Οικολογική κρίση: Οι βολικοί μύθοι

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η δεύτερη παγκόσμια συνδιάσκεψη κορυφής για τη Γη στη Νέα Υόρκη επιβεβαίωσε πριν ένα μήνα το αυτονόητο. Δηλαδή, ότι “γενικά, η προοπτική της βιώσιμης ανάπτυξης δεν είναι σήμερα καλύτερη από το 1992” (όταν με πανηγύρια γιορταζόταν η πρώτη συνδιάσκεψη του Ρίο) και ότι η κατάσταση του παγκόσμιου περιβάλλοντος από τότε “συνέχισε να χειροτερεύει”. Η απουσία οποιασδήποτε σημαντικής προόδου που είχαμε προβλέψει τότε από τις στήλες αυτες[1] δεν οφείλεται στην ολιγωρία ή αδιαφορία των κυβερνήσεων, ή την αναποτελεσματικότητα των διεθνών οργανισμών, όπως συνήθως υποστηρίζεται. Στα 25 χρόνια από την πρώτη συνδιάσκεψη για το Περιβάλλον στη Στοκχόλμη κάποια πρόοδος έχει πράγματι σημειωθεί, έστω και αν η πρόοδος αυτή είναι τελείως ανισομερής και αφορά κυρίως τις πλουσιότερες περιοχές του πλανήτη Η πρόοδος όμως αυτή αφορά τα “ευκολα” περιβαλλοντικά προβλήματα, όπως τα χαρακτηρίζει ο Tom Burke,[2] της ανακύκλωσης, της ρύπανσης της γης, του αέρα, του νερού της ηχορύπανσης κ.λπ. Όσον αφορά όμως τα “δυσκολα” περιβαλλοντικά προβλήματα ή δεν έχει σημειωθεί καμία σημαντική πρόοδος, ή παρουσιάζεται συνεχής χειροτέρευση, κάποτε μάλιστα με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Ενδεικτικά, όσον αφορά το φαινόμενο του θερμοκηπίου και τη συνακόλουθη κλιματική μεταβολή, το διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, που για 750 χρόνια πριν την άνοδο της οικονομίας της αγοράς ήταν στάσιμο, έχει αυξηθεί κατά 30% από τότε και το 3% της αύξησης αυτής σημειώθηκε μετά το Ρίο, όπου όμως 125 χώρες είχαν συμφωνήσει να μειώσουν τις εκπομπές στα επίπεδα του 1990 μέχρι το 2000! Ακόμη, όσον αφορά την αποδάσωση, από το Ρίο μέχρι σήμερα, 86 εκ. εκτάρια 5 Αγγλίες έχουν καταστραφεί. Τέλος, η καταστροφή της βιολογικής ποικιλίας συνεχίζεται ανενόχλητη και μόνο από το 1992 μέχρι σήμερα περίπου 100.000 είδη έχουν εξαφανιστεί.

