(Ελευθεροτυπία, 18 Δεκεμβρίου 1999)

Η «νίκη» κατά της παγκοσμιοποίησης

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η αποτυχία της συνόδου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) στο Σιατλ να οδηγήσει σε ένα νέο γύρο συνομιλιών για την παραπέρα θεσμοποιηση της αγοραιοποιησης της διεθνούς οικονομίας (δηλαδή της ελαχιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος) δημιούργησε πολλές ψευδαισθήσεις στους ονειροπαρμένους οπαδούς της κοινωνίας πολιτών, ‘ρεαλιστές’ οικολόγους κλπ, (όπως ο Εντγκαρ Μορεν,[1]) ακόμα και σε παρ’ ημιν τ. αριστεριστές. Δεν μπορεί βέβαια κανένας ν’ αμφισβητήσει τη σημασία του γεγονότος που σηματοδοτεί τη δημιουργία ενός άτυπου διεθνούς κινήματος, (του μόνου τύπου κινήματος που έχει σημασία στις σημερινές συνθήκες), εναντίον της παγκοσμιοποίησης και υπέρ μιας ‘νέας δημοκρατίας’, όπως την αποκαλούσαν οι διαδηλωτές του Σιατλ. Η θετική όμως σημασία των εκδηλώσεων αυτών μειώνεται σημαντικά όταν εξετάσουμε τα παράλληλα αρνητικά χαρακτηριστικά τους, στα οποία θ’ αναφερθώ στη συνέχεια. Τα αρνητικά αυτά χαρακτηριστικά αναφέρονται τόσο στη σύνθεση των αντιστεκόμενων στη παγκοσμιοποίηση, όσο και στα αιτήματα τους.

Όσον αφορά πρώτα τη σύνθεση των διαδηλωτών στο Σιατλ, αλλά και γενικότερα του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, μολονότι δεν λείπουν και οι ριζοσπάστες που θέτουν θέμα ‘συστημικης’ αλλαγής, τη συντριπτική πλειοψηφία  αποτελούν τέσσερις κατηγορίες:

Πρώτον, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), συνήθως περιβαλλοντικές, καθώς και ακτιβιστές τύπου Γκρινπις και οπαδοί της κοινωνίας πολιτών, για τους οποίους οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις του ελευθέρου εμπορίου μπορεί να ξεπεραστούν αρκεί  να υιοθετηθούν κατάλληλοι ρυθμιστικοί κανόνες που να είναι δεσμευτικοί για τα κράτη και τις πολυεθνικές. Δηλαδή, κανόνες οι οποίοι θα επιβάλλουν ένα ‘δίκαιο’ εμπόριο στη θέση του σημερινού ελευθέρου εμπορίου.[2]

Δεύτερον, οι ‘βαθεις οικολόγοι’ και τα παρακλάδια τους «Earth First’ κλπ, για τους οποίους η απώτερη αιτία της σημερινής κρίσης είναι ο βιομηχανικός πολιτισμός, ως απόρροια του Διαφωτισμού και της έννοιας Προόδου την οποία καθιέρωσε. Έτσι, όπως τονίζεται στο μανιφέστο τους που κυκλοφόρησε στο Σιατλ,[3]  (που περιγράφει τον διαφωτισμό σαν ‘ολοκαύτωμα’!), η Φύση και ο πολιτισμός βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση. Οι προτάσεις που κάνει το κίνημα αυτό για τη διέξοδο από τη κρίση συνίστανται βασικά στην πρόταση για την ανάγκη αλλαγής των αξιών για τη σχέση μας προς τη φύση και την οικοφασιστική πρόταση για τη δραστική μείωση του παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή του πληθυσμού του Νότου, ο οποίος κατηγορείται ότι προκαλεί τον ‘υπερπληθυσμό’. 

Τρίτον, τα μέλη εργατικών συνδικάτων για τα οποία βασική αιτία της κρίσης είναι οι χαμηλοί μισθοί που πληρώνονται στο Νότο, οι περιορισμοί στα συνδικαλιστικά δικαιώματα κλπ. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της άποψης αυτής, οι σημερινοί ρυθμιστικοί κανόνες του ΠΟΕ δεν επιβάλλουν σχετικούς περιορισμούς, με αποτέλεσμα τη χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων του Βορρά,  την  ανεργία και  τη συμπίεση των μισθών.

