(Ελευθεροτυπία, 23 Μαίου 1998)

Οι ΔΕΚΟ και τα παραμύθια για τις ιδιωτικοποιήσεις

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ενώ η αντιπολίτευση κατά των σοσιαλφιλελευθέρων «εκσυγχρονιστών» που απαρτίζεται από τους νεορθόδοξους και υπερπατριώτες τελευταία απέκτησε και πνευματικό ηγέτη στο πρόσωπο του νέου…αρχιεπίσκοπου, η σοσιαλφιλεύθερη κυβέρνηση προχωρεί ακάθεκτα στο πρόγραμμα των «διαρθρωτικών» αλλαγών. Στο πρόγραμμα δηλαδή που εντάσσει πλήρως τη χώρα μας στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς: ιδιωτικοποιήσεις, ελαστικοποίηση αγορά εργασίας, πετσόκομμα κοινωνικού μισθού κ.λπ. Είναι το πρόγραμμα  που εφαρμόζουν σήμερα οι οικονομικές ελίτ ανά τον κόσμο με βάση τις προδιαγραφές της νέας παγκόσμιας κυβέρνησης των πολυεθνικών, όπως εκφράζονται μέσω του ΔΝΤ, της Διεθνούς Τράπεζας, της Παγκόσμιας Οργάνωσης Εμπορίου κ.λπ. Από τη σκοπιά αυτή, είναι χαρακτηριστικό ότι ο νέος προκαθήμενος της εκκλησίας μιλά γενικά και αόριστα για παγκοσμιοποίηση παραλείποντας βέβαια  ν’ αναφερθεί στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς που επιβάλλει τις παραπάνω διαρθρωτικές αλλαγές. Φυσικά, δεν ανέμενε κανένας από τον αρχιεπίσκοπο να θέσει τέτοια θέματα τη στιγμή μάλιστα που σήμερα δεν το κάνουν ούτε τ. Μαρξιστές και αριστεριστές και νυν επανακάψαντες στην «πατρίδα και την ορθοδοξία».[1] Πράγμα βέβαια καθόλου τυχαίο εφόσον εκείνο που ενδιαφέρει πραγματικά τους νεορθόδοξους και υπερπατριώτες σε σχέση με την διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς δεν είναι οι χιλιάδες άνεργοι και φτωχοί που θα προστεθούν στις στρατιές των ήδη υπαρχόντων, ως άμεση συνέπεια των «διαρθρωτικών» αλλαγών, και η συνακόλουθη παραπέρα έκρηξη της ανισότητας. Εκείνο που τους ενδιαφέρει πραγματικά είναι ότι η διεθνοποίηση αποτελεί απειλή κατά του έθνους διότι εκφράζει μια «απόπειρα αποσύνδεσης Ορθοδοξίας και Ελληνισμού»! Αντίστοιχα, οι 60 «εκσυγχρονιστές» πανεπιστημιακοί, βουλευτές κ.λπ. που ζητούν τον χωρισμό κράτους και εκκλησίας απλώς δικαιώνουν τον χαρακτηρισμό τους ως «ευρωλιγούρηδων» από τους νεορθόδοξους όταν, για να στηρίξουν το αίτημα χωρισμού κράτους και εκκλησίας, αισθάνονται την ανάγκη ν’ αναφερθούν στην ανάγκη εκσυγχρονισμού «μετά την ένταξη της χώρας στην ΕΕ».

Όμως, αν αφήσουμε τις εύγλωττες «παραλείψεις» των νεορθόδοξων και υπερπατριωτών, πως δικαιολογούν οι σοσιαλφιλελεύθεροι τις ιδιωτικοποιήσεις και τι διδάσκει η σχετική διεθνής εμπειρία; Δεν θ’ αναφερθώ στα δήθεν οφέλη από τις ιδιωτικοποιήσεις στο μικρό-οικονομικό επίπεδο των επιχειρήσεων και το μακρό-οικονομικό της οικονομίας γενικότερα, πράγμα που ήδη έκανα παλαιοτέρα από τη στήλη αυτή[2]. Ακόμη, δεν θα επαναλάβω τα στοιχεία που δείχνουν ότι η αύξηση της αποδοτικότητας των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων, όπως έδειξε η Βρετανική εμπειρία, οφείλεται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στην μείωση της εργατικής τους δύναμης που κάποτε έφθανε και το 50%.[3] Πράγμα, βέβαια, που σημαίνει ότι αποτελεί απόπειρα εξαπάτησης των εργαζόμενων ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι θα εξασφαλίσει τις δουλειές των απασχολούμενων στις υπό ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεις. Θ' αναφερθώ μόνο στα «επιχειρήματα» του τσαρίσκου της οικονομίας για τα οφέλη των ιδιωτικοποιήσεων σε ημερίδα που οργάνωσε το Ινστιτούτο Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τον ΥΠΕΘΟ, η κυβερνητική πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων στηρίζεται σε δυο λόγους. Πρώτον, στην δυνατότητα που προσφέρουν οι ιδιωτικοποιήσεις για την άντληση φθηνών κεφαλαίων, μέσω του Χρηματιστηρίου, από τον ιδιωτικό τομέα ―πράγμα ιδιαίτερα χρήσιμο τη στιγμή που η μέσω της φορολογίας άντληση πόρων «έχει εξαντλήσει τα όρια της». Δεύτερον, στη δυνατότητα βελτίωσης της ποιότητας των διοικήσεων των επιχειρήσεων που προσφέρει η έκθεση τους «στον έλεγχο και το μάτι της αγοράς».

Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, είναι γνωστό από τη Βρετανική εμπειρία ότι τα μεν κέρδη των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατακόρυφα, αλλά όχι όμως και οι επενδύσεις σε αυτές. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των επιχειρήσεων παροχής νερού που υποτίθεται ότι ιδιωτικοποιήθηκαν ακριβώς για να δημιουργηθεί μια ροή επενδύσεων, για τις οποίες, από καιρό, κυριολεκτικά διψούσε ένα απαρχαιωμένο δίκτυο που το χαρακτήριζαν τεράστιες διαρροές. Οι επενδύσεις, με τη σειρά τους, θα σήμαιναν καλύτερη ποιότητα υπηρεσιών και χαμηλότερους λογαριασμούς για τους καταναλωτές. Στη πραγματικότητα, όμως, τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Όπως αποκάλυψε έρευνα ανεξάρτητου οργανισμού, ο μέσος λογαριασμός νερού αυξήθηκε (σε πραγματικές τιμές) κατά περίπου 42% στα επτά χρόνια της ιδιωτικοποίησης. Την ίδια περίοδο,  τα κέρδη έφθασαν τα 10 δις στερλίνες, ενώ τα μερίσματα στους μέτοχους ξεπέρασαν τα 4 δις στερλίνες.[4] Όσον αφορά δε τις επενδύσεις τα αποτελέσματα είναι τόσο άθλια ώστε ακόμη και η σοσιαλφιλελεύθερη κυβέρνηση Μπλερ αναγκάστηκε να καταδικάσει την σχεδόν ανυπαρξία επενδύσεων και υποσχέθηκε να επιβάλλει υποχρεωτικούς στόχους για την ετήσια μείωση των διαρροών.[5] Ενδεικτικά,  το 1994-95, τα κέρδη  ανήλθαν σε 1.700 εκ στερλίνες, ενώ οι επενδύσεις μόλις έφθασαν τα 460 εκ.[6] Και όλα αυτά,  με παράλληλες μαζικές απολύσεις προσωπικού. Παρόμοια, η επιχείρηση γκαζιού μείωσε μεν τους λογαριασμούς, όταν η κατακραυγή για τα υπέρογκα κέρδη και τις σκανδαλώδεις αυξήσεις μισθών στους διευθυντές της  έφθασαν στο κατακόρυφο, αλλά παράλληλα απέλυσε 23.000 εργάτες μέσα σε τρία χρόνια και απείλησε ν’ απολύσει άλλες 20.000 αν συνεχιστούν οι πιέσεις των διοικητικών αρχών για παραπέρα μειώσεις τιμών.[7]

Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα του ΥΠΕΘΟ, δηλαδή ότι η ιδιωτικοποίηση βελτιώνει τη ποιότητα των διοικήσεων των επιχειρήσεων εφόσον τις εκθέτει στον ανταγωνισμό, στη πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει είναι ότι μόνο οι μισθοί των διευθυντών των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων αυξάνουν στα επίπεδα των αντίστοιχων ιδιωτικών επιχειρήσεων, όχι και η αποδοτικότητα τους. Έτσι, μεταξύ 1990 και 1995 οι μισθοί των διευθυντών των Βρετανικών επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας αυξήθηκαν πενταπλάσια από τους μισθούς του προσωπικού τους. Σύμφωνα όμως με έρευνα του Βρετανικού Πανεπιστήμιου Γουώργουικ δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η πελώρια αύξηση των διευθυντικών μισθών οδηγεί σε αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας τους.[8]

