωση, η οποία μάλιστα εξηγεί και τη στρατιωτική συρρίκνωση (εξοπλισμοί) της Eλλάδας έναντι της Tουρκίας, είχα προσπαθήσει να δειξω[2] ότι η θεωρία αυτή ήταν εντελώς αστήρικτη. Και αυτό, διότι δεν θεμελιωνόταν σε βάσιμη οικονομική ανάλυση των στοιχείων που εύκολα δείχνει ότι η παραγωγική δομή της γείτονος είναι το ίδιο περίπου σαθρή όσο και η δική μας.

Κατά τη γνώμη μου, για να δούμε τα βαθύτερα αιτία της καταστροφής θα πρέπει να εξετάσουμε το είδος ‘ανάπτυξης’  στο οποίο οδηγεί η οικονομία της αγοράς. Βασικό χαρακτηριστικό της ανάπτυξης που γίνεται χωρίς κοινωνικό σχεδιασμό αλλά αφήνεται στις άναρχες δυνάμεις της αγοράς είναι η ανισομέρεια.[3] Μια ανισομέρεια που σημαίνει ότι μερικοί κλάδοι παραγωγής που τυχαίνει να είναι οι πιο κερδοφόροι αναπτύσσονται υπέρογκα σε σχέση με άλλους, δημιουργώντας τεράστιες διαφορές στη παραγωγικότητα και στη κατανομή εισοδημάτων. Αυτό δεν αποτελεί βέβαια παρά τη λογική συνέπεια ενός συστήματος στο οποίο η δυναμική της αναπτυξιακής διαδικασίας προσδιορίζεται πρωταρχικά από μικρό-οικονομικά κριτήρια, που αφορούν την αποδοτικότητα της ατομικής επιχείρησης και όχι τις οικονομικές, πολιτιστικές η οικολογικές ανάγκες των διάφορων περιφερειών. Συνέπεια της ανισομέρειας αυτής είναι η σημερινή τεραστία συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, εισοδημάτων και πλούτου που μόλις διαπίστωσε και η τελευταία Έκθεση για την ανάπτυξη του ΟΗΕ. Σύμφωνα με την Έκθεση αυτή[4],  ένας μικρός αριθμός χωρών στις οποίες ζει το 20% του πληθυσμού της γης ελέγχει το 86% του παγκόσμιου εισοδήματος, 82% των εξαγωγών και 66% των ξένων επενδύσεων. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι όλοι ευημερούν στις χώρες αυτές. Η συγκέντρωση δύναμης δεν είναι μόνο μεταξύ χωρών αλλά και στο εσωτερικό των χωρών. Έτσι, ο πλούτος των 225 πλουσιότερων ανθρώπων στο κόσμο  ισοδυναμεί σήμερα με το συνολικό εισόδημα 2,5 δισεκατομμυρίων ανθρώπων, σχεδόν δηλαδή το μισό του φτωχότερου 45% του παγκόσμιου πληθυσμού[5]. Στην Ελλάδα, έχουμε σχεδόν τον μεγαλύτερο βαθμό συγκέντρωσης εισοδήματος στην ΕΕ, με το 10% των πλουσιότερων να εισπράττουν πάνω από το 26% του εισοδήματος και το 10% των φτωχότερων  το 2%.[6]

Όμως, η ανισομέρεια αυτή είναι ακόμα μεγαλύτερη έξω από τον μικρό κύκλο των αναπτυγμένων οικονομιών της αγοράς. Έτσι, στις χώρες αυτές παρατηρείται τη μεταπολεμική περίοδο μια ταχεία και  πολύ μεγάλη συγκέντρωση οικονομικής δραστηριότητας γύρω από ένα πολύ μικρό αριθμό αστικών κέντρων, όπου συγκεντρώνεται όλη η βιομηχανική δραστηριότητα αλλά και άφθονο εργατικό δυναμικό καθώς και υποδομή (κρατικές υπηρεσίες, τράπεζες, συγκοινωνίες κ.λπ.) που εξασφαλίζουν τη μέγιστη αποδοτικότητα. Σημαντικό τμήμα του πληθυσμού εγκαταλείπει τις παραδοσιακές του κοινότητες και ασχολίες και συσσωρευεται στα αστικά κέντρα όπου συγκεντρώνονται και οι ευάριθμοι ‘σύγχρονοι’ τομείς, συνήθως χρηματοδοτούμενοι από ξένες επενδύσεις, Στη Κωνσταντινούπολη για παράδειγμα συγκεντρώνεται το ένα τρίτο των εργοστάσιων της χώρας.