Για να δώσουμε μια εξήγηση στη τραγική αυτή αποτυχία θα πρέπει ν' αναχθούμε στα αιτία της οικολογικής κρίσης, καθώς και σε μια σειρά βολικών μύθων που αναπτύσσονται για τα αίτια αυτά από περιβαλλοντιστές, ακτιβιστικές οργανώσεις τύπου Greenpeace κ.λπ. Ο πρώτος βασικός μύθος είναι ότι η βιομηχανική επανάσταση είναι η απώτερη αιτία της κρίσης. Σύμφωνα με τον μύθο αυτό, η οικολογική κρίση μπορεί ν αποδοθεί στην εκβιομηχάνιση που άρχισε δυο περίπου αιώνες πριν και οδήγησε στο σημερινό οικο-καταστροφικο παραγωγικό και καταναλωτικό πρότυπο. Όμως, όπως προσπάθησα να δείξω αλλού[3] δεν ήταν απλώς η εισαγωγή της μηχανικής παραγωγής και η υιοθεσία μιας  “μηχανιστικής αντίληψης της Φύσης” που οδήγησαν στο σημερινό τύπο κοινωνικής οργάνωσης. Αντίθετα, ήταν το γεγονός ότι η μηχανική παραγωγή εισάχθηκε κάτω από συνθήκες ατομικής ιδιοκτησίας και ελέγχου των μέσων παραγωγής που, από τη μια μεριά, οδήγησε στην αγοραιοποίηση της οικονομίας (οικονομία αγοράς) και, από την άλλη, στην οικονομική ανάπτυξη (οικονομία ανάπτυξης). Η αγοραιοποίηση ήταν το αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτών που έλεγχαν την οικονομία να ελαχιστοποιήσουν τους κοινωνικούς ελέγχους πάνω στις αγορές. Η οικονομική ανάπτυξη ήταν η συνέπεια μιας διαδικασίας, η οποία, στο επίπεδο της επιχείρησης, ενείχε την επιδίωξη του κέρδους με τη συνεχή βελτίωση της αποτελεσματικότητας, μέσω των επενδύσεων σε νέες τεχνικές, μεθόδους παραγωγής, προϊόντα κ.λπ. Παράλληλα, στο ιδεολογικό επίπεδο, η βιομηχανική επανάσταση συνοδεύθηκε με την επικράτηση της ιδεολογίας ανάπτυξης ―ένα βασικό προϊόν του Διαφωτισμού― που ταύτιζε την Πρόοδο με την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Έτσι, ήταν η άνοδος της οικονομίας της αγοράς και η δυναμική που την χαρακτηρίζει η οποία  οδήγησε στην καπιταλιστική οικονομία ανάπτυξης και όχι απλώς η βιομηχανική επανάσταση. Εάν όμως η μετεξέλιξη της οικονομίας της αγοράς σε οικονομία ανάπτυξης ήταν βασικά αποτέλεσμα αντικειμενικών διαδικασιών δεν μπορούμε να δώσουμε την ίδια εξήγηση για την άνοδο της “σοσιαλιστικής” οικονομίας ανάπτυξης στις Ανατολικές χώρες, όπου η οικολογική καταστροφή ήταν ίδια, αν όχι μεγαλύτερη, με αυτή της Δύσης. Στις Ανατολικές χώρες, υποκειμενικοί παράγοντες και κυρίως το γεγονός ότι βασικό στοιχείο της Μαρξιστικής ιδεολογίας ήταν η ταύτιση της Προόδου με την οικονομική ανάπτυξη, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Και στις δυο όμως εκδοχές της οικονομίας ανάπτυξης η λογική του συστήματος που απορρέει από τον θεμελιακό στόχο της μεγιστοποίησης της ανάπτυξης και τον ενδιάμεσο στόχο της αύξησης της οικονομικής αποτελεσματικότητας, οδηγεί στην εκτόπιση του περιβάλλοντος από τους υπολογισμούς για το κόστος της ανάπτυξης και σε μια αδίστακτη προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί η Φύση ως μέσο για την επίτευξη του παραπάνω στόχου.

Ένας δεύτερος ακόμη βολικότερος μύθος είναι ότι η κύρια αιτία της οικολογικής κρίσης  είναι η συγκεκριμένη “κακή” τεχνολογία που εφαρμόζουμε σήμερα, πράγμα που συνεπάγεται ότι αρκεί οι φωστήρες ανάμεσα στους περιβαλλοντιστές και τις ακτιβιστικές οργανώσεις τύπου Greenpeace να μας δείξουν ποιες είναι οι φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογίες για να λυθεί το οικολογικό πρόβλημα. Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στην εσφαλμένη αντίληψη της “ουδετερότητας” της τεχνολογίας.  Είναι προφανές όμως ότι η προσέγγιση αυτή παραβλέπει την κοινωνική θέσμιση της επιστήμης και της τεχνολογίας[4] και το γεγονός ότι ο σχεδιασμός και ιδιαίτερα η εφαρμογή των νέων τεχνικών έχει άμεση συνάφεια με την κοινωνική οργάνωση γενικά και με την οργάνωση της παραγωγής ειδικότερα.[5] Σε μια οικονομία της αγοράς, όπως σε κάθε κοινωνία, η τεχνολογία ενσωματώνει σαφείς σχέσεις παραγωγής, την ιεραρχική της οργάνωση και, φυσικά, τον πρωταρχικό της στόχο που, στην περίπτωση μιας οικονομίας της αγοράς, αναφέρεται στη μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης και της αποτελεσματικότητας (ορισμένης στη βάση στενών τεχνο-οικονομικών κριτηρίων) με σκοπό το κέρδος. Έτσι, η τεχνολογία σχεδιάζεται πάντοτε, ή τουλάχιστον εκείνα μόνον τα σχέδια υιοθετούνται που εξυπηρετούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους αντικειμενικούς στόχους της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης.

