(Ελευθεροτυπία, 20 Ιουλίου 1996)


Ο αδιέξοδος «νέος» λόγος της σοσιαλδημοκρατίας

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Στη σημερινή εποχή ολοκληρωτικής καταρρευσης της σοσιαλδημοκρατίας δεν λείπουν οι φωνές σοσιαλδημοκρατών διανοουμενων και πολιτικών, που όχι μονο δεν βλέπουν την κατάρρευση αυτή αλλά και μιλούν για «νέο» σοσιαλδημοκρατικό λόγο[1]. Κοινός παρονομαστής των απόψεων αυτών είναι ότι αυτό που λείπει σήμερα είναι ένας νέος σοσιαλδημοκρατικός λόγος που θα πρόσφερε νέα μέσα για την επίτευξη των σοσιαλδημοκρατικών στόχων: οικολογικά αποδεκτή καπιταλιστική ανάπτυξη, σχετική κοινωνική δικαιοσύνη, εγγύηση του δικαιώματος εργασίας για όλους, κοινωνική πολιτική κ.λπ.[2]. Αντίστοιχα, υποστηρίζεται ότι το πρόβλημα έγκειται σήμερα στη «δραματική απουσία οράματος που διαπιστεύουν και αναπαράγουν οι πολιτικές και γραφειοκρατικές ηγεσίες» της Ευρωπαικής σοσιαλδημοκρατίας.[3] Στη πραγματικότητα όμως, όπως θα προσπαθήσω να υποστηρίξω συνoπτικά, το πρόβλημα της κατάρρευσης της σοσιαλδημοκρατίας δεν ανάγεται ούτε στην έλλειψη νέων μέσων, ούτε στην έλλειψη οραμάτων της Ευρωπαικής σοσιαλδημοκρατίας. Το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο από ο,τι προσποιούνται οι σοσιαλδημοκράτες διανοούμενοι και πολιτικοί και αφορά το γεγονός ότι ούτε τα νέα μέσα, ούτε τα σοσιαλδημοκρατικά οράματα, είναι πια συμβατά με την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, την οποία παίρνουν ως δεδομένη.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ο «νέος» σοσιαλδημοκρατικός λόγος συνίσταται σε ένα τρίπτυχο που υιοθετεί όλο το περιεχόμενο της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, η οποία εκφράζει τις ανάγκες της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που φούντωσε σε όλο τον κόσμο από τη δεκαετία του '80 και μετά. Παρόμοια άλλωστε μέσα υποστηρίζουν και οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι και πολιτικοί, υποτίθεται όμως με διαφορετικούς στόχους. Όμως, όχι μόνο τα προτεινόμενα μέσα βρίσκονται σε κατάφωρη αντίθεση με τους παραδοσιακούς σοσιαλδημοκρατικούς στόχους αλλά και οι ίδιοι οι στόχοι είναι σήμερα εντελώς ουτοπικοί σε βαθμό που αγγίζουν τα όρια της επιστημονικής φαντασίας.

