Ελευθεροτυπία (3 Φεβρουαρίου 1996)


Ο δικός μας σοσιαλφιλελεύθερος εκσυγχρονισμός

 ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Με ανυπόκριτο ενθουσιασμό έγινε δεκτή η νέα κυβέρνηση από το Ευρωπαικό και ντόπιο κατεστημένο, όπως εκδηλώθηκε από τους βιομήχανους και το Χρηματιστήριο μέχρι τους σοσιαλφιλελεύθερους του Συνασπισμού[1] και τους ιδεολογικούς κομισάριους (κατά την έκφραση του Τσόμσκυ) στην «προοδευτική» διανόηση και τον Τύπο. Σε ένα όργιο προσωποποίησης της πολιτικής και χαρακτηρολογίας, η επίλυση των προβλημάτων της χώρας προσδοκάται τώρα με βάση τη «σοβαρότητα» του πρωθυπουργού και το νέο «ύφος και ήθος» που εισάγει η κυβέρνηση. Ακόμη και για την κρίση αξιοπιστίας του πολιτικού κόσμου (που δεν είναι βέβαια μόνο ελληνικό φαινόμενο) η ευθύνη αποδίδεται στο απελθόν σχήμα εξουσίας και όχι στο ίδιο το σημερινό θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που εχει ελαχιστοποίησει τα περιθώρια άσκησης μιας διαφορετικής κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής από αυτή που επιβάλλουν οι αχαλίνωτες πια αγορές και οι ανάλογες θεσμοθετήσεις (Μάαστριχτ, GATT κ.λπ.).

Όμως όπως έδειξε η νέα κυβέρνηση με τις Προγραμματικές δηλώσεις της, η πολιτική που θ’ ακολουθήσει είναι απόλυτα συνεπής με αυτό που χαρακτήρισα παλιότερα από τις στήλες αυτές (με την αφορμή συνεδρίου στο Λονδίνο όπου ουσιαστικά εκφράσθηκε και διαμορφώθηκε το ιδεολογικό πρόσωπο της «Νέας» Εποχής) «σοσιαλφιλελεύθερο εκσυγχρονισμό»[2]. Ο εκσυγχρονισμός αυτός, στο οικονομικό επίπεδο, αποβλέπει στην συμπλήρωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης της οικονομίας, δηλαδή της άρσης των περιορισμών της αγοράς που είχαν επιβληθεί κατά τη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης, τη περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης που έληξε στα μέσα της δεκαετίας του ‘70. Αυτό σημαίνει ότι η οικονομική ανάπτυξη και σε τελική ανάλυση η γενικότερη κοινωνική ανάπτυξη πρέπει να αφεθεί στις δυνάμεις της αγοράς και ότι οι κοινωνικοί περιορισμοί πάνω στη λειτουργία της πρέπει να ελαχιστοποιηθούν, αν όχι μηδενισθούν. Στο πλαίσιο του «εκσυγχρονισμού» αυτού, αναφέρω ενδεικτικά:

η οικονομική ανάπτυξη ανατίθεται στις δυνάμεις της αγοράς και το ιδιωτικό κεφάλαιο που αναλαμβάνει και τις δημόσιες επιχειρήσεις που ξεπουλά το κράτος. Η αναπτυξιακή αυτή στρατηγική βασίζεται στην αντίληψη ότι «η αριστοποίηση της κατανομής των πόρων και η μεγιστοποίηση της ευμέριας της κοινωνίας επιτυγχάνεται μέσω της ελεύθερης αγοράς και της ιδιωτικής επιχείρησης, με την μεγιστοποίηση δηλαδή του ιδιωτικού κέρδους»[3]. Πρόκειται για μια αντίληψη που, όπως τόνιζε η συγγραφέας των παραπάνω, βασίζεται σε «ανιστόρητες αλλά σκόπιμες υποθέσεις και παραδοχές»[4]. Η συγγραφέας αυτή (που σήμερα ανέλαβε αδίστακτα να εφαρμόσει την στρατηγική αυτή και να στηρίξει την ανάπτυξη της χώρας στις πολυεθνικές, που μερικά χρόνια πριν κατακεραύνωνε σε εμπεριστατώμενη μελέτη της) είναι η νέα υπερυπουργός ανάπτυξης. Φυσικά, στα λίγα χρόνια που πέρασαν από τότε δεν άλλαξε η φύση των πολυεθνικών ούτε η ...Ιστορία, αλλά μάλλον ο «άνεμος» που επιτρέπει την αναρρίχηση στην εξουσία.

