Ελευθεροτυπία (17 Φεβρουαρίου 1996)


Το Αιγαίο και η Pax Americana

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η κρίση στο Αιγαίο έδωσε άλλη μια φορά την αφορμή για να εκδηλωθεί η διαμάχη που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας μεταξύ «Ευρωφρόνων» και «Ελληνοφρόνων». Έτσι, οι μεν Ευρώφρονες σοσιαλφιλελεύθεροι «εκσυγχρονιστές», από τον Πρωθυπουργό μέχρι τους συμπορευόμενους διανοούμενους[1], απέδωσαν την άμεση ή έμμεση υποστήριξη της Τουρκικής ελίτ από τη Δύση στην «απομόνωση» μας λόγω της άκαμπτης θέσης μας στο Μακεδονικό ζήτημα, ενώ οι Τουρκοφάγοι Ελληνόφρονες την απέδωσαν στην έλλειψη αξιοπιστίας μας λόγω της συνεχούς ενδοτικότητας μας[2]. Στη πραγματικότητα, όμως, όσο άσχετες με τη Νέα Διεθνή Τάξη είναι οι απόψεις των Ευρωφρόνων, άλλο τόσο ουτοπικές είναι αυτές των Ελληνοφρόνων. Διότι, όπως θα προσπαθήσω να δείξω, η εντεινόμενη κρίση στο Αιγαίο ελάχιστη έχει σχέση με την ενδοτικότητα ή την μη ενδοτικότητα της δικής μας ελίτ, όπως υποστηρίζουν αντίστοιχα οι Ελληνόφρονες και οι Ευρώφρονες. Και η  σωστή  ανάλυση των αιτίων της κρίσης είναι το σημαντικότερο βήμα στην αντιμετώπιση της.

Οι «εκσυγχρονιστικές» ελίτ που σήμερα βρίσκονται στην εξουσία τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία βρίσκονται στον ίδιο περίπου βαθμό οικονομικής, στρατιωτικής και πολιτικής εξάρτησης από τη Δύση. Εάν, επομένως, η μια από τις δυο ελίτ παίζει σήμερα ρόλο περιφερειακής υπερδύναμης αυτό δεν καθορίζεται από τις επιθυμίες της (οι ελίτ και των δυο χωρών θα ποθούσαν παρόμοιο ρόλο) αλλά από τα στρατηγικά σχέδια των κυρίαρχων δυνάμεων. Σήμερα η Τούρκικη ελίτ πράγματι παίζει ρόλο «ιμπεριαλιστικής» περιφερειακής υπερδύναμης. Και ο ρόλος αυτός της ανετέθη από τη Δύση και κυρίως από τις ΗΠΑ.

Έτσι, η Τουρκία ήδη από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου είχε προαλειφθεί από την Δύση σαν «περιφερειακή υπερδύναμη (…) η σταθερότητα στη Μ. Ανατολή θεωρείται αδιανόητη χωρίς τη Τούρκικη συμμετοχή στα περιφερειακά σχέδια ασφαλείας.»[3] Η επιλογή αυτή έγινε με βάση κριτήρια όπως η γεωγραφική θέση, ο όγκος της χώρας, καθώς και η πολιτιστική της συγγένεια με τα Ισλαμικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής και του Κόλπου που την έκανε ιδανικό τοποτηρητή της pax Americana στην περιοχή. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν η καταστροφή της Ιρακινής πολεμικής μηχανής στον πόλεμο του Κόλπου δεν εξασφάλιζε, από μόνη της, μια μακροπρόθεσμη pax Americana που θα εγγυάτο την ασφάλεια των καθεστώτων του Κόλπου και την ροή του πετρελαίου σε τιμές ελεγχόμενες από τη Δύση. Η μονιμοποίηση της Αμερικάνικης στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή που εξασφάλισε ο πόλεμος δεν ήταν αρκετή για την «διπλή ανάσχεση» Ιράκ και Ιράν, εάν τα διεφθαρμένα καθεστώτα του Κόλπου στον Νότο δεν είχαν και την υποστήριξη της Τουρκίας στον Βορρά. Η pax Americana στην περιοχή συμπληρώνεται σήμερα με την «ειρήνη» σε βάρος των Παλαιστινίων που οδηγεί σε ένα ελεγχόμενο προτεκτοράτο από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, ενώ παράλληλες προσπάθειες γίνονται για την ολοκλήρωση της με τον διακανονισμό των διαφορών Συρίας και Ισραήλ.

