Ελευθεροτυπία (26 Οκτωβρίου 1996)


Τα παραμύθια των «εκσυγχρονιστών» και η σύγκλιση

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ο βασικός στόχος της καθαρόαιμης «εκσυγχρονιστικής» κυβέρνησης που αναδείχθηκε από τις εκλογές,  σύμφωνα με τις προγραμματικές δηλώσεις, συνοψίζεται στο τρίπτυχο:  «ισότιμη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση» (ΕΕ),  «ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής και δυναμικής οικονομίας» και «οικοδόμηση ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους». Η Ελλάδα, σύμφωνα με τις περιγραφές των «εκσυγχρονιστών» σοσιαλφιλελεύθερων, είναι μια χώρα που έχει μεν προβλήματα αλλά είναι κάλλιστα σε θέση να επιτύχει τον παραπάνω στόχο, αρκεί να επιδιώξει με συνέπεια τα κριτήρια της σύγκλισης όσον αφορά την μείωση του πληθωρισμού, του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Έτσι, ο πληθωρισμός και τα δημοσιονομικά ελλείμματα έχουν αναχθεί στις αιτίες όλων των δεινών μας και όχι στα συμπτώματα που πράγματι είναι.  Γι’ αυτό και η συμπίεση τους, μέσω της άγριας λιτότητας, του πετσοκόμματος των δημοσίων δαπανών, των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων και της συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα που σχεδιάζει η κυβέρνηση είναι πιθανόν μεν να επιτύχουν κάποια σύγκλιση με βάση τα κριτήρια του Μααστριχτ αλλά σίγουρα δεν πρόκειται ούτε να οδηγήσουν σε μια «ανταγωνιστική» και ισχυρή Ελλάδα, ούτε βέβαια στην «ισότιμη» συμμετοχή της στην ΕΕ (δεν αναφέρομαι στο στόχο του «κοινωνικού κράτους» εφόσον οι «εκσυγχρονιστές» έκαναν ήδη σαφές ότι αυτό που εννοούν δεν είναι ένα πραγματικό κοινωνικό κράτος που σήμερα είναι υπό διάλυση ακόμη και στην ισχυρότερη χώρα της ΕΕ, τη Γερμανία, αλλά ένα είδος συστήματος κοινωνικής ελεημοσύνης). Αντίθετα, η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση για την «σύγκλιση» είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη ανεργία και  υποαπασχόληση και την συνακόλουθη φτώχεια και εξαθλίωση μεγάλου τμήματος του Ελληνικού λαού, έτσι ώστε, σε περίπτωση που η Ελλάδα σε κάποιο απώτερο στάδιο αποτελέσει τμήμα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (πράγμα πολύ αμφίβολο τη στιγμή αυτή), δεν θα είναι παρά ένα περιθωριοποιημένο τμήμα του Νότου της, κάτι σαν τη Σικελία σε σχέση με τη Βόρεια Ιταλία.

Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται αβίαστα από το γεγονός ότι ενώ τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελληνική οικονομία είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά των χωρών στον Ευρωπαϊκό Βορρά εντούτοις εφαρμόζεται η ίδια πολιτική για τη λύση τους. Τα προβλήματα του Ευρωπαϊκού Βορρά ανάγονται βασικά στην μείωση της ανταγωνιστικότητας τους σε σχέση με το Βορειο-Αμερικανικό μπλοκ και αυτό της Άπω Ανατολής, σαν συνέπεια του γεγονότος ότι  η «κοινωνική αγορά» της Γερμανίας, ή η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία της Βρετανίας και των Σκανδιναβικών χωρών είναι κατ’ εξοχήν ασύμβατες με τον σημερινό βαθμό διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς. Η νέα οικονομική τάξη σήμερα (που δεν επεβλήθη μόνο μέσα από αντικειμενικές διαδικασίες της αγοράς αλλά και μέσω της συνειδητής προσπάθειας των Αμερικανών ―δια του ελέγχου τους πάνω στους διεθνείς οργανισμούς GATT, ΔΝΤ, Διεθνή Τράπεζα κ.λπ.― να επιβάλλουν το μοντέλο τους ελεύθερης οικονομίας της αγοράς) στοχεύει στην ελαχιστοποίηση κάθε κοινωνικού ελέγχου πάνω στην αγορά που θα απέβλεπε είτε στην προστασία της εργασίας από τις συνέπειες του μηχανισμού της αγοράς (ανεργία, μισθοί επιβίωσης κ.λπ.) είτε στην εξασφάλιση ενός ικανοποιητικού επιπέδου υγείας, εκπαίδευσης, και συντάξεων για όλους τους πολίτες.

Στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς οι οικονομικές ελίτ των χωρών της ΕΕ και κυρίως η Γερμανική που αποτελεί τον οικονομικό «γκαουλάιτερ» της νέας Ευρώπης δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να περιορίσουν με κάθε τρόπο τον δημόσιο τομές με τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, τη δραστική περικοπή των δημοσιών δαπανών για κοινωνικούς ή άλλους σκοπούς (η χρηματοδότηση των οποίων επεβάρυνε το Ευρωπαϊκό κόστος παραγωγής περισσότερο από το Αμερικανικό και το Απω-ανατολικό) και τη μείωση του πληθωρισμού στα επίπεδα των ΗΠΑ και Άπω Ανατολής. Γι’ αυτό και οι βασικοί στόχοι που θεσμοθετηθήκαν στο Μααστριχτ, τα περίφημα κριτήρια σύγκλισης, αναφέρονται μόνο στα δημοσιονομικά ελλείμματα, το δημόσιο χρέος και τον πληθωρισμό, χωρίς να γίνεται η παραμικρή αναφορά στην εξασφάλιση πλήρους απασχόλησης ή ενός περιεκτικού κράτους-πρόνοιας ή, πολύ περισσότερο, στην ανακατανομή εισοδήματος. Η σύγκλιση επομένως βασικά στοχεύει στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που αποτελεί σήμερα το μέσο επιβίωσης της οικονομικής ελίτ και της «κοινωνίας του 40%» που την στηρίζει. Φυσικά, το κόστος της σύγκλισης το πληρώνει το 30% της υπο-τάξης και το ενδιάμεσο 30% του πληθυσμού σε ανασφαλή απασχόληση[1]. Οι εξεγέρσεις στον Βορρά κατά του Μάαστριχτ εκφράζουν αυτήν ακριβώς την αγανάκτηση για την Ευρώπη της διογκούμενης ανισότητας που δημιουργείται.

Όμως εάν η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης του κόστους παραγωγής που επιδιώκει η μείωση του κρατισμού και η συνακόλουθη «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας (δηλαδή η ανεργία, οι χαμηλοί μισθοί κ.λπ.) αποτελούν λύση για την οικονομική ελίτ των ισχυρών Ευρωπαϊκών χωρών που διαθέτουν ισχυρό ιδιωτικό τομέα ικανό ν’ ανταγωνισθεί διεθνώς, σίγουρα δεν αποτελεί λύση για την Ελληνική οικονομία. Και αυτό, διότι το βασικό και χρόνιο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι το τεράστιο άνοιγμα μεταξύ του τι παράγουμε και τι καταναλώνουμε, ότι δηλαδή ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα ούτε ήταν ποτέ ανταγωνιστικός ούτε έγινε περισσότερο ανταγωνιστικός μετά την πλήρη ένταξη μας στην ΕΟΚ, όπως δείχνει η σημερινή εκρηκτική διόγκωση  του παραπάνω ανοίγματος. Αντίθετα δηλαδή με τον Ευρωπαϊκό Βορρά, στην Ελλάδα ήταν ο δασμοβίωτος και παρασιτικός ιδιωτικός τομέας που είχε οδηγήσει στον υπερτραφή δημόσιο τομέα και όχι βέβαια το κράτος-πρόνοιας που ήταν πάντα υποτυπώδες.

