(Ελευθεροτυπία, 19 Ιουνίου 1999)

Η ολοκληρωτική νίκη της Νέας Τάξης στα Βαλκάνια

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η γιουγκοσλαβική ελίτ, μετά την ουσιαστικά άνευ όρων παράδοση της, προσπαθεί να δημιουργήσει τον μύθο ότι με τη ‘συμφωνία’ που της επέβαλαν οι δυτικοί ‘ανθρωπιστές’ επέτυχε να διασώσει την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και να επαναφέρει το θέμα στον ΟΗΕ. Αρχικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επιβληθείσα ‘συμφωνία’, μετά από τους ανηλεείς βομβαρδισμούς των εγκληματικών Νατοϊκών ελίτ (στις οποίες βέβαια περιλαμβάνεται και η δική μας που συνυπέγραφε κάθε ένα από αυτούς)  δεν εκφράζει απλώς τη συνθηκολόγηση της πολιτικής ελίτ. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες η πολιτική ελίτ αποφάσισε να παραδοθεί όταν ‘βρέθηκε κάτω από έντονη πίεση από σημαντικά επιχειρηματικά συμφέροντα που διαπίστωναν ότι η ζημιά από τους βομβαρδισμούς είχε ξεπεράσει τα όρια αντοχής τους’.[1] Δεύτερον, η σημασία των ‘ανταλλαγμάτων’ που επέτυχε η Γιουγκοσλαβική ελίτ είναι μηδαμινή. Η εδαφική ακεραιότητα της χώρας δεν πρόκειται βέβαια να διασωθεί με δεδομένο ότι οι Αλβανόφωνοι που αποτελούν την  συντριπτική πλειοψηφία, χάρη στις εθνικιστικές πολιτικές της Σέρβικης και της Αλβανικής ελίτ, δεν επιθυμούν πια να ζήσουν   σε μια πολυεθνική Γιουγκοσλαβία. Με την αναγκαστική επομένως αποχώρηση του σέρβικου Στρατού ολοκληρώνεται η διάλυση της παλιάς Γιουγκοσλαβίας. Τέλος, ο ΟΗΕ , με την σημερινή οικονομική και πολιτική εξάρτηση της Ρωσικής αλλά και της Κινεζικής ελίτ από τη δύση, απλώς επικύρωσε τη ντε φάκτο κατάσταση που δημιούργησαν οι βομβαρδισμοί.     

Η ‘ειρηνευτική συμφωνία’ εξασφαλίζει όλους τους μείζονες στόχους του εγκληματικού Νατοϊκού πόλεμου κατά τρόπο που σηματοδοτεί μια ολοκληρωτική νίκη της Νέας Τάξης στα Βαλκάνια. Ο πρώτος μείζων στόχος ήταν η ολοκλήρωση της διάλυσης της παλιάς Γιουγκοσλαβίας και της συνακόλουθης πλήρους ενσωμάτωσης των Βαλκανίων στη Νέα Τάξη. Η Γιουγκοσλαβία, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας, αποτελούσε τη μόνη προβληματική περιοχή των Βαλκανίων για τη Νέα Οικονομική Τάξη, (δηλαδή την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς). Και αυτό, διότι αποτελούσε το ισχυρότερο κράτος στα Βαλκάνια με μακρά περίοδο ανεξαρτησίας σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Επιπλέον στη χώρα αυτή είχε αναδυθεί, από τις αρχές της δεκαετίας, ένα ισχυρό κίνημα κατά των ιδιωτικοποιήσεων και των μέτρων ‘αγοραιοποίησης’ που επέβαλε η δύση μέσω του ΔΝΤ. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η σημερινή πολιτική ελίτ είχε από τότε εγκρίνει  την ένταξη στη Νέα Οικονομική Ταξη[2] και για να αντισταθμίσει τη συνακόλουθη απώλεια εκλογικής πελατείας ενθάρρυνε τις εθνικιστικές συγκρούσεις. Τότε, οι δυτικές ελίτ αποφάσισαν ότι οι συνηθισμένες μέθοδοι ενσωμάτωσης στη Νέα Τάξη, που εφαρμόστηκαν με επιτυχία στις άλλες χώρες της Αν. Ευρώπης, δεν είχαν τις ίδιες πιθανότητες επιτυχίας στη Γιουγκοσλαβία. Εκμεταλλευόμενες τις εθνικιστικές αναζωπυρώσεις, προχώρησαν στον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας και τη δημιουργία προτεκτοράτων, είτε εκούσιων (Σλοβενία, Κροατία, Μακεδονία) είτε αναγκαστικών (Βοσνία) που έκαναν πολύ πιο εύκολη την ένταξη των λαών της Γιουγκοσλαβίας στη Νέα Τάξη, ενώ συγχρόνως εξασφάλιζαν τη ‘σταθερότητα’ (για τη δύση) στη περιοχή.