Έτσι, το πρώτο «νέο» μέσο είναι η υιοθέτηση των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων και η αντικατάσταση της άμεσης κρατικής παρέμβασης στον καθορισμό του επιπέδου παραγωγής και απασχόλησης (μέσω του Κευνσιανού ελέγχου της συνολικής ζήτησης) με μια πολιτική έμμεσων κρατικών παρεμβάσεων και ελέγχων που «θα προωθούν την οικονομική ευημερία και την αναδιανομή εισοδηματος». Όμως, στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, οι μόνοι κρατικοί έλεγχοι που είναι εφικτοί είναι αυτοί που είναι συμβατοί με τον ύψιστο στόχο της ανταγωνιστικότητας. Αυτό σημαίνει ότι κανένα κράτος δεν μπορεί να υιοθετήσει ελέγχους που θα επιφέρουν, για παράδειγμα, αναδιανομή εισοδήματος από τη μειονότητα που ελέγχει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις στην υπόλοιπη κοινωνία διότι αυτό, στις σημερινές συνθήκες απόλυτης ελευθερίας στη κίνηση κεφαλαίου, θα λειτουργήσει σαν αντι-κίνητρο στην εισροή ξένου κεφαλαίου και σαν κίνητρο για την «φυγή κεφαλαίου». Και μόνο το γεγονός ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις πρέπει να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους για να επιβιώσουν (τα οποία καταλήγουν στις τσέπες των μετόχων αντί να περιέρχονται στο κοινωνικό σύνολο για επενδύσεις στη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών) επιβάλλει ουσιώδεις περιορισμούς στην πολιτική των ιδιωτικών επιχειρήσεων σε σχέση με τον αριθμό απασχολούμενων, τις συνθήκες εργασίας, τη σχέση με το περιβάλλον κ.λπ. Αυτό δεν σημαίνει ότι η λύση στο πρόβλημα είναι οι κρατικές επιχειρήσεις αλλά ούτε βέβαια οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις. Η λύση θα πρέπει ν’ αναζητηθεί στη δημιουργία νέων μορφών συλλογικής ιδιοκτησίας, οι οποίες, λειτουργώντας έξω από τη λογική και τη δυναμική της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, θα επέτρεπαν τον πραγματικό έλεγχο τους από τους πολίτες σε αντίθεση με τον εικονικό έλεγχο που ασκούν στις δημόσιες επιχειρήσεις. Μόνο δηλαδή όταν οι ίδιοι οι πολίτες θα ήταν σε θέση να ελέγχουν συλλογικά την οικονομική δραστηριότητα, στο πλαίσιο της οικονομικής δημοκρατίας[4], θα ήταν δυνατό να δοθεί πραγματική λύση στα προβλήματα της μαζικής ανεργίας, της έκρηξης της ανισότητας και της καταστροφής του περιβάλλοντος.

Το δεύτερο μέσο που προσφέρει ο «νέος» σοσιαλδημοκρατικός λόγος στοχεύει στη «λύση» του προβλήματος της ανεργίας μέσω της ανάθεσης της δημιουργίας «πραγματικών θέσεων εργασίας» στην αγορά. Παράλληλα, μέσω μιας τακτικής που θυμίζει έντονα τον... Ροίδη, βαφτίζεται σε πραγματική απασχόληση ο εξαναγκασμός των ανέργων στην παροχή κοινοτικών υπηρεσιών (ή τη μετεκπαίδευση τους) σε αντάλλαγμα του επιδόματος ανεργίας. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι τα επιδόματα αυτά ήδη έχουν μικρή σχέση με τις αμοιβές στις «πραγματικές θέσεις εργασίας». Έτσι, με ένα σμπάρο κτυπιώνται ...πολλά τρυγόνια. Αφενός μειώνονται οι στατιστικοί αριθμοί των ανέργων που δημιουργούν σημαντικό πολιτικό κόστος στους σοσιαλφιλελεύθερους πολιτικούς και αφετέρου επιτυγχάνεται η χρησιμοποίηση των ανέργων σαν φθηνό εργατικό δυναμικό για την παροχή υπηρεσιών που εγκαταλείπονται από το κράτος και τη Τοπική Αυτοδιοίκηση. Και όλα αυτά χωρίς αύξηση των δημοσίων ελλειμμάτων!