Γενικά, με βάση τη Βρετανική εμπειρία μπορούμε τώρα να καταλήξουμε σε μερικά συμπεράσματα για τα πιθανά αποτελέσματα των ιδιωτικοποιήσεων στην Ελλάδα, που πιθανότατα βέβαια θα είναι ακόμη χειρότερα από τη Βρετανία. Και αυτό, λόγω της σχετικά υπανάπτυκτης παραγωγικής και χρηματοπιστωτικής δομής στη χώρα μας, όπως εκδηλώνεται πχ με το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει το χειροτερο εμπορικό ισοζύγιο, την μεγαλύτερη (και ταχύτερα αυξανόμενη) ανεργία νέων μέσα στην Ε.Ε. κ.λπ. Τα κέρδη και η αποδοτικότητα αυξήθηκαν παντού μετά τις ιδιωτικοποιήσεις, παράλληλα και σε αντιστοιχία με τις απολύσεις προσωπικού. Όμως τα αυξημένα κέρδη σπάνια μεταφράστηκαν σε αυξημένες επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό τους και συνακόλουθα σε μειωμένους λογαριασμούς και καλύτερες υπηρεσίες στους καταναλωτές (γι’ αυτό και τα παράπονα των καταναλωτών  μετά τις ιδιωτικοποιήσεις έχουν σπάσει κάθε ρεκόρ). Αυτό που συμβαίνει συνήθως είναι ότι η διόγκωση των κερδών σημαίνει απλώς μεγαλύτερα μερίσματα στους μέτοχους, πράγμα που αυξάνει μεν τη τιμή των μετοχών στο Χρηματιστήριο αλλά δεν συμβάλλει βέβαια στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, για το οποίο υποτίθεται ότι  κόπτονται οι σοσιαλφιλελεύθεροι.

Με βάση την εμπειρία αυτή δεν είναι περίεργο ότι οι ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα, αλλά και παντού, συνοδεύονται από μια συστηματική προσπάθεια υπονόμευσης των δικαιωμάτων των εργαζόμενων. Είτε αυτό γίνεται νομοθετικά, όπως για παράδειγμα έγινε στη Βρετανία, ή/και άτυπα με την απειλή της ανεργίας. Δεν είναι λοιπόν εκπληκτική η συμβουλή του προέδρου μιας ιδιωτικοποιημένης επιχείρησης νερού στους μάνατζερ των Βρετανικών σιδηρόδρομων: «η μόνη μέθοδος για μια επιτυχή ιδιωτικοποίηση είναι ο αφανισμός ή ο ευνουχισμός των συνδικάτων».[9] Πολιτική, που έμμεσα εφαρμόζει και η «σοσιαλιστική» μας κυβέρνηση όταν προσπαθεί να στρέψει τους καταναλωτές, που υποτίθεται θα ωφεληθούν από τις ιδιωτικοποιήσεις των ΔΕΚΟ, κατά των εργαζομένων σ’ αυτές. Όπως έχω αναπτύξει αλλού[10], ίσως η μόνη λύση για την εξασφάλιση της απασχόλησης των εργαζόμενων, αλλά  και της ποιοτικής ικανοποίησης  των αναγκών των καταναλωτών, να είναι η δημιουργία ενός κινήματος πολιτών για να περιέλθουν οι ΔΕΚΟ στον έλεγχο των δήμων. Η παράλληλη δημιουργία αμεσοδημοκρατικών θεσμών στους δήμους που θα έδιναν τον έλεγχο των δήμων και των δημοτικοποιημένων επιχειρήσεων στους ίδιους τους δημότες θα επέτρεπε την μετάβαση σε μια περιεκτική δημοκρατία, μέσω της βαθμιαίας μετατόπισης παραγωγικών πόρων από την οικονομία της αγοράς στους πολίτες.

 


 

[1] βλ. π.χ. αρθρογραφία Γ. Καραμπελιά, Κ. Ζουράρι  κ.α. στο περιοδικό Άρδην, τ. 11

[2] βλ. Τ. Φωτόπουλος, Η Νεοφιλελεύθερη Συναίνεση και η κρίση της οικονομίας ανάπτυξης (Γόρδιος 1993), κεφ. 4.

[3] βλ. Τ. Φωτόπουλος, Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα (Καστανιώτης, 1997), σελ. 70-75.

[4] Centre for the study of regulated industries/The Guardian (5/12/96).

[5] A. Barnett, The Observer (25/5/97).

[6] The Observer (13/8/95).

[7] The Guardian (14/5/96).

[8] The Guardian (1/3/95).

[9] The Observer (13/8/95).

[10] T. Fotopoulos, Towards an inclusive democracy (Cassell, 1997), κεφ. 7.