Χαρακτηριστική ένδειξη του ανοίγματος που ανάφερα (αλλά και της ανταγωνιστικότητας του ιδιωτικού τομέα) είναι η σχέση εξαγωγών προς τις εισαγωγές. Ο λόγος εξαγωγών/εισαγωγών παρουσιάζει μια συνεχή μείωση, η οποία έγινε ιδιαίτερα έντονη μετά την ένταξη μας στην ΕΟΚ. Έτσι ο λόγος αυτός από 39% τη δεκαετία του 1970, δηλ. τη τελευταία πριν την ένταξη μας στην ΕΟΚ[2] έπεσε στη παρούσα δεκαετία στο 30%![3]. Οι άλλες χώρες όμως της ΕΕ με τις οποίες οι εκσυγχρονιστές διεκδικούν ισοτιμία όχι απλώς τελευταία καλύπτουν, αλλά, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, υπερκαλύπτουν τις εισαγωγές τους με τις εξαγωγές. Αντίθετα, στη χώρα μας, ενώ τη δεκαετία πριν την ένταξη (1970-80) οι εξαγωγές μας αυξανόντουσαν με ένα ετήσιο ρυθμό 11, 7% έναντι 5,7% των εισαγωγών, τη περίοδο μετά την ένταξη (1980-93) συνέβη το αντίστροφο και οι εξαγωγές αυξανόντουσαν με ένα ετήσιο μέσο ρυθμό 5,3% έναντι 6,7% των εισαγωγών[4].  Το αποτέλεσμα των τάσεων αυτών είναι ότι σήμερα η Ελληνική αναλογία εξαγωγών προς εισαγωγές είναι από τις χαμηλότερες στον κόσμο και ξεπερνά σημαντικά μόνο αυτές του ...Παναμά, της Αϊτής, της Δομινικανής δημοκρατίας και της Αλβανίας! Είναι επομένως φανερό ότι με τη σημερινή παραγωγική δομή, μόνο αν η χώρα μας «Παναμαδοποιηθεί» πλήρως, με την δημιουργία αντίστοιχων φορολογικών παραδείσων, θα μπορέσει όχι να γίνει ισότιμη με τις άλλες χώρες της ΕΕ αλλά απλώς να επιβιώσει στον διεθνή ανταγωνισμό.

Ακόμη και η περίφημη ανάπτυξη που σημειώνεται τελευταία, δεν οφείλεται στην αύξηση των καθαρών εξαγωγών (εξαγωγές μείον εισαγωγές) και των μεταποιητικών επενδύσεων, η οποία είναι βασική προϋπόθεση βελτίωσης της παραγωγικής δομής και της ανταγωνιστικότητας, αλλά στην αύξηση της κατανάλωσης ―πράγμα που επιμελώς αποσιωπούν οι «εκσυγχρονιστές» όταν επαίρονται για το αναπτυξιακό «κατόρθωμα» τους. Έτσι ενώ στη περίοδο 1970-80 οι κύριοι παράγοντες της ανάπτυξης του ΑΕΠ ήταν η κατανάλωση του δημοσίου τομέα και οι καθαρές εξαγωγές, στη περίοδο 1980-93 ο κύριος παράγοντας έγινε η ιδιωτική κατανάλωση, ενώ η συνεισφορά των καθαρών εξαγωγών έγινε αρνητική λόγω της ταχύτερης αύξησης των εισαγωγών από τις εξαγωγές[5]. Γι’ αυτό και ο δείκτης μεταποιητικής παραγωγής τα τελευταία τρία χρόνια είναι χαμηλότερος... από το 1980 (με βάση 100 το 1980, ήταν 97 το 1993, 98 το 1994 και προβλέπεται να φθάσει το 95 το 1996)[6]. Έτσι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ της οποίας ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής έχει μειωθεί τα τελευταία 10 χρόνια, όταν ο μέσος όρος στις χώρες της ΕΕ αυξήθηκε κατά 10%![7] Αντί, λοιπόν, οι «σοσιαλιστές» υπερ-υπουργοί οικονομίας και ανάπτυξης να επαίρονται θρασύτατα για τα κατορθώματα τους θα έπρεπε μάλλον να εντρέπονται για την από μέρους τους απόκρυψη της πραγματικής κατάστασης της ελληνικής οικονομίας και των προοπτικών της στο πλαίσιο της ΕΕ. Αλλά, θα επανέλθουμε.

 


[1] Βλ. «Ο μύθος της κοινωνίας των δύο τρίτων», “Ε” (26/10/1996).

[2] Βλ Τ. Φωτόπουλος, Η Νεοφιλελεύθερη συναίνεση, Πιν. 2.

[3] Μηνιαία Στατιστικά Δελτία Τράπεζα της Ελλάδος.

[4] World Bank, World Development Report 1995 , πιν. 13.

[5] Στο ίδιο, υπολογισμοί με βάση τους πίνακες  2, 8 & 13.

[6] Μην. Στατ. Δελτ. Τρ. της Ελλ & Οικονομικός (17/10/1996).

[7] Eurostat, Basic Statistics of the EE 1995, πιν 4.1.