(Ελευθεροτυπία, 2 Ιανουαρίου 1999)


Ο μύθος της ελεύθερης «πρόσβασης» στα Πανεπιστήμια

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

   

Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση προκάλεσε θύελλα κινητοποιήσεων μεταξύ των μαθητών και φοιτητών, σε ένα μεγαλειώδες αυθόρμητο ξέσπασμα που έχει χρόνια να δει ο τόπος, με τα δύο τρίτα των σχολείων υπό κατάληψη, και τη σοσιαλφιλελεύθερη κυβέρνηση να καταφεύγει στη κρατική τρομοκρατία για να το κτυπήσει. Παράλληλα, το πνευματικό κατεστημένο (δηλ. ―κατά σχετικό εύστοχο χαρακτηρισμό― οι «διανοούμενοι» που «ενδιαιτώνται στο πρυτανείο της κυβέρνησης, της τηλεόρασης και του συγκροτήματος Λαμπράκη»[1]) παίρνει ανοικτά θέση υπέρ της μεταρρύθμισης δηλώνοντας απερίφραστα ότι «πάγια αιτήματα της ελληνικής κοινωνίας όπως …το άνοιγμα της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης …γίνονται πραγματικότητα». Θα σταθώ ιδιαίτερα σε αυτό το σημείο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης όχι μόνο διότι το θεωρώ το κυριότερο στοιχείο της αλλά και διότι δεν έχει καμία σχέση με τη πραγματικότητα, παρά μόνο με την έννοια που υποστηρίζουν οι «πνευματικοί άνθρωποι», ότι δηλ. «εισάγει μέτρα που εναρμονίζονται με τα από καιρό ισχύοντα στις πιο αναπτυγμένες χώρες».

Με αλλά λόγια, αποτελεί «εκσυγχρονιστικό» μύθο ότι η μεταρρύθμιση ανοίγει τα Πανεπιστήμια σε όλους. Απλώς, το σύστημα εκσυγχρονίζεται σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα. Και τα πρότυπα αυτά κάθε άλλο παρά ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες των Πανεπιστημίων σε όλους. Για παράδειγμα, ο ταξικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης στη Βρετανία έχει δειχθεί από σειρά μελετων[2], και δεν άλλαξε ούτε μετά από πολλα χρόνια σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης. Το κοινωνικό-οικονομικό υπόβαθρο των γονέων είναι ακόμη αυτό που καθορίζει ποιοι καταλαμβάνουν τις θέσεις στα Πανεπιστήμια. Ο γιος ενός πτυχιούχου έχει μάλιστα μεγαλύτερες πιθανότητες σήμερα να εισέλθει στο Πανεπιστήμιο από κάποιον αντίστοιχο νέο τη δεκαετία του ‘60. Αντίστοιχα, μόνο το 4% των παιδιών ανειδίκευτων εργατών εισέρχονται στο Πανεπιστήμιο, και το 3% των ειδικευμένων, έναντι 4% τη δεκαετία του ’60![3]

Το κρησάρισμα δεν γίνεται μέσω κάποιων εισαγωγικών εξετάσεων που επιβάλλουν αυθαίρετα «από πάνω» ένα κλειστό αριθμό εισακτέων, αλλά «από κάτω», μέσω ποικίλλων μηχανισμών που ξεκινούν από το ίδιο το σπίτι των νέων και τα διαφορετικά ερεθίσματα που παίρνουν ανάλογα με το κοινωνικό-οικονομικό τους περιβάλλον, μέχρι το σχολείο που θα φοιτήσουν. Στη Βρετανία για παράδειγμα, το μεγαλύτερο τμήμα της ελίτ (επιστημονική, πολιτική, οικονομική κ.λπ.) φοιτά στα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ, όπου σχεδόν σίγουρο εφόδιο για την εισαγωγή είναι η αποφοίτηση από ένα καλό ιδιωτικό σχολείο. Κάτι παρόμοιο αποσκοπεί η δική μας μεταρρύθμιση, η οποία όμως είχε να αντιμετωπίσει και μερικές ελληνικές ιδιαιτερότητες.