εγκαταλείπεται η κρατική δέσμευση για την εξασφάλιση πλήρους απασχόλησης μέσω της επέμβασης στον καθορισμό της ενεργού ζήτησης. Ο πρωταρχικός στόχος της οικονομικής πολιτικής γίνεται η μείωση του πληθωρισμού που βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από τις συνέπειες στην ανεργία. Έτσι, το πρόβλημα της απασχόλησης αφήνεται και αυτό να λυθεί βασικά από τις δυνάμεις της αγοράς, ενώ η κυβέρνηση περιορίζεται στη λήψη μέτρων για τη βελτίωση της «ευκαμψίας» της αγοράς εργασίας (προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης, άμεση ή έμμεση ―μέσω της μείωσης φορολογίας― επιχορήγηση των επιχειρήσεων, ενίσχυση της μερικής απασχόλησης κ.λπ.). Η συνθήκη του Μααστριχτ, για παράδειγμα, oρίζει σαφώς ότι o πρωταρχικός στόχoς της οικονομικής πoλιτικής είvαι «η διατήρηση της σταθερότητας τωv τιμώv (...) σύμφωvα με τηv αρχές της oικονομίας της αγoράς και τoυ ελεύθερoυ αvταγωvισμoύ» (άρθρο 3Α). Οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης στο θέμα του πληθωρισμού και της ανεργίας είναι πιστή αναπαραγωγή των παραπάνω θέσεων. Θέσεων, που ήδη έχουν οδηγήσει στην ανεργία το 10% του εργατικού δυναμικού στην ΕΕ, ενώ στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, η ανεργία ήδη έφθασε το 10%, από ένα μέσο όρο 7% τη δεκαετία του ‘80. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι για να επιτύχουμε την ονομαστική  σύγκλιση με την ΕΕ, βασικό στόχο της «Νέας» Εποχής, συμφωνα με το National Institute of Economic and Social Research της Βρετανίας θα πρέπει μέχρι το 1999 να προστεθούν άλλοι 300.000 στον κατάλογο των σημερινών 400.000 περίπου ανέργων.[5]