Τέταρτον, πολλοί αγρότες στο Νότο, αλλά και τμήμα των αγροτών στο Βορρά, που αντιμετωπίζουν το κοινό πρόβλημα ότι το άνοιγμα των αγορών οδηγεί εκτός παραγωγής τους λιγότερο παραγωγικούς η ανταγωνιστικούς από αυτούς. Ιδιαίτερα μάλιστα εάν δεν τυχαίνουν κρατικής επιδότησης, όπως συμβαίνει με τους αγρότες  της  ΕΕ και της Ιαπωνίας .

Όσον αφορά τα αιτήματα του κινήματος αυτού κατά της παγκοσμιοποίησης, το βασικό αίτημα είναι ένα ‘δίκαιο’ εμπόριο, στη θέση του σημερινού ‘ελευθέρου’ εμπορίου. Όμως, τι σημαίνει ελεύθερο εμπόριο; Ελεύθερο εμπόριο σημαίνει ότι τα προϊόντα που εγκλείουν μεγαλύτερη παραγωγικότητα η ανταγωνιστικότητα (για λόγους οικονομιών κλίμακας, τεχνολογίας, μάρκετινγκ  κλπ) εκτοπίζουν τελικά από την αγορά, εσωτερική η διεθνή, τα προϊόντα χαμηλότερης παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Ο μόνος τρόπος που οι παραγωγοί προϊόντων χαμηλότερης παραγωγικότητας/ανταγωνιστικότητας στο Νότο μπορούν να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό αυτό είναι μέσω της εκμετάλλευσης των ‘συγκριτικών πλεονεκτημάτων’ που διαθέτουν : δηλαδή, της φθηνής εργατικής δύναμης (κάποτε και σε παραβίαση των διεθνών συμφωνιών που απαγορεύουν πχ τη παιδική εργασία) η του ‘φθηνού’ περιβάλλοντος (πάλι συχνά σε ρητή η σιωπηρή παραβίαση περιβαλλοντικών περιορισμών).

Το βασικό ερώτημα επομένως που τέθηκε από τις εκδηλώσεις στο Σιατλ και αλλού είναι το εξής: είναι δυνατή μια παγκοσμιοποίηση με ανθρώπινο πρόσωπο, ή μήπως  η σχετική φιλολογία αποσκοπεί απλώς στο να δικαιολογήσει την πολιτική ύπαρξη κομμάτων, κινήσεων της κοινωνίας πολιτών και ακτιβιστικων οργανώσεων που υποστηρίζουν παρόμοιους στόχους; Θα ήταν αφελές να πιστεύσουμε οτι το ναυάγιο στο Σιατλ ηταν αποτέλεσμα των εκδηλώσεων εναντίον της παγκοσμιοποίησης (ιδιαίτερα των ειρηνιστικών εκδηλώσεων των οπαδών της κοινωνίας πολιτών) και οχι των  συγκρούσεων ανάμεσα στους εκπρόσωπους των ελίτ που συγκεντρώθηκαν, οι οποιοι βεβαια δεν εξέφραζαν παρά τις βασικές αντιφάσεις της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Στο Σιατλ, οι ΗΠΑ βρέθηκαν σε αντίθεση με την ΕΕ, η ΕΕ με την ομάδα των χωρών με μεγάλες αγροτικές εξαγωγές στην Αυστραλασία κλπ (Cairns group),  και οι χώρες του Βορρά γενικά με αυτές του Νότου .Η βασική αντίθεση ηταν μεταξύ των  εκπροσώπων των ελίτ του Βορρά, (κυρίως της Αμερικανικής), που πρωτοστατούσαν στον αγώνα για να υποχρεωθούν οι ελίτ του Νότου να εισάγουν διάφορους ρυθμιστικούς έλεγχους στο εμπόριο, με στόχο την αναίρεση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων τους σε όρους εργατικού και περιβαλλοντικού κόστους.

