(Ελευθεροτυπία, 9 Νοεμβρίου 1996)


Ποιόν οφελεί η «εκσυγχρονιστική» πολιτική;

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η οικονομική πολιτική που σχεδιάζει η εκσυγχρονιστική κυβέρνηση, με βάση το πρόγραμμα «σύγκλισης», αποβλέπει βασικά στην συρρίκνωση του δημοσίου τομέα και την «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας με το πάγωμα των προσλήψεων, την δραστική μείωση των δημοσίων δαπανων, τις ιδιωτικοποιήσεις, τα νέα ωράρια κ.λπ. Όπως όμως προσπάθησα να δείξω στο προηγούμενο σημείωμα[1], ο ιδιωτικός τομέας είναι ακόμη περισσότερο προβληματικός στην Ελλάδα από τον δημόσιο, πράγμα που απετέλεσε και την βασική αιτία της ιστορικής υπερτροφίας του δεύτερου. Η σημαντική, άλλωστε, εξόγκωση του δημόσιου τομέα την προηγούμενη δεκαετία ήταν ακριβώς συνέπεια της αποτυχίας του ιδιωτικού να δημιουργήσει μια ανταγωνιστική παραγωγική βαση και ν’ απορροφήσει το πλεονάζον εργατικό δυναμικό. Έτσι, η επέκταση του δημόσιου τομέα χρησιμοποιήθηκε αφενός σαν ασφαλιστική δικλείδα για τη συγκράτηση της ανεργίας και αφετέρου σαν μέσο διατήρησης και επέκτασης της κατανάλωσης[2]. Δεδομένης όμως της απροθυμίας της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να πάρει μέτρα για μια ριζική αναδιανομή του εισοδήματος, δηλαδή να συγκρουστεί με την οικονομική ελίτ, η οποία με κατάλληλη φορολογία και άλλα μέτρα θα μπορούσε να κληθεί να πληρώσει την επέκταση των δημοσίων δαπανών, η εύκολη λύση που προτιμήθηκε ήταν ο δανεισμός, τόσο ο εσωτερικός όσο και, ο ακόμη πιο επικίνδυνος, εξωτερικός δανεισμός.

Η συνέπεια της πολιτικής αυτής, σε συνδυασμό με τη διόγκωση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο, σαν αποτέλεσμα της ένταξης μας στην ΕΟΚ, ήταν η έκρηξη του εξωτερικού χρέους την οποια καλείται να πληρώσει όχι βέβαια η οικονομική ελίτ που κατ’ εξοχήν οφελήθηκε από αυτήν, αλλά βασικά οι μισθωτοί, οι μόνοι δηλαδή πραγματικά φορολογούμενοι. Έτσι, το συνολικό εξωτερικό χρέος διπλασιάστηκε μεταξύ 1979 και 1983 (από 5 σε 10,5 δις. δολ.) ξαναδιπλασιάστηκε μεταξύ 1983 και 1989[3] και ...ξαναδιπλασιάστηκε από τότε, φθάνοντας στο 1995 το ύψος των 37,6 δισ. δολ.[4], ένα από τα υψηλότερα κατά κεφαλή χρέη στον κόσμο. Το αποτέλεσμα της έκρηξης αυτής του εξωτερικού χρέους είναι ότι το ποσοστό των εισπράξεων από τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών που αφιερώνεται για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους (πληρωμή τοκοχρεωλύσιων) υπερ-διπλασιάστηκε μεταξύ 1980 και 1985[5] και ξαναδιπλασιάστηκε τη τελευταία δεκαετία, φθάνοντας πέρυσι το 41,4%[6]. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα, που υποτίθεται ότι χάρις στη πολιτική των εκσυγχρονιστών θα κατακτήσει θέση ισοτιμίας στην Ευρώπη, υφίσταται σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα βάρη στον κόσμο για την πληρωμή του εξωτερικού χρέους της. Οι μόνοι που μας ξεπερνούν στη παγκόσμια λίστα είναι ...το Μπουρούντι, η Ουγκάντα, το Κογκό, η Αλγερία και η Ουγγαρία![7]