Οι ιδιαιτερότητες αυτές είναι πρώτον το τεράστιο άνοιγμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης όσον αφορά τις θέσεις για την ανωτάτη παιδεία, πράγμα που εξηγείται από το γεγονός ότι σε μια χώρα υπηρεσιών ο μοναδικός σχεδόν τρόπος κοινωνικής ανόδου ειναι η απόκτηση πτυχίου. Με δεδομένο το πρόβλημα της απορρόφησης των πτυχιούχων σε μια αποδιαρθρωμένη παραγωγική δομή, οι εκάστοτε κυβερνήσεις είχαν επιβάλλει το θεσμό των εισαγωγικών εξετάσεων, με τις γνωστές συνέπειες της έκρηξης της παραπαιδείας και των σπουδών στο εξωτερικό (και τα δυο, βασικά, ελληνικά φαινόμενα μέσα στην ΕΕ). Παρά όμως τις φιλότιμες προσπαθειες των ελίτ μας η ανεργία των νέων, και ιδιαίτερα των πτυχιούχων, αυξάνει δραστικά τα τελευταία χρόνια. Έτσι, η ανεργία των νέων αυξάνεται ταχύτερα στην Ελλάδα από την ΕΕ και  το σχετικό άνοιγμα διπλασιάζεται στη δεκαετία του ’90.[4] Παράλληλα, το ποσοστό των άνεργων με πτυχίο, από 8,8% το 1981 φθάνει το 20,3% το 1994, δηλ. μέσα σε 13 χρόνια αυξήθηκε κατά 130%.[5] Η ανεργία μάλιστα των πτυχιούχων αυξάνει ταχύτατα, έτσι ώστε ενώ η συνολική ανεργία παρουσιαζει αύξηση κατά 51% μεταξύ 1990 και 1995, η ανεργία των πτυχιούχων αυξανεται κατά 64%.[6] Τέλος, το εκπαιδευτικό σύστημα εκφράζει όλη την αντιφατικότητα της ελληνικής ελίτ που από τη μία ποθεί τον δυτικό εκσυγχρονισμό και τεχνολογία και από την άλλη καλλιεργεί με κάθε τρόπο τον θρησκευτικό σκοταδισμό, όπως δείχνει το γεγονός ότι οι καθηγητές θεολόγοι στην εκπαίδευση είναι διπλάσιοι από τους καθηγητές πληροφορικής!

Η «εκσυγχρονιστική» μεταρρύθμιση έχει σχετικά διπλό στόχο. Από τη μια μεριά να αντιμετωπίσει τις ιδιαιτερότητες αυτές και, από την άλλη, να «αγοραιοποιήσει» την εκπαίδευση, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της σοσιαλφιλελεύθερης συναίνεσης. Όσον αφορά τον πρώτο στόχο, είναι προφανές ότι επιδιώκεται η κάλυψη της αυξημένης ζήτησης για ανωτάτη παιδεία χωρίς αύξηση του ποσοστού του ΑΕΠ που διατίθεται για την παιδεία, που είναι  σχεδόν του  μισό του αντιστοίχου της ΕΕ. Έτσι, διακηρύσσεται ότι η αναλογία εισαγωγής στα Πανεπιστήμια θα μειωθεί από 1:4 σήμερα σε 1:1 το 2000 (περίπου 85.000 θέσεις), υποτίθεται  μέσω της αύξησης των θέσεων σε αυτά. Όμως οι απόφοιτοι λυκείου σήμερα φθάνουν τις 120.000. Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη για κάποια δραστική …δημογραφική μεταβολή στα προσεχή δύο χρόνια είναι προφανές ότι με το νέο σύστημα αναμένεται η μείωση της ζήτησης θέσεων κατά  σχεδόν ένα τρίτο. Οι μηχανισμοί για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, πέρα από αυτούς που ανέφερα παραπάνω, περιγράφηκαν εύγλωττα από τον ίδιο τον νυν πρόεδρο του Κέντρου Εκπαιδευτικής Ερευνας (ΚΕΕ) του Υπ. Παιδείας, ο οποίος, πριν δύο χρόνια, έγραφε για ανάλογες σχετικές προτάσεις: «φόβοι επίσης εκφράζονται ότι θ’ αυξηθεί ο αριθμός των μαθητών που δεν θα φθάνουν ως το σημείο της απόκτησης του Eθν. Απολυτηρίου. Αποθαρρυμένοι οι λιγότερο ικανοί από τις αλλεπάλληλες εξεταστικές διαδικασίες και από την αδυναμία τους ν’ ανταποκριθούν στις οικονομικές απαιτήσεις της αυξημένης υποστήριξης από την παραπαιδεία, θα εγκαταλείπουν ίσως το λύκειο σε μεγαλύτερα ποσοστά από ό,τι συμβαίνει σημερα»[7]. Ετσι, όσοι τυχαίνει να προέρχονται από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, θα φοιτούν στα καλά ιδιωτικά σχολεία και φροντιστήρια και, αναπόφευκτα, θα αποδειχθούν οι περισσότερο «ανθεκτικοί» στις εξεταστικές διαδικασίες. Αυτοί και θα καταλαμβάνουν τις καλύτερες θέσεις στα Πανεπιστήμια, σε βάρος των υπόλοιπων. Με τον τρόπο αυτό, η κυβέρνηση θα πετύχει με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια: εξισορρόπηση προσφοράς και ζήτησης, αλλά και μείωση της  εκροής συναλλάγματος στο εξωτερικό, αφού οι φιλοδοξίες για ανώτερες σπουδές θα κόβονται τώρα πολύ νωρίς.