Τα αστικά κέντρα των χωρών αυτών όμως αποτελούν κακή απομίμηση των αστικών κέντρων στις αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς. Έτσι, η συγκέντρωση του πληθυσμού είναι πολύ μεγαλύτερη. Παρά το γεγονός ότι ο αστικός πληθυσμός στις αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς είναι κατά μέσο όρο πολύ υψηλότερος από αυτόν στις μη αναπτυγμένες, η κατανομή είναι καλύτερη και δεν παρατηρείται η συνεχής συγκέντρωση σε τερατουπόλεις όπως η Αθήνα που συγκεντρώνει το 30% του συνολικού πληθυσμού, ή η Κωνσταντινούπολη όπου στοιβάζονται 10 εκ. άνθρωποι (15% του πληθυσμού). Έτσι, στη Τουρκία ο αστικός πληθυσμός αυξήθηκε κατά 73% μεταξύ 1975 και 1997 (από περίπου 41.5% σε 72%) και προβλέπεται να φθάσει το 84,5% το 2015[7] (η Ελλάδα είχε προηγηθεί, με την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη να συγκεντρώνουν τα 2/3 του αστικού πληθυσμού ηδη απο το 1981). Αντίθετα, στις αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς παρατηρείται μετατόπιση από τις μητροπόλεις σε μικρότερα αστικά κεντρα.[8] Όπως παρατηρεί ο Tim Radford, τα τελευταία  40 περίπου χρόνια  εκατομμύρια ανθρώπων μετακόμισαν από ισχυρά παραδοσιακά κτίσματα χαμηλής τεχνολογίας  στην ύπαιθρο, σε εξαθλιωμένες φτωχογειτονιές  στις τερατουπόλεις,  πολλές από τις οποίες βρίσκονται σε περιοχές που κινδυνεύουν από σεισμούς, πλημμύρες, τυφώνες, ηφαίστεια κ.λπ.[9] Δεδομένου τώρα ότι υπολογίζεται πως στην αρχή της χιλιετίας ο μισός παγκόσμιος πληθυσμός θα ζει σε αστικά κέντρα  και ότι το 90% της αστικής έκρηξης θα είναι στις μη αναπτυγμένες χώρες, πολλοί από τους ανθρώπους αυτούς είναι υποψήφια θύματα που περιμένουν για μια καταστροφή .[10]

Μια άλλη διαφορά με τα αστικά κέντρα στις αναπτυγμένες οικονομίες είναι ότι η συγκέντρωση πληθυσμού σε αυτά έγινε σε πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ο,τι στις υπανάπτυκτες  εφόσον η οικονομία ανάπτυξης είχε αρχίσει να εγκαθιδρύεται στις χώρες αυτές από τον περασμένο αιώνα και όχι μέσα στα τελευταία 40-50 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι υπήρχαν καλύτερες δυνατότητες χωροταξικού σχεδιασμού και ελέγχου και, όπου ήταν δυνατό, αποφεύχθηκε το στοίβαγμα σε πολυκατοικίες και προτιμήθηκαν τα χαμηλά κτίρια μέχρι δυο ορόφων, όπως στη Βρετανία. Αντίθετα στις υπανάπτυκτες τερατουπόλεις στοιβάζονται εκατομμύρια ανθρώπων σε πολυώροφα κτίρια με φτηνές προδιαγραφές. Εάν συμβεί οι πόλεις αυτές να είναι και σε σεισμογενή περιοχή, όπως στη Κωνσταντινούπολη τότε, όπως τονίζει μελέτη του Ν. Ράπτη, «το να χτίζει κανείς πολυώροφα κτίρια, είτε από χάλυβα είτε από μπετόν αρμέ, σε ένα τόπο που χτυπιέται από δυνατούς σεισμούς είναι σαν να παίζει τη ζωή του σε ρουλέτα».[11] Όμως, οι ελίτ που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς λίγο ενδιαφέρονται γι' αυτό. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν είναι συνήθως η ζωή των φτωχότερων στρωμάτων που παίζεται στη ρουλέτα. 