το «κράτος ευημερίας» της σοσιαλδημοκρατίας αντικαθίσταται με τον «ιστό ασφαλείας» του σοσιαλφιλελευθερισμού. Ο στόχος είναι η δραστική μείωση του «κοινωνικού μισθού» και η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, έτσι ώστε ν’ αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα του ιδιωτικού τομέα και να «εξυγιανθούν» τα δημόσια οικονομικά. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι κοινωνικές δαπάνες (κοινωνική ασφάλιση, παιδεία, υγεία κ.λπ.) πετσοκόβονται παντού, οι μεσαίες τάξεις ωθούνται ν’ αναθέσουν την κάλυψη των σχετικών αναγκών τους στον ιδιωτικό τομέα και το κράτος περιορίζεται στη εξασφάλιση ενός ελάχιστου ορίου επιβίωσης για τους άπορους. Το περίφημο κοινωνικό κράτος της «Νέας» Εποχής εξαντλείται στη δημιουργία αυτού του δικτύου ασφαλείας. Τη στιγμή δηλαδή ακριβώς που η οικογένεια, η οποία μέχρι τώρα έπαιζε τον ρόλο «κράτους-πρόνοιας» στην Ελλάδα, βρίσκεται σε οικονομική αδυναμία να συνεχίσει να παίζει αποτελεσματικά τον ρόλο της και τη στιγμή που η φτώχεια και η ανεργία φουντώνουν στη χώρα μας, ο Πρωθυπουργός «με το κοινωνικό πρόσωπο» παπαγαλίζει την νεοφιλελεύθερη επιχειρηματολογία για την «κουλτούρα εξάρτησης» από το κράτος και την ανάγκη ν’ αποφευχθεί η μετατροπή των δικαιούχων σε μόνιμους «πελάτες» του κράτους! Και αυτό, τη στιγμή που οι δαπάνες του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα (επιδόματα ανεργίας, αναπηρικά, οικογενειακά κ.λπ.) στο σύνολο των δαπανών της κεντρικής κυβέρνησης μειώθηκαν στο μισό σε σχέση με το 1980 (από 31% το 1980 σε 15% το 1993) και σήμερα είναι χαμηλότερες από όλες τις χώρες της ΕΕ, όπου ο μέσος όρος είναι περίπου 43%[6] και όταν πολύ πρόσφατες μελέτες, χρησιμοποιώντας διάφορα κριτήρια, ταξινομούν τη χώρα μας σταθερά τελευταία όσον αφορά τις κοινωνικές δαπάνες[7]. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση μιλά για την πρωταρχική σημασία της Παιδείας, τον εκσυγχρονισμό του ΕΣΥ κ.λπ., ενώ συχρόνως πρωταρχικός στόχος της παραμένει το πρόγραμμα σύγκλισης. Όμως, ακόμα και με τις σημερινές δαπάνες για την Παιδεία και την Υγεία (που αποτελούν το χαμηλότερο ποσοστό στο ΑΕΠ της ΕΕ), το δημοσιονομικό έλλειμμα  σαν ποσοστό του ΑΕΠ ήδη αποκλίνει από το πρόγραμμα σύγκλισης και αναμένεται ακόμη μεγαλύτερη απόκλιση το 1996[8]. Όταν λοιπόν οι Ευρωπαικές χώρες που δαπανούν πολλαπλάσια ποσά για την παιδεία τους, αντιμετωπίζουν σήμερα συνεχή χειροτέρευση των εκπαιδευτικών συνθηκών (και αντίστοιχες αντιδράσεις από τους φοιτητές) για να ικανοποιήσουν τα κριτήρια σύγκλισης του Μααστριχτ,[9] το Ελληνικό δαιμόνιο της «Νέας» Εποχής υπόσχεται, για άλλη μια φορά, να τετραγωνίσει τον κύκλο.

Συμπερασματικά, στο θεσμικό πλαίσιο που κινείται η νέα κυβέρνηση είναι σίγουρο ότι δεν θα είναι κυβέρνηση των άνεργων, των χαμηλόμισθων, των συνταξιούχων, αυτών που δεν μπορούν να πηγαινοέρχονται στα νοσοκομεία του εξωτερικού και να στέλνουν τα παιδιά τους στα καλά ιδιωτικά σχολεία. Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει τους βολεμένους να την χαρακτηρίζουν «κυβέρνηση όλων των Ελλήνων»...

 


 

[1] Βλ. δηλώσεις Παπαγιαννάκη, The Guardian (23/1/1996).

[2] "Ε" (3/12/1994); βλ. αναλυτικότερα Τάκη Φωτόπουλου, Η Νεοφιλελεύθερη συναίνεση (Γορδιος, 1993). 

[3] Βάσω Παπανδρέου, Πολυεθνικές Επιχειρήσεις και αναπτυσσόμενες χώρες: η περίπωση της Ελλάδας (Gutenberg, 1981), σελ. 284.

[4] Στο ίδιο, σελ. 285.

[5] Το Βήμα (21/1/1996).

[6] World Bank, World Development Report 1995, Πιν 10.

[7] βλ. H. Fawcett & T. Papadopoulos, Income packaging and the Welfare State: comparing the support for the unemployed in the EU (Univ. of York, 1995), & OECD, Social assistance schemes in the OECD countries: a comparison of arrangements in 24 countries, 1996.

[8] Οικονομικός (25/1/1996).

[9] Harriett Swain, The Guardian (24/1/1996).