Η στρατηγική της σύγκλισης που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση αποβλέπει μεν στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, του δημόσιου χρέους και του πληθωρισμού αλλά τα μέσα που χρησιμοποιούνται (δραστική μείωση των δημοσίων δαπανών, ιδιωτικοποιήσεις, σκληρή δραχμή κ.λπ.) απλώς είναι πιθανό να έχουν κάποια επίδραση στα συμπτώματα της καχεξίας της ελληνικής οικονομίας και όχι στις ίδιες τις αιτίες. Δεδομένης της σαθρής παραγωγικής βάσης, η Ελληνική ανταγωνιστικότητα παραδοσιακά στηριζόταν όχι στις παραγωγικές επενδύσεις, την έρευνα και την τεχνολογία καθώς και τη συνακόλουθη αύξηση της παραγωγικότητας αλλά στις χαμηλές τιμές, στις οποίες συνέβαλαν, πρώτον, το χαμηλό εργατικό κόστος και, δεύτερον, η συνεχώς υποτιμούμενη δραχμή. Έτσι, όποτε η αύξηση του εργατικού κόστους οδηγούσε σε μείωση της ανταγωνιστικότητας, η υποτίμηση ήταν το όπλο για την αντιστάθμιση των αυξήσεων αυτών. Σήμερα όμως η κυβέρνηση έχει υποχρεωθεί ν’ ακολουθεί μια πολιτική σκληρής δραχμής που επιβάλλεται όχι μόνο από την ανάγκη συμπίεσης του πληθωρισμου και προσέλκυσης βραχυπρόθεσμου και κερδοσκοπικού κεφαλαίου (με τη βοήθεια υψηλών δραχμικών επιτοκίων) αλλά και σαν ένα μέσο άτυπης πρόσδεσης της χώρας στο Ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα, ενόψει της προσδοκώμενης μελλοντικής εισόδου μας στην Νομισματική και Οικονομική Ένωση. Η συνέπεια όμως της πολιτικής αυτής είναι η παραπέρα καταβαράθρωση της ανταγωνιστικότητας και η διόγκωση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο. Πρόσφατη για παράδειγμα μελέτη του Ινστιτούτου Τουριστικών ερευνών και μελετών έδειξε ότι η σχετική απώλεια συναλλαγματικών εσόδων, μόνο από τον τουρισμό, ανέρχεται σε 8%-10% ετησίως.[8]

Έτσι, με την έκλειψη του όπλου της υποτίμησης, το μόνο όπλο που έχει απομείνει είναι η συνεχής συμπίεση του εργατικού κόστους, είτε άμεσα με τις πολιτικές λιτότητας, είτε έμμεσα μέσω της μείωσης του τμήματος του κόστους που αντιστοιχεί σε εργοδοτικές εισφορές για κοινωνική ασφάλιση. Και αυτό, διότι με δεδομένη την απουσία μαζικών παραγωγικών επενδύσεων που έχουν αφεθεί στο έλεος του ιδιωτικού κεφαλαίου (το οποίο όμως προτιμά άλλες κερδοσκοπικές δραστηριότητες στην Ελλάδα, ή παραγωγικές επενδύσεις στην Ανατολική Ευρώπη και αλλού) αυτός είναι ο μόνος τρόπος να μην καταποντισθεί τελείως η ανταγωνιστικότητα. Χαρακτηριστικά, η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ τονίζει ότι οι μισθοί αυξήθηκαν ταχύτερα από τις τιμές τα τελευταία δύο χρόνια και επισημαίνει ότι η μείωση του πληθωρισμού δεν μπορεί να συνεχιστεί εάν δεν συμπιεσθούν ακόμη περισσότερο οι μισθοί[9]. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι οι συνεχείς πολιτικές λιτότητας που άρχισαν το 1985 με τον σημερινό πρωθυπουργό (που μάλιστα επαίρεται για τα αποτελέσματα τους!) δεν οδήγησαν σε καμμία βελτίωση της παραγωγικής δομής της χώρας, όπως δείχνει το συνεχώς διογκούμενο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Απλώς οι συνεχείς πολιτικές λιτότητας οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση όπου ο δείκτης των πραγματικών (δηλαδή των αποπληθωρισμένων) μισθών στη βιομηχανία μειώθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 1985, ενώ την ίδια περίοδο ο μέσος δείκτης στις άλλες χώρες της ΕΕ αυξήθηκε κατά 15 περίπου μονάδες[10]. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ενώ το ωριαίο κόστος εργασίας στη βιομηχανία ήταν το 1981 το 49% του αντίστοιχου κόστους στις αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ, το 1992 είχε πέσει στο 44%.[11]