Το “πρασινισμα του καπιταλισμού” επομένως που ονειρεύεται η Greenpeace και οι αντίστοιχοι περιβαλλοντιστές είναι δυνατό μόνο στον βαθμό που δεν έρχεται σε σύγκρουση με την λογική και την δυναμική της οικονομίας της αγοράς, δηλαδή στις ελάχιστες περιπτώσεις όπου νέες τεχνολογίες, νέες μορφές ενέργειας ή νέα προϊόντα κάνουν δυνατή την παραπέρα επικερδή επέκταση της αγοράς. Όπου όμως αυτό δεν είναι δυνατό, κυρίως λόγω έλλειψης ανταγωνιστικότητας, οι μεν νέες τεχνολογίες, μορφές ενέργειας κ.λπ. απλώς περιθωριοποιούνται, οι δε προτεινόμενοι από τους περιβαλλοντιστές έλεγχοι της αγοράς αγνοούνται ή μπλοκάρονται, όπως συνέβη π.χ. με την Διάσκεψη του Ρίο.

Οι εξηγήσεις επομένως της οικολογικής κρίσης που αναφέρονται στα συμπτώματα της οικονομίας αγοράς/ανάπτυξης (καπιταλιστική εκβιομηχάνιση και τεχνολογία, ιδεολογία ανάπτυξης, ή αντίστοιχα, υπανάπτυξη, υπερπληθυσμός κ.λπ.) και όχι στην ίδια την οικονομία αγοράς απλώς συσκοτίζουν τα πραγματικά αίτια της οικολογικής (και αντίστοιχα της οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής κρίσης). Τα αίτια αυτά ανάγονται στην συγκέντρωση εξουσίας σε όλα τα επίπεδα που χαρακτηρίζει την σημερινή κοινωνία. Ενδεικτικά, οι 500 μεγαλύτερες εταιρείες ελέγχουν σήμερα το 42% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ πάνω από το 40% των 12  πιο σημαντικών βιομηχανικών κλάδων στον κόσμο (αυτοκίνητα, αεροναυπηγική, ηλεκτρονικά, χάλυβας, πετρέλαιο, κομπιουτερς, ΜΜΕ κ.λπ.) ελέγχονται από 5 ή λιγότερες εταιρείες και 10 μόνο εταιρείες ελέγχουν κάθε πτυχή της παγκόσμιας αλυσίδας τροφίμων[6]. Δεν είναι λοιπόν εκπληκτικό ότι στο φτωχότερο ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού  αναλογεί σήμερα το 1,1% του παγκόσμιου εισοδήματος  έναντι 1,4 το 1991 και 2,3% το 1960 και ότι η ανισότητα διευρύνεται συνεχώς[7]. Η ανισότητα όμως αποτελεί βασική αιτία της καταστροφής του περιβάλλοντος εφόσον αποτελεί τον κύριο παράγοντα καθορισμού των σημερινών οικο-καταστροφικών παραγωγικών και καταναλωτικών προτύπων.

Είναι συνεπώς προφανές ότι όσο η συγκέντρωση της εξουσίας, μέσα στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, εξακολουθεί να εντείνεται, η σημερινή πολυδιάστατη κρίση γενικά και η οικολογική κρίση ειδικότερα θα συνεχίσουν να επιδεινώνονται. Επιπλέον, όσο οι διάφορες οικολογικές οργανώσεις και κόμματα δεν συνδέουν την κρίση με το θεσμικό πλαίσιο της ίδιας της οικονομίας της αγοράς, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη μιας νέας ριζοσπαστικής συνειδητοποίησης, δεν έχουν καμιά ελπίδα να αποφύγουν την περιθωριοποίησή τους και την ενσωμάτωσή τους στο πλαίσιο αυτό, ούτε βέβαια να σταματήσουν την επιδεινούμενη οικολογική κρίση.

 


[1] βλ. Τ.Φωτόπουλος, Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα, Καστανιώτης, 1997, κεφ. 6

[2] New Statesman, 20/6/97

[3] Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, Cassell, 1997, σ. 7-14

[4] Τάκης Φωτόπουλος, «Προς μια δημοκρατική αντίληψη της επιστήμης και της τεχνολογίας», στο μόλις κυκλοφορήσαν τεύχος αρ. 3 του περιοδικού  Δημοκρατία και Φύση.

[5] στο ίδιο. Βλ. επίσης, Frances Stewart, Technology and Underdevelopment, Macmillan, 1978, κεφ. 1, και Cornelius Castoriadis, Philosophy, Politics, Autonomy, Oxford University Press, 1991, σελ. 192

[6] John Vidal, McLibel, Burger Culture on Trial, Macmillan, 1997

[7] Ο λόγος του εισοδήματος του 20% των πλουσιότερων προς αυτό του 20% των φτωχότερων ήταν 78:1 το 1994, 61:1 το 1991 και 30:1 το 1960 , UN, Human Development Report 1997.