Η αποτυχία  όμως των ελίτ στο Σιατλ κάθε άλλο παρά προσφέρεται για πανηγυρισμούς, σαν αυτούς στους οποίους επιδίδονται σήμερα οι οπαδοί της κοινωνίας πολιτών, οι ‘ρεαλιστές’ οικολόγοι, οι τ. αριστεριστές κλπ . Το ναυάγιο των συνομιλιών δεν σηματοδοτεί , από μόνο του, μια μάχη που κερδίστηκε εναντίον των ελίτ, ούτε καν ένα σημαντικό βήμα στη διαδικασία συνειδητοποίησης των αντιστεκόμενων κατά της παγκοσμιοποίησης. Και δεν είναι νίκη κατά των ελίτ, διότι η σύνοδος του Σιατλ δεν αποτελούσε παρά μια μόνο απόπειρα θεσμοποιησης της διαδικασίας διεθνοποίησης, που ήδη έχει ριζώσει. Όχι μόνο οι πρόσφατες εκδηλώσεις δεν πρόκειται να σταματήσουν την ίδια την διεθνοποίηση, αλλά ούτε καν τη θεσμοποιηση της, η οποία θα συνεχιστεί είτε  στο πλαίσιο του ΠΟΕ, είτε σε διμερές επίπεδο, οπότε μάλιστα θα είναι ακόμη δυσκολότερη η αντίσταση των ασθενέστερων ελίτ του Νότου κατά των οικονομικά ισχυρότερων ελίτ του Βορρά. Ούτε ακόμα το ναυάγιο αυτό αποτελεί σημαντικό βήμα όσον αφορά τη συνειδητοποίηση των λαϊκών στρωμάτων εφόσον λίγοι άνθρωποι, πέρα από τους ήδη συνειδητοποιημένους ριζοσπάστες ακτιβιστές,  συνειδητοποίησαν, ως αποτέλεσμα των κινητοποιήσεων αυτών, ότι είναι το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς που είναι η απώτερη αιτία της διεθνοποίησης και αγοραιοποίησης και όχι απλώς οι ‘κακοί’ νεοφιλελεύθεροι, ή οι σοσιαλφιλελεύθεροι που πρόδωσαν  τα σοσιαλιστικά ιδανικά, η ακόμα ο ίδιος ο ΠΟΕ, ο οποίος όμως απλώς επιδιώκει τη θεσμική ρύθμιση της αγοραιοποιησης και διεθνοποίησης.

Συμπερασματικά, το λαϊκό κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης που διογκώνεται σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο κινδυνεύει άμεσα από τον θανάσιμο εναγκαλισμό του από τις περιβαλλοντικές και μεταρρυθμιστικές οργανώσεις των οπαδών της κοινωνίας πολιτών, καθώς και τα γραφειοκρατικά συνδικάτα, που το αποπροσανατολίζουν και το στρέφουν είτε σε ανώδυνους (και απραγματοποίητους) στόχους, είτε ακόμη και σε ανορθολογικές αν όχι οικοφασιστικες κατευθύνσεις. Διότι είναι βέβαια εντελώς ουτοπικά τα αιτήματα  για ισότιμο εμπόριο μεταξύ ανισότιμων εταίρων που προτείνουν οι ΜΚΟ κλπ. Όσο η πλανητική οικονομία στηρίζεται στην οικονομία της αγοράς θα υπάρχουν πελώριες αντικειμενικές ανισότητες μεταξύ των εταίρων που δεν επιτρέπουν την εφαρμογή αποτελεσματικών κανόνων που θα μπορούσαν να τις ξεπεράσουν . Έτσι, η αδυναμία αυτών των κινήσεων να επιτύχουν αποτελεσματικούς ελέγχους της εργασίας και του περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με την διόγκωση της ανισότητας και την επιδείνωση της οικολογικής κρίσης, στην οποία αναπόφευκτα οδηγεί η δυναμική της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, θα ενδυναμώνει όλο και περισσότερο τις ακραίες ανορθολογικές και οικοφασιστικες τάσεις, ή/και και τις εθνικιστικές τάσεις προστατευτισμού, που θα παίζουν τον ρόλο της ‘ριζοσπαστικής’ αντιπολίτευσης στις κινήσεις αυτές.

Το αβίαστο συμπέρασμα είναι ότι μόνο το κτίσιμο μιας νέας ριζοσπαστικής αριστεράς, με στόχο την ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας και την επανενσωματωση του Ανθρώπου στη Φύση, δηλαδή την περιεκτική δημοκρατία, αποτελεί τη διέξοδο από την πολυδιάστατη κρίση της σημερινής κοινωνίας.



[1] Ε. Μορεν, Le Monde (Tα Nεα, 8/12/99)

[2] Βλ. πχ. Vandana Shiva.’This round to the citizens’, The Guardian, 8/12/99

[3] Christopher Manes, ‘Green Rage’, The Observer, 28/11/99)