(Ελευθεροτυπία, 8 Μαΐου 1999)

Το Νατοϊκό έγκλημα και η «Αριστερά»

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ενώ οι Νατοϊκές ελίτ, με την αποφασιστική  βοήθεια της κλίκας Γέλτσιν, βρίσκονται στα πρόθυρα της νομιμοποίησης του εγκληματος τους, ήδη άρχισε ν’ αναπτύσσεται μια εκστρατεία ηθικής αποκατάστασης των ‘προοδευτικών διανοούμενων’ που είχαν προηγηθεί του ΟΗΕ στη διαδικασία νομιμοποίησης. Έτσι, άρχισε δειλά να υποστηρίζεται η άποψη από τους υποστηρικτές της κεντρο-‘αριστερας’ ότι οι ‘προοδευτικοί’ διανοούμενοι που στήριξαν ηθικά τον πόλεμο δεν χρησιμοποιούν αναγκαστικά την τραγωδία των προσφύγων ως πρόσχημα αλλά ότι απλώς  ‘ιεραρχούν υψηλά την αντιμετώπιση των συνεπειών της εθνοκαθαρσης’.[1] Αντίστοιχα, οι πιο θρασείς επαγγελματίες πολιτικοί του ίδιου χώρου δεν διστάζουν να υποστηρίξουν και τις ίδιες τις εγκληματικές κυβερνήσεις της κεντρο-‘αριστερας’ που απλώς έκαναν ‘λάθος σε συγκεκριμένο ζητημα’.[2] Τέλος, δεν λείπουν και οι νεοκευνσιανοι σοσιαλδημοκράτες (που βολεύονται να πιστεύουν ότι είναι δυνατή η επιστροφή σε κάποια μορφή κευνσιανης σοσιαλδημοκρατίας) που υποστηρίζουν ότι το Νατοϊκό έγκλημα αντιπροσωπεύει απλώς ‘συγκεκριμένη απόφαση και στυλ διακυβέρνησης’.[3] Πράγμα που σημαίνει ότι θα μπορούσε να υπάρξει και άλλο (‘καλό’) στυλ, εφόσον δεν είναι η ίδια η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και το πολιτικό της συμπλήρωμα στο νέο ΝΑΤΟ που είναι οι απώτεροι υπεύθυνοι!

Θα ήταν λοιπόν χρήσιμο να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τη συμπεριφορά των κομμάτων της κέντρο-αριστεράς’, των ‘διανοούμενων’  και των χρεοκοπημένων Πράσινων κομμάτων και ακτιβιστικων οργανώσεων τύπου Greenpeace (που αντί να επανδρώσουν ανθρώπινες αλυσίδες στα χημικά εργοστάσια της Γιουγκοσλαβίας για ν αποτρέψουν την απειλούμενη οικολογική καταστροφή περιορίζονται σε ανακοινώσεις)!  Φυσικά, θα ήταν ανόητο να αποπειραθούμε να εξηγήσουμε τη συμπεριφορά όλων των παραπάνω με βάση την ‘θεωρία του προσχήματος’. Η θεωρία αυτή μπορεί να εξηγήσει μόνο τη στάση των πολιτικών και οικονομικών ελίτ της δύσης που πράγματι πήραν την απόφαση για το ‘γονάτισμα’ της Γιουγκοσλαβίας, για τους λόγους που προσπάθησα ν αναλύσω στα προηγούμενα άρθρα μου από τη στήλη αυτή. Πως μπορούμε όμως να εξηγήσουμε τη στάση των υπόλοιπων, οι οποίοι μολονότι δεν μετείχαν στη λήψη της σχετικής απόφασης, είτε την υποστηρίζουν ενθουσιωδώς (για ανθρωπιστικούς λόγους κ.λπ.) είτε την αποδοκιμάζουν μεν, αλλά μόνο σαν ‘λάθος πολιτικής’, (πράγμα που αθωώνει το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο που κατά τη γνώμη μου είναι η απώτερη αιτία του εγκλήματος);

Νομίζω ότι κατ αρχήν πρέπει ν απορρίψουμε τους νομικούς και ηθικούς λόγους. Όσον αφορά τους νομικούς λόγους, το άγχος των δυτικών να νομιμοποιήσουν το έγκλημα τους έστω και εκ των υστερών είναι επαρκής ένδειξη του παράνομου χαρακτήρα της πράξης τους. Όσον αφορά τους ηθικούς λόγους, η Νατοϊκή επίθεση είναι  καταφανώς ανήθικη:

  • Πρώτον,  διότι δεν νομιμοποιούνται οι αποδεδειγμένοι εγκληματίες του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ (που έχουν επανειλημμένα αποδείξει με την εγκληματική συμπεριφορά τους ανά τον κόσμο τα ηθικά κίνητρα των πράξεων τους) ν’ αναλάβουν ανθρωπιστικές εκστρατείες, όπως καλούνται σήμερα, (ακόμα και  από ‘αριστερούς’ ‘διανοούμενους’[4]) να κάνουν.