Σχετικός με τα παραπάνω είναι και ο ρόλος υπο-ιμπεριαλιστικής δύναμης που ανατίθεται στην Τουρκία σε σχέση με τα μόλις ανεξαρτοποιηθέντα κράτη της μουσουλμανικής κεντρικής Ασίας, ενώ δεν έχει εγκαταλειφθεί η ανασχετική αποστολή της σε σχέση με τη Ρωσία, σε περίπτωση ανάπτυξης ενός ανεξέλεγκτου από τη Δύση Ρωσικού εθνικισμού. Η αμέριστη επομένως δυτική βοήθεια προς την Τουρκία και ο εντεινόμενος υπερεξοπλισμός της (η Τουρκία ήταν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων στο κόσμο το 1994)[4] έχουν ήδη δημιουργήσει μια τεραστία στρατιωτική μηχανή που μπορεί άνετα να παίζει υπο-ιμπεριαλιστικό ρόλο στη περιοχή. Στον ρολό αυτό, η Τούρκικη ελίτ βοηθιέται σημαντικά από τον έλεγχο που ασκεί (λόγω της θέσης της αλλά και ενός πελώριου επενδυτικού προγράμματος σε υδατοφράγματα) πάνω στις πηγές των πιο σημαντικών ποταμών της Μ. Ανατολής (Τίγρης και Ευφράτης) και επομένως στις υδατικές ροές της περιοχής.

Η θεμελιακή όμως προϋπόθεση πάνω στην οποία στηρίζεται ο σημερινός ρόλος της Τουρκίας είναι ότι η παρούσα «εκσυγχρονιστική» ελίτ θα εξακολουθήσει να βρίσκεται στην εξουσία, ώστε να μπορεί η χώρα να παίζει τον ρόλο του εξαρτημένου υπο-ιμπεριαλισμού. Αυτό που κυριολεκτικά τρέμει η Δύση είναι η τυχόν κατάκτηση της εξουσίας από κάποιο αυτόνομο φονταμενταλιστικό κίνημα που θα επαναλάμβανε το φιάσκο του Σάχη. Δηλαδή την απώλεια για τα στρατηγικά σχέδια της περιοχής μιας τεράστιας στρατιωτικής μηχανής, η οποία στη περίπτωση του Ιράν χρειάστηκε μακρόχρονος πόλεμος με το πιστό τότε στη Δύση Ιράκ του Σαντάμ  για να εξουδετερωθεί. Ο κίνδυνος αυτός είναι απόλυτα ορατός σήμερα, όταν με τις εκλογές του Δεκέμβρη οι φονταμενταλιστές τετραπλασίασαν τη βουλευτική τους δύναμη.

Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό πρέπει να δούμε την κρίση στο Αιγαίο. Είναι πια φανερό ότι η κρίση αυτή ήταν προσχεδιασμένη. Η Τουρκική εκσυγχρονιστική ελίτ δεν θα τολμούσε ποτέ να διευρύνει το θέμα του Αιγαίου, από θέμα υφαλοκρηπίδας και εναέριου χώρου σε θέμα ακόμη και εδαφικών διεκδικήσεων, αν δεν είχε το πράσινο φως των ΗΠΑ, ή έστω την πεποίθηση για την ανοχή τους. Όπως αντίστοιχα η εισβολή στην Κύπρο δεν θα πραγματοποιούταν ποτέ εάν η τότε Τούρκικη ηγεσία δεν είχε την ανοικτή υποστήριξη της Αμερικάνικης ηγεσίας, όπως είχε εκφραστεί επανειλημμένα από τον Κισινγκερ, υπέρ μιας διχοτομικής λύσης. Το γεγονός ότι ήδη από τις αρχές Γενάρη ο Κλιντον μιλούσε για πιθανή σύγκρουση Ελλάδας και Τουρκίας είναι ενδεικτικό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ επιδιώκουν ένα Ελληνο-Τουρκικό πόλεμο. Όχι γιατί δεν θα μπορούσαν εύκολα να τον ελέγξουν, αλλά γιατί η περιοχή θ’ αποσταθεροποιείτο σημαντικά περισσότερο από ότι σήμερα, ενώ ο στόχος της pax americana είναι ακριβώς η σταθεροποίηση της περιοχής σύμφωνα με τους στόχους της Δύσης.