Είναι επομένως φανερό ότι οι «εκσυγχρονιστικές» πολιτικές απλώς θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη λιτότητα και ανεργία. Διότι οι πολιτικές αυτές όχι μόνο στερούν τη χώρα από το όπλο της υποτίμησης αλλά ―το κυριότερο― δεν επιτρέπουν στον δημόσιο τομέα να συνεχίσει να παίζει τον ρόλο ασφαλιστικής δικλείδας στην ανεργία. Παρά τα φούμαρα των εκσυγχρονιστών για τις νέες θέσεις απασχόλησης που δημιούργησε το ΠΑΣΟΚ, στη πραγματικότητα, η ανεργία αυξήθηκε από 9,7% και 9,6% το 1993 και 1994 σε 10% το 1995[12] και παρά τις προεκλογικές υποσχέσεις Σημίτη για την δημιουργία 150.000 νέων θέσεων εργασίας, ακόμη και ο ΟΟΣΑ προβλέπει αύξηση της ανεργίας σε περίπου 10,5% το 1997[13]. Αν στη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα προσθέσουμε την μαζική ανεργία στον αγροτικό τομέα, σαν συνέπεια της GATT και της ΚΑΠ, τότε μπορούμε να έχουμε μια πλήρη εικόνα της ισχυρής Ελλάδας που προαναγγέλουν οι σοσιαλφιλελεύθεροι εκσυγχρονιστές.

Συμπερασματικά, η προτίμηση της οικονομικής ελίτ προς το ΠΑΣΟΚ αντί για την ΝΔ δεν είναι βέβαια τυχαία. Όπως σωστά τόνισε ο συνετός «διανοητής-τεχνοκράτης» στο βήμα της ΔΕΘ, το ΠΑΣΟΚ, την περίοδο 1994-95, μείωσε δραστικά τις ώρες που χάθηκαν από απεργίες και κοινωνικές αναταραχές σε σχέση με την περίοδο 1990-93. Παρόμοιοι πανηγυρισμοί είχαν (δικαιολογημένα) εκτοξευθεί από τους Θατσερικούς νεοφιλελεύθερους στην Αγγλία. Η διαφορά είναι ότι σε χώρες σαν την Ελλάδα και την Ιταλία ο αντίστοιχος ρόλος ανατίθεται στους σοσιαλφιλελεύθερους (την κατ’ ευφημισμό κεντρο-αριστερά, την οποία οι διανοούμενοι στην υπηρεσία της προσπαθούν να συνδέσουν με την ιστορική ...Αριστερά![14]) που έχουν σημαντικότερη δυνατότητα από τους νεοφιλελεύθερους, χάρις στον μεγαλύτερο έλεγχο που ασκούν πάνω στα συνδικάτα, να διασπάσουν το μετώπο των θυμάτων των πολιτικών αυτών. Οι σοσιαλιστές εκσυγχρονιστές, άλλωστε, δεν χάνουν και τίποτα από τα μέτρα που λαμβάνουν για χάρη της σύγκλισης. Άλλοι είναι αυτοί που πληρώνουν, όπως αποκαλύπτουν τα συνεχή κρούσματα αθλιότητας που έρχονται τώρα στη δημοσιότητα. Ο κόσμος των εκσυγχρονιστών πολιτικών, διανοουμένων και μεγαλοδημοσιογράφων (τα διαπλεκόμενα συμφέροντα μεταξύ τους έγιναν σε όλους φανερά με το θρασύτατο σκάνδαλο Ψυχάρη που βέβαια αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου), στις άνετες βίλλες τους των Βορείων προαστίων, απέχει πάρα πολύ από τον κόσμο της φτώχειας και της εξαθλίωσης που δημιουργεί η εκσυχρονιστική νεοφιλελεύθερη συναίνεση[15]...


 


[2] Τ. Φωτόπουλος, Η Νεοφιλελεύθερη συναίνεση (Γόρδιος, 1993), κεφ. 8.

[3] Στο ίδιο, πιν 1

[4] OECD, Economic Surveys (1996), πιν. 4.

[5] Η Νεοφιλελευθερη συναινεση, ό.π., πιν. 1.

[6] OECD, ό.π., πιν. 4

[7] World Bank, World Development Report (1996), πιν. 17.

[8] Οικονομικός (17/10/1996).

[9] OECD, ό.π., σελ. 9-12.

[10] Eurostat, Basic Statistics of the EE (1995), πιν. 3.38.

[11] Στο ίδιο, πιν. 3.42.

[12] OECD, ό.π., πιν. 1.

[13] Στο ίδιο, πιν. 5.

[14] Βλ. συζήτηση Ν. Μουζέλη-Κ. Τσουκαλά-Γ. Κριμπά, "Ε" (21/10/1996).

[15] Για τη δυνατότητα μιας εναλλακτικής οικονομίας, βλ. το μόλις κυκλοφορήσαν τεύχος αρ. 2 του περιοδικού Δημοκρατία και Φύση με γενικό θέμα «Οικονομική δημοκρατία και περιβάλλον».