  • Δεύτερον, διότι η απάντηση σε ένα έγκλημα δεν είναι ένα ακόμη μεγαλύτερο έγκλημα. Ακόμη και εάν η μαζική φυγή των Αλβανόφωνων δεν είναι μόνο συνέπεια των βομβαρδισμών, ούτε είναι τμήμα της Σέρβικης πολεμικής στρατηγικής να δημιουργήσει αστάθεια στις γειτονικές χώρες (λόγω της αδυναμίας της ν’ αντιμετωπίσει τη δυτική πολεμική τεχνολογία) και είναι πράγματι τμήμα εσκεμμένης πολιτικής εθνοκάθαρσης, το έγκλημα αυτό σίγουρα δεν συγκρίνεται με την ‘μορφη πυρηνικού πολεμου’[5] που διεξάγει σήμερα το ΝΑΤΟ (και ο,τι αυτό συνεπάγεται για την υγειά των λαών της περιοχής), τη συστηματική αποσύνθεση της οικονομικής υποδομής μιας χώρας από την ισχυρότερη δολοφονική μηχανή στον κόσμο, (για χάρη των συμφερόντων των ελίτ που την ελέγχουν) και την καταδίκη μιας ολόκληρης γενιάς Σέρβων να ζήσει την αθλιότητα της ΙΡΑΚοποίησης .

  • Τρίτον, διότι  υπήρχαν πολλοί άλλοι τρόποι να σταματήσει η εθνοκάθαρση (που δεν είναι φυσικά ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία στο κόσμο γενικά και τα Βαλκάνια ειδικότερα) χωρίς το Νατοϊκό κακούργημα.

Η ηθική εξήγηση είναι ιδιαίτερα έωλη όσον αφορά τα Πράσινα κόμματα σαν αυτό της Γερμανίας που συστήθηκαν ακριβώς για να παλέψουν για την απελευθέρωση του ανθρώπου. Διότι βέβαια η απελευθέρωση αυτή, (αναπόσπαστο τμήμα της οποίας είναι η μάχη κατά των διωγμών λόγω εθνοτικών, ρατσιστικών η σκοταδιστικών θρησκευτικών διαφορών) δεν μπορεί να επιτευχθεί με τους (μη κληρωτούς) επαγγελματίες δολοφόνους ―εκτελεστές των αποφάσεων των ελίτ― που επανδρώνουν τα αεροπλανοφόρα και πολεμικά αεροπλάνα. Η απελευθέρωση του ανθρώπου μπορεί να είναι μόνο αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής των ανθρώπων υπέρ της αυτονομίας τους και συλλογικής απόφασης να αγωνιστούν γι’ αυτή.

Εάν όμως απορρίψουμε τους νομικούς και ηθικούς λόγους και προσπεράσουμε τους προσωπικούς λόγους καριέρας και κοινωνικού στατους (που, ιδιαίτερα για μερικούς προοδευτικούς ‘διανοούμενους’, σίγουρα παίζουν σοβαρό ρόλο ―βλ. πχ την υπόθεση Οτσαλάν) τότε θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε πολιτικά κριτήρια για να εξηγήσουμε τη στάση των ‘αριστερών’ και πράσινων σε σχέση με τον πόλεμο. Νομίζω ότι το βασικό κριτήριο είναι το κατά πόσο είναι εντεταγμένοι στο  θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και στο συμπληρωματικό πολιτικό πλαίσιο (νέο ΝΑΤΟ κ.λπ.). Για όσους είναι σαφώς τοποθετημένοι εναντίον του θεσμικού αυτού πλαισίου δεν υπάρχει κανένα συνειδησιακό πρόβλημα να ταχθούν εναντίον κάθε εθνοκάθαρσης, χωρίς να τη συμψηφίζουν όμως με το Νατοϊκό έγκλημα. Αντίθετα, για όσους δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης του θεσμικού αυτού πλαισίου (και σε αυτούς ανήκουν σήμερα όλα τα κόμματα της κεντρο-‘αριστερας’ και τα περισσότερα Πράσινα, καθώς και  πολλοί ‘προοδευτικοί’ διανοούμενοι, η επιβαλλόμενη στάση είναι είτε της αναφανδόν θετικής υποστήριξης, είτε της απλής αμφισβήτησης του πόλεμου σαν λάθους, είτε του συμψηφισμού των εγκλημάτων. Και αυτό, διότι για όλους αυτούς ο πόλεμος αυτός είναι απλώς θέμα συγκεκριμένης πολιτικής και όχι έκφραση της λογικής ενός συστήματος.

