Ελευθεροτυπία (24 Δεκεμβρίου 1995)


Η εξέγερση κατά των ελίτ και η διεθνοποίηση της Οικονομίας

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Τις τελευταίες βδομάδες μια σειρά γεγονότων, που συνήθως παρουσιάζονται από τα ΜΜΕ σαν άσχετα μεταξύ τους, δημιουργούν την εντύπωση μιας γενικευμένης εξέγερσης κατά των ελίτ και της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης που εκφράζουν. Αναφέρω ενδεικτικά τα πιο κτυπητά παραδειγματα.

  • Στη Γαλλία, εκατομμύρια πολιτών μετείχαν σε μαζικές απεργίες και διαδηλώσεις κατά της οικονομικής πολιτικής που άρχισαν οι «σοσιαλιστές» του Μιτεράν και συνεχίζουν σήμερα οι δεξιοί διάδοχοι του και η οποία είχε για κύριο αποτέλεσμα τον διπλασιασμό του ποσοστού της ανεργίας μεταξύ 1980 και 1994.  Έτσι, όταν η Γαλλική ελίτ αποφάσισε την ολοκλήρωση του προγράμματος της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης μέσω μιας δραστικής αλλά και ραγδαίας (σε σχέση με τα Θατσερικά πρότυπα) περικοπής του κράτους πρόνοιας, ή εξέγερση έγινε αναπόφευκτη.

  • Στο Βέλγιο, σημειώνονται απεργιακές κινητοποιήσεις με ανάλογα αιτήματα.

  • Στη Ρωσία, η εξέγερση κατά της νεόπλουτης ελίτ προς το παρόν παίρνει τη μορφή ψήφου διαμαρτυρίας κατά των «μεταρρυθμίσεων» που, σύμφωνα με την  ΟΥΝΕΣΚΟ, οδήγησαν σε 500.000 επιπρόσθετους θανάτους το χρόνο από το 1989 και μετά.

  • Στο Μπρίξτον του Λονδίνου, ο αστυνομικός ξυλοδαρμός και συνακόλουθος θάνατος ενός μαύρου, ύποπτου για την κλοπή από ένα διαμέρισμα ενός... καρβελιού, οδήγησε σε μαζική εξέγερση  μαύρων και άσπρων άνεργων, άστεγων και καταπιεσμένων.

  • Στην Αθήνα, ενώ οι επαγγελματίες πολιτικοί ασχολούνται με το νέο μοίρασμα της πολιτικής εξουσίας, η αντίδραση στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση ―που έχει οδηγήσει στη μαζική αύξηση της ανεργίας, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, της φτώχειας και της αβεβαιότητας για το μέλλον― εκδηλώνεται με εξεγέρσεις που συχνά παίρνουν και βίαιη μορφή, όπως στο Πολυτεχνείο. Η απάντηση της ελίτ είναι οι μαζικές συλλήψεις και άγριες καταδίκες από μια εκδικητική δικαιοσύνη που δεν δίστασε ν’ απαιτεί δηλώσεις εθνικοφροσύνης από τους κατηγορουμένους για να κρίνει ανάλογα τις ποινές, προς δόξα της ελευθερίας του φρονήματος που υποτίθεται ότι προστατεύει! Έτσι, φθάσαμε στο σημείο όπου η Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών που προωθούν «εθνικο-σοσιαλιστές», ανανήψαντες Χριστιανοί κ.λπ. να δίνει το δικαίωμα στον κάθε Πλημμελειοδίκη ν’ απαιτεί, όπως ο αντίστοιχος μουλάς στα Ιρανικά δικαστήρια, αφοσίωση στο θρησκευτικό σύμβολο της πίστης[1]...