Ο πόλεμος επομένως συμπληρώνει τη διαδικασία ενσωμάτωσης της Γιουγκοσλαβίας, δημιουργώντας ένα ακόμη προτεκτοράτο στο Κόσοβο, καθώς  και συνθήκες πλήρους οικονομικής εξάρτησης της νέας Γιουγκοσλαβίας, ως συνέπεια της καταστροφής της  οικονομικής υποδομής της χώρας από τους μαζικούς βομβαρδισμούς που υπολογίζεται ότι προκάλεσαν ζημίες της τάξης των 50 με 150 δις δολ.. Η εξάρτηση γίνεται φανερή από το γεγονός ότι, όπως εκτιμά δυτικός ερευνητικός οργανισμος,[3] χωρίς σημαντική δυτική οικονομική βοήθεια, θα χρειαστούν 45 χρόνια για να ξαναφθάσει η Γιουγκοσλαβία στο επίπεδο που είχε το 1989 πριν αρχίσει ο εμφύλιος πόλεμος και οι δυτικές οικονομικές κυρώσεις. Όμως, οι δυτικές ελίτ έκαναν ξεκάθαρο, αμέσως μετά το τέλος των βομβαρδισμών, ότι αποκλείεται οποιαδήποτε τέτοια βοήθεια εάν η Γιουγκοσλαβία δεν ακολουθήσει το παράδειγμα των γειτόνων της (Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία κ.λπ.) να ενταχθεί στη Νέα Τάξη και τους πολιτικοοικομικούς οργανισμούς της (ΝΑΤΟ, ΕΕ). Μέχρις ότου επιτευχθεί η ‘ειρήνευση’ των Βαλκανίων (δηλ. η πλήρης ενσωμάτωση τους στη Νέα Τάξη), όπως σημειώνει έγκυρος δυτικός αναλυτης,[4] ‘το ΝΑΤΟ και η ΕΕ θα διατηρούν μια πελώρια στρατιωτική και οικονομική παρουσία στη Νότιο-ανατολική Ευρώπη’.

Ο δεύτερος μείζων στόχος των Νατοϊκών ελίτ ήταν να επιτύχουν την καταστροφή της οικονομικής υποδομής της Γιουγκοσλαβίας και να σπάσουν το ηθικό του λαού της χωρίς καμία απώλεια από τη μεριά τους. Πράγμα που (σε συνδυασμό με τη κρίσιμη βοήθεια των ΜΜΕ και των ‘διανοούμενων’ της σοσιαλφιλελεύθερης συναίνεσης) βοήθησε αποφασιστικά στον έλεγχο της δυτικής κοινής γνώμης. Έτσι, η δολοφονική μέθοδος των υψηλής τεχνολογίας μαζικών βομβαρδισμών, η οποία είχε πρωτοχρησιμοποιηθεί εναντίον του λαού του Ιράκ, έχει τώρα βελτιωθεί σε τέτοιο σημείο ώστε σήμερα αποφεύχθηκαν ακόμη και οι ελάχιστες απώλειες που είχε υποστεί τότε η στρατιά των δυτικών ελίτ. Απέναντι στους χιλιάδες Σέρβους νεκρούς και τραυματίες δεν υπήρξε ούτε μια Νατοϊκή απώλεια ‘εν μάχη’! Όπως ομολογεί σημαντικός δυτικός στρατιωτικός αναλυτής, η μεγάλη ωφελημένη από την πληροφορική επανάσταση είναι η στρατιωτική τεχνολογία (που ελέγχουν βέβαια οι αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς) και οι δυτικές ‘δημοκρατίες’ μπορούν σήμερα να καταστρέφουν οποιαδήποτε καθεστώτα δεν τους αρέσουν ‘με λίγη φασαρία και κανένα κίνδυνο για τους πληθυσμούς τους αφού οι σειρήνες είναι εξασφαλισμένο ότι δεν θα ηχήσουν ποτέ στο Λονδίνο ή το Βερολίνο’.[5] Πράγμα που σημαίνει κατ’ αναλογία ότι οι ελίτ των χωρών αυτών μπορούν τώρα να συντρίψουν οποιοδήποτε ριζοσπαστικό κίνημα θα απειλούσε τη Νέα Τάξη. Την αφορμή θα μπορούσε να τη δώσει ακόμη και η απαλλοτρίωση της περιουσίας μιας πολυεθνικής που αποτελεί επίσης παραβίαση των ‘καθολικών’ αξιών που υπερασπίζονται οι ελίτ.