Κατά τη γνώμη μου, ο πόλεμος αυτός θα παίξει ρόλο καταλύτη μέσα στην αριστερά και το οικολογικό κίνημα, αντίστοιχο με αυτόν του πρώτου παγκόσμιου πόλεμου όπου η επαναστατική αριστερά στράφηκε κατά του πόλεμου ενώ η σοσιαλδημοκρατική αριστερά (που σημειωτέον ήταν πολύ πιο προοδευτική από τη σημερινή κεντρο-‘αριστερα’) φόρεσε το χακί, ακριβώς όπως κάνουν τώρα οι εγκληματίες της ‘αριστεράς’ και της ‘οικολογίας’. Νομίζω ότι τρεις είναι οι μεταπολεμικες πιθανότητες. Η μια είναι ότι τυχόν ολοκληρωτική νίκη του ΝΑΤΟ (δηλ. η ουσιαστικά άνευ όρων παράδοση των Σέρβων χωρίς να ανοίξει ούτε μύτη δική τους), θα σημάνει την υποταγή σχεδόν όλων στη Νέα Τάξη (οικονομική και πολιτική), με τους επαγγελματίες ‘αριστερούς’ πολιτικούς που συνήργησαν στο σημερινό έγκλημα να συνεχίζουν να παίζουν το ρόλο εξωραϊσμού της. Η δεύτερη είναι ότι ο ίδιος ο πόλεμος, ανεξάρτητα από την έκβαση του, θα κάνει περισσότερο συνειδητή την ανάγκη ανάπτυξης μιας μετωπικής ‘αντίστασης’ στη βάση ενός ελάχιστου κοινού παρονομαστή, χωρίς κανένα σαφές όραμα και στρατηγική για το κτίσιμο μιας εναλλακτικής κοινωνίας. Αυτή είναι η στρατηγική που υιοθετούν μερικά κόμματα και διανοούμενοι όπως ο Τσόμσκι που, όπως προσπάθησα να δείξω αλλού,[6] όχι μόνο οδηγεί σε ανακολουθίες και αντιφάσεις αλλά και στην περιθωριοποίηση ή ενσωμάτωση στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Η τρίτη πιθανότητα είναι ότι ο πόλεμος και η Νέα Τάξη μπορεί να λειτουργήσουν σαν καταλύτες για την ανάπτυξη μιας νέας ριζοσπαστικής αριστεράς που θα θέτει καθαρά θέμα αμφισβήτησης του θεσμικού πλαισίου της οικονομίας της αγοράς και των πολιτικών της εκφράσεων, με βάση ένα νέο απελευθερωτικό ‘πρόταγμα’ που θα συνθέτει την δημοκρατική με τη σοσιαλιστική παράδοση καθώς και τα ριζοσπαστικά ρεύματα μέσα στα νέα κοινωνικά κινήματα (φεμινιστικό, οικολογικό κ.λπ.). Ένα τέτοιο πρόταγμα θα αποτελούσε υπέρβαση τόσο του βάρβαρου υπαρκτού καπιταλισμού όσο και του αποτυχημένου τ. υπαρκτού σοσιαλισμού προς μια πραγματική πολιτική, οικονομική και οικολογική δημοκρατία, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ‘περιεκτική δημοκρατία’.[7]

 


 

[1] π.χ. Ν. Μπίστης, Αυγή, 30/4/99

[2] π.χ. Μιχ Παπαγιαννακης, ΝΕΤ, ‘Απέναντι’, 16/4/99

[3] Κ. Βεργοπουλος, ΝΕΤ, ‘Αμφιθέατρο’, 28/4/99

[4] βλ. π.χ. άρθρα Ν. Μουζέλη και Δ. Δημητράκου στο Βήμα 2/5/99

[5] J. Pilger, Guardian, 4/5/99

[6] T. Fotopoulos, ‘Mass media, culture and democracy’, Democracy & Nature, Απρίλης 1999

[7] βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία (υπό έκδοση από τον Καστανιώτη).