(Ελευθεροτυπία, 12 Σεπτεμβρίου 1998)

Η κρίση δεν θα σταματήσει τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η πρόσφατη κρίση που ξέσπασε στα διεθνή χρηματιστήρια, η οποία έχει ήδη οδηγήσει, τους τελευταίους δυο μήνες, σε απώλειες της τάξης των 4 τρις. δολ.[1], είχε  ιδιαίτερο αντίκτυπο στο Ελληνικό χρηματιστήριο. Η κρίση, που πολλοί σήμερα φοβούνται ότι θα καταλήξει σε μεγάλη ύφεση όπως τη δεκαετία του ’30-πράγμα που ιδιαίτερα θα πλήξει σαθρές οικονομίες σαν την Ελληνική ―γέννησε μια ολόκληρη μυθολογία για τα αίτια της, η οποία ελάχιστη έχει σχέση με την πραγματικότητα. Τα βασικά στοιχεία της μυθολογίας αυτής είναι τα εξής:

  • Πρώτον, ότι η κρίση είναι καθαρά εξωτερικής προέλευσης  εφόσον η Ελληνική οικονομία ‘πάει καλά’

  • Δεύτερον, ότι η αποκλειστική αιτία της κρίσης είναι η κατάρρευση του άγριου καπιταλισμού στη Ρωσία,

  • Τρίτον, ότι η κρίση της παγκοσμιοποίησης αποτελεί  κρίση της ίδιας της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης και σηματοδοτεί την επάνοδο σε κάποιο είδος κρατισμού.

Όσον αφορά τον πρώτο μύθο, όπως επανειλημμένα έχω σημειώσει από τη στήλη αυτή, η Ελληνική οικονομία πάει καλά μόνο στο μυαλό ίσως των ανεκδιήγητων σοσιαλφιλελευθέρων κυβερνητών μας και των τεχνοκρατών συνεργατών τους. Διότι βέβαια  η παραγωγική επίδοση της οικονομίας συνεχώς χειροτερεύει (σε σταθερές τιμές τόσο η μεταποιητική όσο και η αγροτική παραγωγή το 1995 ήταν χαμηλότερη από το… 1989),[2] η δε ανεργία φουντώνει όλο και περισσότερο. Το άνοιγμα μεταξύ παραγωγικού δυναμικού και κατανάλωσης κατά συνέπεια διευρύνεται, όπως δείχνει η ραγδαία επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου τα τελευταία χρόνια. Η ρόδινη εικόνα επομένως που παρουσιάζεται για την ελληνική οικονομία στηρίζεται στο γεγονός ότι δεν έχει δημιουργηθεί ακόμη μεγαλύτερη κρίση! Πράγμα που οφείλεται βασικά στην μαζική εισροή δανειακών κυρίως κεφαλαίων, που εκμεταλλεύονται τα υψηλά, σχετικά με την Ε.Ε., ελληνικά επιτόκια και τις συνεχιζόμενες μεταβιβάσεις από την Ε.Ε. Η εισροή αυτή, σε συνδυασμό με το μεγάλο ξεπούλημα των τραπεζών, του ΟΤΕ κ.λπ. ―τομείς που είναι παντού ιδιαίτερα επικερδείς σήμερα― το οποίο ήδη άρχισε η κυβέρνηση, δημιούργησε ιδιαίτερη ευεξία στο οικονομικό κατεστημένο που εκδηλώθηκε με την φετινή άνθηση του χρηματιστηρίου, για την οποία καμάρωνε η κυβέρνηση. Έτσι, ενώ η παραγωγή έφθινε, ο τζόγος στο Χρηματιστηριακό καζίνο ανθούσε. Φυσικά, η άνθηση αυτή δεν ήταν παρά μια ‘φούσκα’ έτοιμη να σπάσει με την πρώτη ευκαιρία. Και, βέβαια, οι ασθενέστεροι κρίκοι στην αλυσίδα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς πληρώνουν και το μεγαλύτερο τίμημα. Στη πρόσφατη άλλωστε κρίση παρατηρήθηκε σημαντική μετατόπιση κεφαλαίων, όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από την Ισπανία και την Ιταλία, καθώς οι επενδυτές εγκατέλειπαν επισφαλή νομίσματα και μετοχές στην περιφέρεια της Ε.Ε. προς όφελος των ασφαλέστερων κρατικών ομόλογων και ιδιαίτερα των Γερμανικών[3]. Πράγμα  που, αν επιδεινωθεί η κρίση, θα μετατραπεί σε χιονοστιβάδα, η οποία θα συμπαρασύρει την ελληνική οικονομία.