Εκείνο λοιπόν που πραγματικά επιδιώκεται με την κρίση στο Αιγαίο είναι η εξασφάλιση της εκσυγχρονιστικής ελίτ στη Τουρκική ηγεσία. Όμως ο μόνος τρόπος για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι η «υπερφαλάγγιση» των φονταμενταλιστών στον εθνικιστικό τομέα. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν η κύρια αιτία της ανόδου του φονταμενταλιστικού κινήματος στην Τουρκία (όπως και στον υπόλοιπο Αραβικό κόσμο) είναι η διόγκωση της φτώχειας, της ανισότητας, της μαζικής ανεργίας (η ανεργία αυξήθηκε στη Τουρκία από 8% το 1992 σε 12% το 1995[5]), σαν συνέπεια των εξοντωτικών νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων «λιτότητας» που εφαρμόζει η εκσυγχρονιστική ελίτ, τα οποία ήδη οδήγησαν σε σοβαρές λαϊκές εξεγέρσεις στους δρόμους της Αγκύρας και της Κωνσταντινούπολης τον περασμένο Μάρτη. Ο μόνος, επομένως, σχετικά εύκολος δρόμος για την εξασφάλιση της παραμονής της Τουρκικής εκσυγχρονιστικής ελίτ στην εξουσία περνά αναγκαστικά μέσα από την αναπτέρωση του εθνικισμού και τον συνακόλουθο εξαναγκασμό της ελληνικής εκσυγχρονιστικής ελίτ σε υποχωρήσεις στο Αιγαίο.

Τέλος, όσον αφορά τα φληναφήματα των Ευρωφρόνων για την υπέρβαση της κρίσης μέσω της διπλωματικής οδού, ή τα αντίστοιχα των Ελληνοφρόνων για τη μετατροπή μας σε... Ισραήλ, θα έπρεπε να σημειωθούν τα εξής. Πρώτον, ότι η διπλωματική οδός έχει πιθανότητες επιτυχίας μόνο όταν τα συμφέροντα των κυριάρχων δυνάμεων, ή μερικών από αυτές, συμπίπτουν με αυτά των εξαρτημένων. Σχετικά, δεν θα έπρεπε να λησμονείται ότι η διπλωματία της άρχουσας ελίτ μας είχε δώσει παλιότερα τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου που αποτελέσαν το υπόβαθρο για τον μετέπειτα διαμελισμό της Κύπρου. Δεύτερον, ότι η μετατροπή μας σε Ισραήλ είναι αδύνατη, όχι μόνο διότι η χώρα δεν διαθέτει ένα παγκόσμιο λόμπι παρόμοιας οικονομικής και πολιτικής ισχύος (αλλά και φανατισμού) όπως το Ισραηλινό, αλλά ―το κυριότερο― διότι στο πλαίσιο της pax Americana τον ρόλο του Ισραήλ, του εξαρτημένου δηλαδή υπο-ιμπεριαλισμού που ενισχύεται με κάθε τρόπο από τη Δύση, καλείται να παίξει η Τουρκία και όχι η Ελλάδα!

 


 

[1] Βλ. π.χ. Ν. Μουζέλης, Το Βήμα (11/2/96).

[2] Βλ. π.χ. H. Λαζαρίδης, Οικονομικός (8/2/96).

[3] Βλ. το αποκαλυπτικό άρθρο του Jonathan Eyal, διευθυντού του  Royal United Services Institute του Λονδίνου, The Guardian (19/10/1991).

[4] The Guardian (23/12/1995).

[5] Οικονομικός (21/12/1995).