Οι «μεταρρυθμίσεις» που εφαρμόζονται αυτή τη στιγμή σε ολόκληρη την Ευρώπη, Ανατολή και Δύση, δεν οφείλονται, όπως υποστηρίζουν σοσιαλδημοκράτες οικονομολόγοι[2], σε κοντόφθαλμες και εγωιστικές πολιτικές των Ευρωπαϊκών ελίτ, οι οποίες, δέσμιες των νεοφιλελεύθερων δογμάτων, δεν αφήνουν την οικονομία «να λειτουργήσει αποτελεσματικά». Αν πάρουμε ως κριτήριο της γενικής οικονομικής αποτελεσματικότητας τον συνηθισμένο δείκτη που χρησιμοποιούν οι ορθόδοξοι (συμπεριλαμβανομένων των σοσιαλδημοκρατών) οικονομολόγοι, τη μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ, και συγκρίνουμε τη τελευταία δεκαετία πριν από την εφαρμογή των πολιτικών της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης (1970-80) με την περίοδο από τότε (1980-93) το συμπέρασμα είναι σαφές. Αυτό που συμβαίνει δεν είναι ότι η «οικονομία» δεν λειτουργεί «αποτελεσματικά» αλλά ότι υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις στην αποτελεσματικότητα των διαφόρων οικονομιών. Έτσι, ενώ στην Ιαπωνία και τις ΗΠΑ σημειώνεται ελάχιστη μείωση των αναπτυξιακών ρυθμών μεταξύ των δυο περιόδων (από 2,8% σε 2,7% στις ΗΠΑ και από 4,3% σε 4% στην Ιαπωνία) στην ΕΕ σημειώνεται σημαντική μείωση (από 3,3% σε 2,4%) η οποία μάλιστα είναι ακόμη σημαντικότερη αν αφαιρεθεί η Γερμανία όπου ο ρυθμός ανάπτυξης παρέμεινε σταθερός[3].

Αυτό δηλαδή που συμβαίνει σήμερα στην οικονομία μετά την διεθνοποίηση της (που είναι διαφορετικό φαινόμενο από αυτό που κακώς αναφέρεται ως «παγκοσμιοποίηση» που προϋποθέτει τάσεις εξισωτικές μεταξύ σημαντικών οικονομικών μεταβλητών) είναι η ακόμη εντονότερη από το παρελθόν αναπαραγωγή στο διεθνές επίπεδο των συνθηκών άνισης ανάπτυξης που αναπτύσσονται στο εσωτερικό κάθε οικονομίας αγοράς, όπου οι ισχυρότεροι ανθούν σε βάρος των ασθενέστερων. Είτε μετρήσουμε το ποιος είναι ισχυρότερος με βάση την οικονομική ανταγωνιστικότητα, είτε με την παραγωγικότητα, είτε με οποιοδήποτε άλλο κριτήριο, το αποτέλεσμα σε μια οικονομία της αγοράς είναι πάντοτε το ίδιο: η επιβίωση του ισχυρότερου. Η ανάπτυξη παντού ωφελεί μερικούς «τυχερούς» μόνο. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, τα τελευταία 20 χρόνια το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 80%, ενώ η ανεργία, σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, αυξήθηκε από μισό περίπου εκατομμύριο σε 5 εκ.[4] Αντίστοιχα, η Ευρώπη (εκτός από τη Γερμανία) υστερεί στην αναπτυξιακή κούρσα.[5]