Όμως αποτελεί εξίσου μύθο ότι η σημερινή αναταραχή στα παγκόσμια χρηματιστήρια είναι απλώς κρίση της Ρωσίας. Στη πραγματικότητα, όπως τονίζει και η Allison Cottrell[4] αυτή είναι «η πρώτη γνήσια παγκόσμια κρίση». Και αυτό, διότι η προηγούμενη μεγάλη κρίση που άρχισε με το κραχ του 1929, στη πραγματικότητα, δεν ήταν παγκόσμια εφόσον η Ασία, για παράδειγμα, ουσιαστικά δεν συμμετείχε. Έχουμε δηλαδή μια κρίση που αφορά τα ίδια τα θεμέλια της σημερινής οικονομίας της αγοράς και ιδιαίτερα την απελευθέρωση και απορύθμιση των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων που έχουν επιφέρει την απώλεια της οικονομικής κυριαρχίας των κρατών-εθνών. Η κρίση άλλωστε δεν άρχισε πριν μερικές βδομάδες αλλά πέρυσι με τη κατάρρευση των Ασιατικών «θαυμάτων». Η κατάρρευση αυτή συνέβαλε αποφασιστικά στην πτώση των τιμών του πετρελαίου (σχεδόν στο μισό της τιμής του από πέρυσι) και γενικά των πρωτογενών προϊόντων (που σήμερα έχουν τις χαμηλότερες πραγματικές τιμές από τη δεκαετία του ’30!), από τις εξαγωγές όμως των οποίων εξαρτάται η ανάπτυξη πολλών χωρών στη περιφέρεια, όπως η Ρωσία το Μεξικό και η Βενεζουέλα. Όταν λοιπόν πριν δυο εβδομάδες η Ρωσική κυβέρνηση δήλωσε ουσιαστικά αδυναμία να καλύψει τις υποχρεώσεις της στις ξένες τράπεζες σε σχέση με το χρέος της, αυτό δημιούργησε αλυσιδωτές αντιδράσεις στη δύση. Ήδη οι δυτικές τράπεζες που είναι ‘εκτεθειμένες’ ανακοίνωσαν ζημίες 9 δις δολ,[5] και κάνουν αυστηρότερους τους όρους δανεισμού, πράγμα που θα χτυπήσει ιδιαίτερα οικονομίες σαν την Ελληνική  που στηρίζουν την ανάπτυξη τους στα δανειακά κεφάλαια. Αυτό δηλαδή που τρόμαξε τις δυτικές οικονομικές ελίτ ήταν ο φόβος ότι το παράδειγμα της Ρωσικής ελίτ, η οποία ουσιαστικά… βάρεσε κανόνι για την αποπληρωμή του χρέους της, θ ακολουθήσουν και άλλες καταχρεωμένες χώρες στη Λατ. Αμερική και αλλού, οδηγώντας σε παγκόσμια ύφεση.

Πέρα όμως από τους παράγοντες αυτούς υπάρχουν σοβαροί λόγοι που ανάγουν τη σημερινή κρίση σε υποβόσκουσα κρίση της πραγματικής οικονομίας. Όπως έδειξε πρόσφατη έρευνα,[6] υπάρχει μια μακροπρόθεσμη πτώση του κέρδους στην «Ομάδα των 7» (δηλαδή, των μεγαλύτερων καπιταλιστικών οικονομιών) στη περίοδο 1970-90 κατά την οποία εντείνεται η διεθνοποίηση της οικονομίας. Έτσι, τη περίοδο αυτή, το ποσοστό κέρδους στη μεταποίηση των 7 είναι 40%  χαμηλότερο από ότι ήταν τη περίοδο 1950-70, προκαλώντας παράλληλη πτώση στο ρυθμό ανάπτυξης των επενδύσεων, της παραγωγικότητας, της παραγωγής και της απασχόλησης. Η αιτία είναι ότι όσο εντείνεται η διεθνοποίηση και ο ανταγωνισμός τόσο πιο αρνητικές γίνονται οι επιπτώσεις στα κέρδη. Ο άναρχος χαρακτήρας της οικονομίας της αγοράς οδηγεί τις πιο παραγωγικές επιχειρήσεις να εισάγουν νέα προϊόντα σε χαμηλότερες τιμές, αναγκάζοντας τους παραγωγούς υψηλού κόστους να προσπαθούν να αμυνθούν μειώνοντας το κόστος μέσω απολύσεων και ανάλογων ενεργειών που τελικά καταλήγουν σε ακόμη πιο αρνητικές επιδράσεις στην κερδοφορία.

