Ελευθεροτυπία (11 Μαίου 1996)


Το κράτος-πρόνοιας και η ...αποτυχία του Θατσερισμού

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

O φετεινός εορτασμός της Πρωτομαγιάς σημαδεύτηκε παντού από τον αγώνα των θυμάτων της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης που σήμερα πληρώνουν τις συνέπειες της απελευθέρωσης των αγορών και της συνακόλουθης μαζικής ανεργίας και αποσύνθεσης του κράτους-πρόνοιας. Ειδικότερα, όσον αφορά το τελευταίο, σε όλη την αναπτυγμένη Δύση ή καταρρέει ή βρίσκεται στα πρόθυρα κατάρρευσης. Είναι μάλιστα ενδεικτικό της κατάρρευσης ότι στη χώρα που γεννήθηκε το μεταπολεμικό κράτος-πρόνοιας, τη Βρετανία, τα δύο κόμματα της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, το Συνηρητικό και το Εργατικό, μόλις διεκήρυξαν και τυπικά το τέλος του[1]. Μία εικόνα της κατάρρευσης έδωσαν προ ημερών και οι ανταποκριτές της εφημερίδας αυτής[2], με μοναδική εξαίρεση τον ανταποκριτή στο Λονδίνο ο οποίος κατέληξε στο ...εμβριθές συμπέρασμα (που τυχαίνει να συμπίπτει με τη γραμμή του «αντικειμενικού» BBC) ότι «ο θατσερισμός δεν πέτυχε τον βασικό αυτό στόχο, τη περιστολή, ακριβώς, του κοινωνικού κράτους»[3]. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στην αβασάνιστη σύγκριση των κοινωνικών δαπανών ως ποσοστού του Βρετανικού ΑΕΠ και των πληρωμών για κοινωνικά επιδόματα καθώς και στην αύξηση των κατά κεφαλή δαπανών για την υγεία που, όπως και η εκπαίδευση, εξακολουθεί να παρέχεται δωρεάν.

Ειναι προφανές κατ’ αρχήν ότι για να συναχθεί ένα βάσιμο συμπέρασμα για τη τύχη του κοινωνικού κράτους στη Βρετανία (ή όπου αλλού) δεν αρκούν ...χοντρικές συγκρίσεις στατιστικών μέσων όρων αλλά απαιτείται ανάλυση σε βάθος των στοιχείων και της σημασίας τους, πράγμα βέβαια που ξεπερνά την αναγκαστική προχειρότητα της δημοσιογραφικής έρευνας. Επειδή όμως παρόμοιες αβασάνιστες έρευνες εύκολα μπορούν να δημιουργήσουν εσφαλμένες εντυπώσεις και σύγχυση στα θύματα της νεοφιλεύθερης συναίνεσης, σε μια εποχή μάλιστα όπου η «υπερ-πληροφόρηση» των ΜΜΕ (βλ. παρα-πληροφόρηση) καταφεύγει συχνά στα στατιστικά στοιχεία, θα ήταν χρησιμό να εξετάσουμε αναλυτικότερα τα στατιστικά δεδομένα.

Αν λοιπόν εξετάσουμε τη διάρθρωση των κοινωνικών δαπανών ως ποσοστό του Βρετανικού ΑΕΠ μεταξύ 1978/79, όταν ανέβηκε ο Θατσερισμός, και 1994/95, το ποσοστό των κοινωνικών επιδομάτων που είναι συνδεδεμένα με το εισόδημα πράγματι ανέβηκε από 2,5% σε 6%, δηλαδή υπερδιπλασιάστηκε, ενώ οι δαπάνες για τη συντήρηση των ανέργων οικογενειών τριπλασιάστηκαν σε πραγματικούς όρους την ίδια περίοδο.[4] Όμως, αυτό δεν οφείλεται βασικά σε δημογραφικούς λόγους, ούτε σημαίνει αύξηση των επιδομάτων που παίρνουν οι άνεργοι, οι φτωχοί κ.λπ. Αυτό που συμβαίνει είναι, πρώτον, ότι ενώ τη δεκαετία του ‘70 το Κράτος πλήρωνε επιδόματα ανεργίας σε μισό περίπου εκατομμύριο Βρετανούς τη παρούσα δεκαετία έφθασε να πληρώνει επιδόματα σε 2,5 με 3 εκατομμύρια ανέργους. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι οι Θατσερικές κυβερνήσεις ―σε άλλη μια προσπάθεια μανιπουλαρίσματος των στατιστικών στοιχείων― έχουν κάνει μέχρι σήμερα 30 αλλαγές στον ορισμό της ανεργίας![5] Δεύτερον, σαν αποτέλεσμα της συνακόλουθης έκρηξης της φτώχειας, η οποία ενώ δεν ξεπερνούσε το 9% του πληθυσμού το 1979 σήμερα φθάνει το 21%-25%[6], το κράτος σήμερα πληρώνει κοινωνικά επιδόματα σε 1,5 εκ. οικογένειες έναντι πληρωμών σε περίπου μισό εκ. οικογένειες το 1979[7].