Όσον αφορά τον δεύτερο στόχο της αγοραιοποίησης των σπουδών, δηλ. της προσαρμογής τους στις ανάγκες της αγοράς και της ανταγωνιστικότητας, υπάρχουν πάλι διάφοροι τρόποι για την επίτευξη του, που ήδη εφαρμόζονται στο εξωτερικό με επιτυχία. Είτε άμεσα, με τα προγράμματα σπουδών, είτε έμμεσα με σπονσονάρισμα από ιδιωτικές επιχειρήσεις της Έρευνας, ακόμη και Πανεπιστημιακών προγραμμάτων σπουδών[8]. Περιττό να λεχθεί ότι τα ιδιωτικά σχολεία εξακολουθουν να παρέχουν και κλασική εκπαίδευση για τα παιδιά της ελίτ, ενώ τα δημόσια έχουν υποχρεωθεί  σήμερα να παρέχουν μια αυστηρά προσανατολισμένη προς τις ανάγκες της αγοράς εκπαίδευση.

Είναι προφανές ότι η αναγκαία συνθήκη για μια δημοκρατική παιδεία σημαίνει τη θεμελίωση της :

  • στην δωρεάν και αποκλειστικά δημόσια (όχι κρατική, αλλά «δημοτική») εκπαίδευση  σε όλες τις βαθμίδες της,
  • το πραγματικό άνοιγμα των πανεπιστήμιων σε όλους όσους θέλουν να σπουδάσουν, με αντίστοιχη αύξηση των θέσεων,
  • την καθιέρωση της κρίσης των μαθητών από το σύνολο της απόδοσης τους κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων (κυρίως από τις γραπτές εργασίες τους και όχι απο τα τέστ) και
  • την επιπρόσθετη βοήθεια υπό μορφή  επιπλέον διδακτικών ωρών, μέσα στο σχολείο, για τα παιδιά που τις έχουν ανάγκη ―ιδιαίτερα αυτά που προέρχονται από φτωχές οικογένειες με λίγα ερεθίσματα. Οι χιλιάδες αδιόριστοι καθηγητές, μετά από σχετική μετεκπαίδευση, θα μπορούσαν να προσφέρουν τις ώρες αυτές.

Η επαρκής βέβαια συνθήκη αφορά το ίδιο το περιεχόμενο της παιδείας που αποτελεί άλλο τεράστιο θέμα…

 


 

[1] Θ. Σκαμνάκης, Πριν (13/12/1998).

[2] Βλ. π.χ. A.H. Halsey κ.α. Origins and Destinations (Clarendon Press, 1980).

[3] I. Murray, The Times (29/4/1993).

[4] Ε’ (5/5/1998).

[5] OECD Econ Surveys, Greece 1996, σελ 66

[6] Τάκης Φωτόπουλος, ‘Ε’ (20/6/1998).

[7] Μ. Κασσωτάκης, Η πρόσβαση στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση (εκδ. Γρηγόρη, 1996), σελ 138

[8] Βλ. για τα παρ’ ημιν, Κώστα Σταμάτη, Εποχή (6/12/1998).