Τέλος, για να έλθουμε στον τρίτο μύθο, οι απόπειρες μερικών χωρών, οι οποίες, μπροστά στην καταστροφή, σχεδιάζουν την επιστροφή σε ελεγχόμενες αγορές είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, στο σημερινό βαθμό διεθνοποίησης της οικονομίας Η Μαλαισία, για παράδειγμα, ένα από τα καταρρεύσαντα Ασιατικά «θαύματα», μόλις ανακοίνωσε την επανεισαγωγή συναλλαγματικών ελέγχων, με προφανή στόχο ν’ αποφύγει την τύχη της Ινδονησίας. Όμως, η όλη ανάπτυξη της Μαλαισίας εξαρτάται βασικά από τις ξένες αγορές εφόσον το εμπόριο αποτελεί σήμερα το 194% του ΑΕΠ της  (έναντι 113% το 1980),[7] ενώ το εξωτερικό χρέος της, από 28% του ΑΕΠ το 1980, έχει ανέβει στο 42,6% σήμερα.[8] Ανάλογα ισχύουν ακόμη και για τη Ρωσία. Μολονότι η Ρωσία, λόγω μεγέθους, θεωρητικά έχει τη δυνατότητα ν ακολουθήσει οποιαδήποτε πολιτική αποφασίσει, κάτι τέτοιο προϋποθέτει την αποκοπή της από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, στην οποία όμως η νέα ελίτ της έχει επενδυμένα συμφέροντα. Όταν το εξωτερικό χρέος της Ρωσίας από 2 δις δολ. το 1980 ανέβηκε στα 64,7 δις το 1992 και στα 120,5 δις το 1995 δηλ. στο 37,6% του ΑΕΠ,[9] προφανώς, τα περιθώρια ν ασκηθεί οικονομική πολιτική ανεξάρτητη από αυτή που επιβάλλουν οι ελίτ οι οποίες ελέγχουν την διεθνή οικονομία της αγοράς μέσω του ΔΝΤ κ.λπ. είναι μηδαμινά.

Συμπερασματικά, η κρίση της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, δεν πρόκειται να σταματήσει ούτε τη διαδικασία της διεθνοποίησης, ούτε  τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση που τη στηρίζει, ούτε βέβαια σηματοδοτεί την επιστροφή σε κάποιο είδος Κευνσιανισμού, όπως ονειρεύονται οι απανταχού σοσιαλδημοκράτες. Ακόμη και αν προσωρινά σημειωθούν αλλαγές στη κατεύθυνση αυτή, για ν' αποφευχθεί μια καταστροφική κρίση, οι μακροπρόθεσμες τάσεις για διεθνοποίηση και απελευθέρωση των αγορών γρήγορα θα επανέλθουν.[10] Και φυσικά, καμία κρίση, όσο σοβαρή, δεν πρόκειται, από μόνη της, να οδηγήσει στην ανατροπή της οικονομίας της αγοράς. Η κρίση είναι ενδημικό στοιχείο της οικονομίας της αγοράς και, όσο απουσιάζει ένα μαζικό κίνημα που θα είχε συνειδητοποιήσει την ανάγκη συστημικής αλλαγής, το πιθανότερο είναι ότι, σε περίπτωση που γίνει τελικά ανεξέλεγκτη και οδηγήσει σε βαθειά ύφεση και μαζική ανεργία, θα καταλήγαμε στην επιστροφή σε νέα  ολοκληρωτικά καθεστώτα.

 

 


 

[1] Will Hutton, The Observer (6/9/98).

[2] Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο Τράπεζας της Ελλάδος (Μάρτιος-Απρίλιος 1998)

[3] Mark Atkinson, The Guardian (26/8/98).

[4] The Observer, 23/8/98

[5] Hutton, ο.π.

[6] Robert Brenner, «The economics of global turbulence» New Left Review 229, Μάης-Ιούνης 1998

[7] World Bank, World Development Report 1997, Πιν. 3.

[8] στο ίδιο, Πιν. 17.

[9] στο ίδιο

[10] Bλ. για παραπέρα ανάπτυξη, T. Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy (Cassell, 1997), κεφ. 1.