Η τεράστια αυτή αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας από μόνη της θα σήμαινε ανάλογη αύξηση στις συνολικές κοινωνικές δαπάνες. Στη πραγματικότητα όμως οι κοινωνικές δαπάνες δεν αυξήθηκαν ανάλογα γιατί παράλληλα ο Θατσερισμός επιδόθηκε σε μια εκστρατεία άγριας περιστολής των κοινωνικών επιδομάτων. Έτσι, όχι μόνο περιορίστηκε αυστηρά ο αριθμός των δικαιούμενων κοινωνικών επιδομάτων (πολλοί από τους νέους άστεγους που πλημμυρίζουν τους δρόμους στις Βρετανικές πόλεις ―οι οποίοι σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα πεθαίνουν στα 47 τους[8]― είναι θύματα αυτού του περιορισμού) αλλά και τα ίδια τα επιδόματα που συνδέονται με την ανεργία και τη φτώχεια περικόπηκαν βάναυσα. Χαρακτηριστικά, μέσα στη δεκαετία του ‘80 έγιναν 38 σημαντικές αλλαγές στα επιδόματα ανεργίας, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων αφορούσε μειώσεις στο επίπεδο ή στον αριθμό των δικαιούμενων[9]. Έτσι, μέσα σε 15 χρόνια τα επιδόματα αυτά έπεσαν, σε πραγματικούς όρους, πάνω από 25%[10]. Το αποτέλεσμα είναι ότι σύμφωνα με σχετική έρευνα το βασικό κοινωνικό επίδομα που πληρώνεται στο 1,5 εκ. φτωχών οικογενειών δεν είναι αρκετό για να εξασφαλίσει ούτε τη διατροφή που έδιναν στα φτωχά παιδιά το 1876, τη Βικτωριανή εποχή![11]

Η αύξηση λοιπόν των δαπανών για κοινωνικά επιδόματα δεν οφείλεται στην ...αποτυχία του Θατσερισμού να περικόψει το κοινωνικό κράτος αλλά στη τεράστια αύξηση των δικαιούμενων για επιδόματα, σαν αποτέλεσμα της Θατσερικής πολιτικής. Τα ίδια τα επιδόματα και το κοινωνικό κράτος έχουν όχι απλώς περικοπεί αλλά πετσοκοφτεί. Ανάλογα ισχύουν και για τις κρατικές συντάξεις όπου σημειώνεται μείωση των δαπανών σε σχέση με το ΑΕΠ μεταξύ 1978/9 και 1994/95 (από 4,7% σε 4,5%) παρά τη δημογραφική αύξηση του ηλικιωμένου τμήματος του πληθυσμού. Έτσι, οι Θατσερικές κυβερνήσεις αποκόπτοντας τη σύνδεση μεταξύ συντάξεων και εισοδημάτων κατάφεραν να μειώσουν τη βασική κρατική σύνταξη από 32% των μέσων καθαρών εισδημάτων το 1982 σε 22% σήμερα[12] ενώ κυβερνητικά στελέχη προβλέπουν να την έχουν σχεδόν εκμηδενίσει στο 7% των εισοδημάτων μέχρι το 2020.

