(Ελευθεροτυπία, 16 Σεπτεμβρίου 1995) 


Η Βαλκανική μπαρουταποθήκη

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ενώ οι δυτικοί, υπό την αναμφισβήτητη πια ηγεσία των ΗΠΑ, σταμάτησαν τους βομβαρδισμούς, αφού προηγουμένως προκάλεσαν πελώριες ζημιές στη Σερβο-βοσνιακή στρατιωτική μηχανή (πράγμα που ανοίγει διάπλατα το δρόμο για την εγκατάσταση  στη περιοχή της Pax Americana) δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει η σημαντική εμπορική διάσταση της Νέας Βαλκανικής Τάξης, πέρα από την πολιτικο-στρατιωτική σημασία της. Οι δυτικές εξαγωγές οπλικών συστημάτων στη περιοχή συνιστούν ίσως τη σημαντικότερη οικονομική μεταβλητή στους δυτικούς υπολογισμούς. Δηλαδή, στους υπολογισμούς σε σχέση με τα πιθανά οικονομικά αποτελέσματα που θα προκύψουν από την τελική εγκαθίδρυση, με την υποστήριξη και ενίσχυση της Δύσης, μιας σειράς αλληλομισούμενων, εθνολογικά «καθαρών», κρατών στα Βαλκάνια: Σερβία, Κροατία, Σλοβενία και, το πιθανότερο, μια χαλαρή ομοσπονδία από εθνικά κράτη στη Βοσνία.

Ένα σημαντικό αποτέλεσμα του τέλους του ψυχρού πολέμου ήταν η δραστική αναδιάρθρωση των εξαγωγών οπλισμών προς όφελος των δυτικών, που σε ένα βαθμό οφειλόταν στην ενσωμάτωση των χωρών του τ. υπαρκτού σοσιαλισμού όχι μόνο στη παγκόσμια αγορά εμπορευμάτων και κεφαλαίου, αλλά και στην αγορά οπλικών συστημάτων. Χαρακτηριστικά, ενώ η ΕΣΣΔ με τη Κίνα πραγματοποιούσαν το 50% των παγκόσμιων εξαγωγών όπλων το 1987, η αναλογία αυτή, ήδη από το 1991, είχε πέσει στο 24%[1] και από τότε έχει μειωθεί ακόμη περισσότερο. Στο πλαίσιο των αλλαγών αυτών, είναι ενδεικτικό ότι πέρυσι το καλοκαίρι, σε ένα γύρο των Βαλκανικών χωρών που έτυχε ελάχιστης δημοσιότητας, ο Αμερικάνος Υπ. Άμυνας William Perry, αποσυνδέοντας τις εξαγωγές όπλων από το θέμα της εισόδου των χωρών αυτών στο ΝΑΤΟ, άνοιξε διάπλατα το δρόμο για την μαζική επέκταση των αμερικανικών οπλικών εξαγωγών στη περιοχή. Όπως τόνιζε, μερικούς μήνες πριν, έγκυρος αναλυτής των δυτικών στρατιωτικών υποθέσεων, «έχει περάσει σχεδόν απαρατήρητη μια δραστική αύξηση της Αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης στη Ν. Ευρώπη και ένας εμπνευσμένος από την Ουάσιγκτον ανταγωνισμός εξοπλισμών στα Βαλκάνια...οι ΗΠΑ, αντί ν’ αρπάξουν την ευκαιρία που πρόσφερε το τέλος του ψυχρού πολέμου και να διαπραγματευθούν ένα καθεστώς ελέγχου των εξοπλισμών μεταξύ των συμμάχων τους, της Ελλάδος και Τουρκίας, ξεφορτώνονται τα όπλα τους στις χώρες αυτές με μανιώδη ρυθμό»[2]. Προφανώς, οι ΗΠΑ βρήκαν επωφελέστερο οικονομικά να ενισχύσουν τον πολεμικό εξοπλισμό και τη συνακόλουθη εξάρτηση των χωρών αυτών από τα Αμερικανικά οπλικά συστήματα, από το να προσπαθήσουν να επιβάλλουν ανώτατα όρια στον εξοπλισμό των δυο χωρών.

Το ενδιαφέρον των δυτικών για τα Βαλκάνια δεν είναι βέβαια περίεργο, με δεδομένη τη δίψα για εξοπλισμούς των Βαλκανικών κυβερνήσεων. H περυσινή, για παράδειγμα, έκθεση του Ινστιτούτου Ερευνών Ειρήνης της Στοκχόλμης[3] υπολόγισε ότι στη περίοδο 1989-93 οι αγορές σημαντικών οπλικών συστημάτων έφερναν τη Τουρκία και την Ελλάδα στη πρώτη πεντάδα των μεγαλύτερων αγοραστών στο κόσμο. Η φετινή έκθεση του International Institute for Strategic Studies[4] μας δίνει ακόμη πιο αποκαλυπτική εικόνα για όλες τις Βαλκανικές χώρες. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, οι χώρες στα Βαλκάνια δαπανούν σημαντικά μεγαλύτερη αναλογία του εθνικού τους προϊόντος (ΑΕΠ) στην αγορά οπλικών συστημάτων από ο,τι οι πολύ πλουσιότερες χώρες του ΝΑΤΟ! Η Ελλάδα, που δαπανά τη μεγαλύτερη αναλογία του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες από όλες τις χώρες του ΝΑΤΟ (5,5%), ακολουθείται από τη Ρουμανία (4,2%), τη  Τουρκία (4,1%), την Αλβανία (3,5%) και τη Βουλγαρία (2,9%). Φυσικά, στους υπολογισμούς αυτούς δεν περιλαμβάνονται οι αμυντικές δαπάνες των εμπόλεμων σήμερα Βαλκανικών κρατών που κυμαίνονται μεταξύ 10,6% (Σερβική Γιουγκοσλαβία) και 49% (Βοσνία-Ερζεγοβίνη). Έτσι, ο μέσος όρος των Βαλκανικών αμυντικών δαπανών φθάνει το 4% του ΑΕΠ,  τη στιγμή που οι στρατιωτικές δαπάνες των πλούσιων χωρών του ΝΑΤΟ (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Καναδάς, Βέλγιο, Δανία, Ολλανδία), που περιλαμβάνουν σήμερα τις χώρες με τις ισχυρότερες στρατιωτικές μηχανές στον κόσμο, μόλις ξεπερνούν το 2,5% του ΑΕΠ. Αναπόφευκτα, οι κρατικές δαπάνες για την υγεία στις Βαλκανικές χώρες, κατά μέσο όρο, μόλις ξεπερνούν το 2% του ΑΕΠ, έναντι 6% των πλούσιων χωρών του ΝΑΤΟ.[5]

Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο της δυτικής ενίσχυσης των Βαλκανικών εξοπλισμών είναι το γεγονός ότι ακόμη και η συμφωνία για τη μείωση των συμβατικών όπλων στην Ευρώπη χρησιμοποιήθηκε όχι για τη καταστροφή αλλά για...τη μεταφορά τους στα Βαλκάνια. Έτσι, χάρις σε ένα Αμερικανικής έμπνευσης Νατοϊκό πρόγραμμα του 1992 (“Cascade”), η Ελλάδα και η Τουρκία έγιναν οι μεγαλύτεροι αποδέκτες όπλων το 1993[6]. Πράγμα, βέβαια, που είχε και βραχυπρόθεσμα οικονομικά οφέλη, τα οποία εύστοχα περιέγραφε ανώτερος αξιωματούχος των ΗΠΑ όταν δήλωνε ότι ήταν φθηνότερο να ξεφορτωθούν τα όπλα αυτά στις δυο χώρες παρά να τα καταστρεψουν[7].

Παράλληλα με τους εξοπλισμούς αυτούς έχει αρχίσει στα Βαλκάνια ο σχηματισμός αυτού που χαρακτηρίσθηκε ως η «βαθμιαία εγκαθίδρυση δύο ανταγωνιστικών συμμαχιών, οι οποίες ορίζονται με όρους θρησκευτικούς και εθνοτικούς»[8]. Πρόκειται δηλαδή για το «μουσουλμανικό τόξο», όπου η Τουρκία προσπαθεί ν’ αυξήσει την επιρροή της στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Αλβανίας, Βοσνίας, Κόσσοβο, Σλαβο-Μακεδονίας, και της Ελληνικής Θράκης και το «ορθόδοξο τόξο», όπου αντίστοιχο ρόλο προσπαθεί να παίξει η Ελλάδα σε σχέση με τους ορθόδοξους πληθυσμούς της Σερβίας, Αλβανίας, Βοσνίας και τώρα (μετά την επίλυση του «Μακεδονικού») της σλαβομακεδονίας.

Η σημερινή συγκυρία είναι βέβαια εντελώς αρνητική για τους οπαδούς του ορθόδοξου τόξου, εφόσον είναι φανερό ότι οι ΗΠΑ, σε συνεργασία με τους συμμάχους τους στη Κροατία και Βοσνία, έχουν άμεσο στόχο το θάψιμο των Σερβικών ονείρων για τη «μεγάλη Σερβία». Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι μακροπρόθεσμος στόχος τους είναι η καταστροφή του ορθόδοξου τόξου. Στη πραγματικότητα, η ύπαρξη των δυο ανταγωνιζομένων και εξοπλιζόμενων από τη Δύση τόξων είναι απόλυτα συμβατή με τους μακροπρόθεσμους γεωπολιτικούς  και οικονομικούς στόχους της Δύσης.  Τώρα που μέχρι και οι Σέρβοι πήραν το μάθημα τους για τη σωστή πηγή οπλικών συστημάτων, (εάν δεν θέλουν να υποστούν καταστροφή ανάλογη του Ιράκ, χωρίς να είναι σε θέση ούτε «ν’ ανοίξουν μύτη» των δυτικών), η Βαλκανική Pax Americana είναι εύκολο να επιβληθεί. Οι Βαλκανικές ελίτ θα είναι αναγκασμένες στο μέλλον, ακόμη περισσότερο από το παρελθόν, να δαπανούν τεράστια κονδύλια για τους εξοπλισμούς, που θα τις πληρώνουν κυρίως οι μη προνομιούχοι με τις περικοπές των κοινωνικών προγραμμάτων, τα προγράμματα «λιτότητας» κ.λπ. Έτσι, όμως, θα έχουν όλοι τη πολυτέλεια να δοξάζουν τις θρησκευτικές και εθνικιστικές διαφορές τους, ενώ οι δυτικοί έμποροι όπλων θ’ αναλαμβάνουν να παίζουν τον ρόλο του «πυροσβέστη» στις εκάστοτε κρίσεις που θ’ ανακύπτουν μεταξύ των ομόρων, και εθνολογικά πια «καθαρών»,  κρατών. Με το αζημίωτο βέβαια...

 


[1] SIPRI (Ιούνιος 1991).

[2] Jonathan Steele, The Guardian (26/11/1994).

[3] SIPRI (Ιούνιος 1994).

[4] International Institute for Strategic Studies, The Military Balance 1994-95.  

[5] World Bank, World Developmεnt Report 1995, Πιν.10.

[6] UN, Annual UN Register of Conventional Arms (Οκτώβρης 1994).

[7] Jonathan Steele, ο.π.

[8] British American Security Information Council (BASIC), στο ίδιο.