Τέλος, ο πόλεμος ήταν και ένα μήνυμα προς την Ρωσική και Κινεζική ελίτ για το γεγονός ότι ανήκουν στη περιφέρεια της Νέας Τάξης. Έτσι, η Ρωσική ελίτ, που στην αρχή του πόλεμου  απειλούσε ότι το ΝΑΤΟ κινδύνευε να σύρει τη Ρωσία σε ένα τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, κατάντησε στο τέλος να δεχτεί πλήρως όλους τους Νατοϊκούς όρους για την λήξη του πόλεμου. Όταν δε το Ρωσικό στρατιωτικό κατεστημένο τόλμησε να στείλει πρώτο διακόσιους στρατιώτες στο Κόσοβο, το τμήμα αυτό περικυκλώθηκε γρήγορα από τις δυνάμεις του Νάτο από τις οποίες εξαρτιόταν στο τέλος ακόμη και για τις ανάγκες ύδρευσης! Φυσικά, ο βασικός στόχος του ΝΑΤΟ δεν ήταν να τρομοκρατήσει τη Ρωσική και την Κινεζική ελίτ, οι οποίες άλλωστε ικετεύουν την ένταξη τους στη Νέα Οικονομική Τάξη (μεγάλο τμήμα της ‘φασαρίας’ που δημιούργησε η πρώτη ήταν για να εξασφαλίσει καλύτερους όρους από τη δύση στο μεγάλο δάνειο από το ΔΝΤ που διαπραγματεύεται και της δεύτερης για να διασφαλίσει την ένταξη της στο Διεθνή Οργανισμό Εμπορίου) . Στόχος ήταν  ο πόλεμος να λειτουργήσει ως παράδειγμα για την τύχη που αναμένει κάθε αμφισβητία της Νέας Τάξης.

Το κρίσιμο ερώτημα σήμερα είναι το εξής: Θα λειτουργήσει ο πόλεμος σαν καταλύτης για τη δημιουργία μιας νέας διεθνούς ριζοσπαστικής αριστεράς, που θα θέτει ρητό στόχο την αντικατάσταση της οικονομίας της αγοράς και των πολιτικών εκφράσεων της από μια κοινωνία ισοκατανομής της πολιτικής και οικονομικής δύναμης, ή θα σημάνει αντίθετα την αρχή μιας νέας, (‘υψηλής τεχνολογίας’) Μεσαιωνικής χιλιετίας;

 


 

[1] C. Lockwood & B. Johnson, Daily Telegraph, 4/6/99.

[2] T. Fotopoulos, ‘The First War of the Internationalised Market Economy, Democracy & Nature, Ιούλιος 1999. 

[3] βλ. Daniel Williams, ‘Decades, Billions Needed to Restore Yugoslavia’, Washington Post, 5/6/99.

[4] Martin Woolacott, The Guardian, 4/6/99.

[5] Jonathan Eyal, The Guardian, 16/6/99.