Τέλος, μια τρίτη σημαντική διαφορά με τα αστικά κέντρα των αναπτυγμένων οικονομιών της αγοράς είναι ότι ακόμη και όταν αποτελούνται από πολυώροφα κτίρια σε σεισμογενείς περιοχές, όπως συμβαίνει στη Καλιφόρνια, η συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου στις χώρες αυτές τους επιτρέπει να τηρούν υψηλές τεχνικές προδιαγραφές που εμποδίζουν τις εκατόμβες. Δεν είναι τυχαίο ότι ο σεισμός στη Καλιφόρνια πέρυσι, που ήταν περίπου της ίδιας ισχύος με αυτόν της Κωνσταντινούπολης, άφησε περίπου 50 μόνο νεκρούς. Όπως τονίζει ο Dr Browitt της Βρετανικής Γεωλογικής Έρευνας ‘μερος του προβλήματος είναι ότι ακόμη και αν ξέρουμε πως να σχεδιάσουμε και να κατασκευάσουμε γι' αυτό το είδος (καταστρεπτικού) σεισμού, σε περιοχές όπου υπάρχει έλλειψη πόρων τα σχέδια αυτά δεν θα υλοποιηθουν”.[12] Είναι φανερό ότι σε σεισμογενείς περιοχές όπως η Κωνσταντινούπολη (η αντίστοιχα στην Ελλάδα) που δεν διαθέτουν τους οικονομικούς πόρους των αναπτυγμένων οικονομιών της αγοράς, η λύση είναι μονώροφα σπίτια από ελαφριά υλικά,[13] εφόσον οι πιέσεις στα παραδοσιακά υλικά (τούβλα κ.λπ.) είναι πολύ μικρότερες από ο,τι στο τσιμέντο.[14] Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στο πρόσφατο σεισμό το παλιό τείχος της Πόλης έμεινε άθικτο εκτός από τμήμα του που είχε ανακαινιστεί πριν μερικά χρόνια! Ούτε ότι όλα τα παλιά κτίσματα έμειναν όρθια. Όμως, μια τέτοια λύση που θα έσωζε εκατομμύρια ζωές σε όλο τον κόσμο αποκλείεται εξ ορισμού από τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και της συνακόλουθης ‘οικονομίας ανάπτυξης’...

 


 

[1] Π. Κονδυλης, Θεωρία του Πολέμου, Θεμέλιο, 1997, Επίμετρο 

[2] ‘Ε’, 14/2/98

[3] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Εξαρτημένη Ανάπτυξη, Εξάντας, 1985 & 1987

[4] UN, Human Development Report 1999, σελ. 2

[5] UN, Human Development Report 1998

[6] Οικονομικός, 24/9/98

[7] UN, Human Development Report 1999, Πιν. 16

[8] T. Champion, στο Applied Geography, (επιμ. M. Pacione, Routledge, 1999

[9] Tim Radford, Γκάρντιαν, 19/8/99

[10] Tim Radford, Γκάρντιαν, 18/8/99 

[11] Νίκος Ράπτης, Ας συζητήσουμε για σεισμούς, πλημμύρες και...τραμ  (1981) σελ.158

[12] Tim Radford, Γκάρντιαν, 18/8/99

[13] Νίκος Ράπτης σ.161

[14] Scott Steedman στο  Tim Radford, 19/8