Τέλος, όσον αφορά την υγεία και την παιδεία, η νεοφιλελεύθερη πολιτική στοχεύει στη σταδιακή ιδιωτικοποίηση τους μέσω της σταθερής υποβάθμισης των υπηρεσιών που επιφέρουν οι συνεχείς περικοπές. Έτσι, στη μεν παιδεία οι συνολικές δαπάνες έχουν μείνει στάσιμες στη περίοδο του Θατσερισμού παρά την έκρηξη του φοιτητικού πληθυσμού. Αυτό επετεύχθη, μεταξύ άλλων, με συνεχείς περικοπές των δαπανών για φοιτητικά επιδόματα που στοχεύουν ν’ αντικαταστήσουν το σύστημα των επιδομάτων με δάνεια. Αποτέλεσμα της κατάστασης φτώχειας που δημιούργησε η περικοπή των φοιτητικών επιδομάτων είναι μια δραματική αύξηση του αριθμού των φοιτητών που διακόπτουν λόγω φτώχειας τις οπουδές τους[13]. Στην δε υγεία, η μικρή αύξηση των δαπανών σε πραγματικούς όρους δεν επαρκεί βέβαια να καλύψει τις πολυδάπανες εξελίξεις στην ιατρική έρευνα και τεχνολογία[14]. Έτσι εξηγείται το «παράδοξο» οι πραγματικές κατά κεφαλή δαπάνες ν’ αυξάνουν ενώ οι υπηρεσίες χειροτερεύουν συνεχώς, σπρώχνοντας όλο και μεγαλύτερα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων στην ιδιωτική ιατρική ασφάλιση. Για παράδειγμα, η κρατική οδοντιατρική περίθαλψη έχει ουσιαστικά εξαλειφθεί, η συμμετοχή του ασθενούς στα φάρμακα (αν δεν ανήκει σε μερικές ειδικές κατηγορίες) αυξήθηκε κάπου 27 φορές από τότε που ανέβηκαν οι Θατσερικοί, ενώ τα τελευταία 5 χρόνια κλείστηκαν πάνω από 300 νοσοκομεία[15].

Συμπερασματικά, ο λόγος για τον οποίο το Θατσερικό μοντέλο κοινωνικής πρόνοιας δεν οδεύει στη χρεωκοπία, όπως αντίθετα συμβαίνει με το Γερμανικό και το Γαλλικό μοντέλο κατά τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ, είναι ότι το Θατσερικό μοντέλο φρόντισε με την άγρια περιστολή των παροχών να εξασφαλίσει το μέλλον του, ενώ το Γαλλο-Γερμανικό μοντέλο αδυνατεί να καλύψει, με το σημερινό επίπεδο παροχών, την έκρηξη της ανεργίας και της φτώχειας που φέρνει η σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Στη πραγματικότητα, λοιπόν, όχι μόνο ο Θατσερισμός δεν απέτυχε να περιστείλει το κράτος πρόνοιας αλλά αντίθετα πέτυχε απόλυτα να το «προσαρμόσει» στις σημερινές συνθήκες του «άγριου καπιταλισμού». Όπως παρατηρεί ο καθηγητής της Οξφόρδης John Gray η Θατσερ σκότωσε το κράτος πρόνοιας του οποίου ο στόχος δεν ήταν απλώς να εξασφαλίσει την επιβίωση των απόρων, όπως υποστηρίζουν σήμερα οι σοσιαλφιλελεύθεροι «αριστεροί» στην Βρετανία, την Ελλάδα, την Ιταλία κ.λπ. ―πράγμα που θεσμοθετεί τη φτώχεια― αλλά να οδηγήσει, μέσω της καθολικότητας του, στην ενίσχυση της κοινωνικής ενότητας.[16]


 

[1] The Guardian (8/5/1996).

[2] “Ε” (2/5/1996).

[3] Μπ. Μεταξάς, «Παρά το Θατσερισμό αντέχει το Βρετανικό μοντέλο», “Ε” (2/5/1996).

[4] The Guardian (27/9/1995).

[5] Will Hutton, The State we're in (Jonathan Cape, 1995), σελ. 35.

[6] Tony Atkinson, Incomes and the Welfare State (Cambridge Univ. Press, 1996) & Child Poverty Action Group, Poverty: the facts, 1996

[7] Anthony Bevins, The Observer (2/1/1994).

[8] Michael Simmons, The Guardian (26/1/1995).

[9] Tony Atkinson, The Guardian (12/3/1996).

[10] Will Hutton, σελ. 92.

[11] Food Commission/NCHC ― The Guardian (1/2/1994).

[12] Tony Atkinson, ό.π.

[13] Ruth Fisher, The Observer (21/8/1994).

[14] Τάκης Φωτόπουλος, Η νεοφιλελεύθερη συναίνεση (Γόρδιος, 1993), κεφ. 5.

[15] The Guardian (1/5/1995).

[16] The Guardian (18/7/1994).