Το τρίτο μέσο που αναφέρει ο «νέος» σοσιαλδημοκρατικός λόγος είναι το «βελτιωμένο κράτος πρόνοιας για εκείνους που έχουν πραγματικά την ανάγκη του, με παράλληλο περιορισμό του για όσους δεν το χρειάζονται». Η βολική όμως αυτή κατάργηση της καθολικότητας «ξεχνά» το αναμφισβήτητο γεγονός που επισημαίνει ο διακεκριμένος Κευνσιανός οικονομολόγος Galbraith ότι ο βασικός λόγος για τον οποίο η «ικανοποιημένη εκλογική πλειοψηφία» (που αποτελεί όμως κοινωνική μειοψηφία) στράφηκε κατά του κράτους πρόνοιας και προσχώρησε στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση ήταν ακριβώς η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι καρπούνται πολύ λιγότερα οφέλη από τις κοινωνικές παροχές και υπηρεσίες, σε σχέση με τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, ενώ παράλληλα συνεισφέρουν δυσανάλογα στη χρηματοδότηση τους.[5] Θέλει λοιπόν πολύ σκέψη για ν’ αντιληφθεί κανένας ότι η κατάργηση της καθολικότητας θα οδηγήσει ακόμη περισσότερα στρώματα της «ικανοποιημένης εκλογικής πλειοψηφίας» εναντίον του κοινωνικού κράτους και υπέρ της μείωσης των φόρων ώστε να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα τους που τους επιτρέπει την αγορά των αντίστοιχων υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα; Είναι φανερό ότι μια πολιτική σαν την προτεινόμενη όχι μόνο δεν θα οδηγήσει στη βελτίωση των κοινωνικών υπηρεσιών αλλά αντίθετα θα οδηγήσει σε μια αναπότρεπτη δυναμική όπου το κράτος πρόνοιας θ’ αντικατασταθεί από ένα είδος ασφαλιστικού δικτύου για τους άπορους, σαν αυτό που υπάρχει σήμερα στην πιο άνιση βιομηχανική χώρα, τις ΗΠΑ.

Συμπερασματικά, οι Ευρωπαικές σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες δεν πάσχουν από έλλειψη φαντασίας ή οραμάτων. Απλώς στο δεδομένο θεσμικό πλαίσιο δεν έχουν άλλες επιλογές. Και αυτό γιατί τα δύο ανταγωνιστικά μπλοκ της ΕΕ, το Απω-ανατολικό και το Βορειοαμερικανικό, δεν είχαν, ιστορικά, καμμιά ισχυρή σοσιαλδημοκρατική παράδοση και επομένως δεν ανέπτυξαν ποτέ ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος. Αντίθετα η Ευρωπαική σοσιαλδημοκρατία, στη περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, επεβάρυνε σημαντικά το κόστος παραγωγής, άμεσα και έμμεσα, για να χρηματοδοτήσει το κοινωνικό κράτος, με συνέπεια την απώλεια ανταγωνιστικότητας. Έτσι, αντίθετα από τα αβάσιμα που υποστηρίζουν οι σοσιαλδημοκράτες διανοούμενοι («η Ευρωπαική ανταγωνιστικότητα παραμένει από τις υψηλότερες του κόσμου»[6]), η Ευρωπαική ανταγωνιστικότητα έχει πέσει κατά 3,7% από τότε που φούντωσε η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς τη δεκαετία του ‘80 ενώ αυτή των ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 2,2% και αυτή της Ιαπωνίας παρουσίασε μικρή αύξηση 0,5%[7]. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η χώρα που διατηρεί ακόμη την ισχυρότερη «κοινωνική» αγορά στην Ευρώπη, η Γερμανία, πέφτει συνεχώς στη λίστα των ανταγωνιστικών χωρών (από 5η θέση το 1995, σε 10η το 1996) και ότι τις πρώτες τέσσερις θέσεις στη λίστα κατέχουν οι ΗΠΑ και οι χώρες του Απω-ανατολικού μπλόκ που χαρακτηρίζονται από παντελή σχεδόν έλλειψη κοινωνικού κράτους[8].


 

[1] Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, "Ε" (6/7/1996).

[2] Ν. Μουζέλης, Το Βήμα (23/6/1996).

[3] Κ. Βεργόπουλος, Τα Νέα (10/7/1996).

[4] Τ. Φωτόπουλος, «Μια νέα αντίληψη της δημοκρατίας", Δημοκρατία και Φύση (Μαρτιος 1996).

[5] J.K. Galbraith, The culture of contentment (Penguin, 1992).

[6] Κ. Βεργοπουλος, ο.π.

[7] World Economic Forum (1993)

[8] IMD, World Competitiveness Yearbook (1996).