Σήμερα, η παγκόσμια οικονομία ελέγχεται από 500 περίπου πολυεθνικές εταιρείες που έχουν όλες σχεδόν για έδρα τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες του Βορρα[6]. Αυτές ρυθμίζουν, είτε άμεσα είτε έμμεσα, τις οικονομικές πολιτικές που εφαρμόζουν οι πολιτικές ελίτ. Άμεσα, μέσω του απευθείας ελέγχου που ασκούν πάνω στις πολιτικές ελίτ, ιδιαίτερα των χωρών όπου έχουν τη βάση τους, καθώς και στους διεθνείς οργανισμούς  (GATT, ΔΝΤ, Διεθνής Τράπεζα κ.λπ.). Έμμεσα, μέσω των αγορών κεφαλαίου. Η διεθνοποίηση των αγορών κεφαλαίου, στην οποία συνέβαλε αποφασιστικά η άρση όλων σχεδόν των περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίου, σημαίνει ότι σήμερα  κάθε κυβέρνηση είναι δέσμια των κινήσεων αυτών που αμείβουν τις «συνετές» κυβερνήσεις, δηλαδή αυτές που ακολουθούν πιστά τις πολιτικές ιδιωτικοποιήσεων, μειώσεων των ελλειμμάτων, δραστικών περικοπών στο κοινωνικό κράτος κ.λπ. ―πολιτικές που έχουν λίαν ευχάριστα αποτελέσματα για το ιδιωτικό κεφάλαιο όπως για παράδειγμα δείχνει η Βρετανική εμπειρία. Kαι αντίστροφα, τα μέσα για να τιμωρηθεί μια αιρετική κυβέρνηση είναι πολλά. Από την πίεση που μπορεί να δημιουργήσει μια μείωση της ροής βραχυπρόθεσμου κεφαλαίου που θα κάνει δύσκολη την κάλυψη των ελλειμμάτων, μέχρι τη μείωση των αναπτυξιακών ρυθμών που θα σήμαινε η μείωση των επενδυτικών κεφαλαίων. Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι συνήθως δεν είναι το «ξένο κεφάλαιο» που επιδίδεται σε παρόμοιες ενέργειες. Τόσο στη μεγάλη κερδοσκοπία κατά της Σουηδικής κορώνας το 1994, όσο και στην αντίστοιχη κατά του Γαλλικού φράγκου το 1993, κύριο ρόλο έπαιζαν Σουηδικά και Γαλλικά κεφάλαια αντίστοιχα. Όπως φυσικά παρόμοιο ρόλο θα έπαιζε και το ντόπιο κεφάλαιο σε ανάλογη περίπτωση και είναι βέβαιο ότι αυτό δεν θα παρακινούσε κανένα Χριστιανό ή εθνικιστή διανοούμενο να οικτίρει, ή κανένα δικαστή να φυλακίσει, τους δράστες για προσβολή της σημαίας, όπως συνέβη με τα παιδιά του Πολυτεχνείου, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει σύγκριση στη ζημιά.

Όμως, η νεοφιλελεύθερη συναίνεση δεν αποτελεί απλώς την εφαρμογή κάποιου νεοφιλελεύθερου δόγματος, ούτε οφείλεται «στην ήττα της αριστερής ιδεολογίας» κατά τη δεκαετία του 1970[7]. Τόσο η επανάκαμψη του φιλελευθερισμού και η κατάρρευση του Κευνσιανισμού, όσο και η ήττα της κρατικο-σοσιαλιστικής ιδεολογίας, όπως προσπάθησα να δείξω στο παρελθόν[8], δεν είναι παρά συμπτώματα των δομικών αλλαγών που έφερε η διεθνοποίηση της οικονομίας αγοράς στη σημερινή φάση αγοραιοποίησης της οικονομίας, η οποία είχε  αναπόφευκτο αποτέλεσμα τη κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας. Γι’ αυτό και σήμερα αποτελούν φληναφήματα οι απόψεις μερικών σοσιαλδημοκρατών ότι είναι δυνατή η επιστροφή σε κάποιο είδος νεο-Κευνσιανισμού που θα εξασφαλίζει υψηλά επίπεδα απασχόλησης, ισχυρό κοινωνικό κράτος κ.λπ. Στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς παρόμοιες πολιτικές δεν είναι σήμερα δυνατές, εφόσον ένας διεθνής Κευνσιανισμός είναι ασύμβατος με την λογική και την δυναμική της οικονομίας της αγοράς, ενώ ο εθνικός Κευνσιανισμός είναι εξ ορισμού πια αδύνατος.


 

[1] "Ε" (15/12/1995). 

[2] Βλ. συνέντευξη Κ. Βεργόπουλου στην Εποχή (10/12/1995).

[3] World Bank, World Development Report 1995, Table 2.

[4] James Goldsmith, The Trap (Macmillan, 1994).

[5] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Η Νεοφιλελεύθερη συναίνεση (Γόρδιος, 1993), κεφ. 12.

[6] Tim Lang & Colin Haines, The New Protectionism (Earthscan, 1993).

[7] Συνέντευξη Βεργόπουλου.

[8] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, «Το κράτος-έθνος και η αγορά», Κοινωνία και Φύση, αρ. 5 & «Το τέλος του σοσιαλιστικού κρατισμού», Κοινωνία και Φύση, αρ. 6.